– Γιατί είσαι χαρούμενος Διογένη;
– Γιατί έρχομαι μπρε απού το νεκροταφείο μαθές.
– Παράξενο δεν είναι μπρε Διογένη, να έρχεσαι από το νεκροταφείο χαρούμενος αντί κλαμένος;
– Nα σου πω γιάντα, γιατί είδα εκιά όλους τσι χωριανούς, φίλους και γνωστούς, που μια ζωή εκάναμε παρέα, εφάγαμε, ήπιαμε, ετραγουδήσαμε, εχορέψαμε μαζί, είδα τσι γονείς μου, τσι παππούδες μου, ήκατσα απάνω στα σπίτια ντος και τους εκουβέδιασα πολλή ώρα. Αυτοί δεν εμιλήσανε, εγρικούσανε μόνο.
– Δεν τους ρώτησες αν περνούνε εκεί στο… χωριό τους πιο καλά, από το δικό μας χωριό εδώ;
– Aς εκάτεχα μπρε Κωσταντή, ίντα ζωή κάνουνε εκιά κι άλλο δεν ήθελα!
– Ποιος ξέρει Διογένη αν ζούνε και οι… πεθαμένοι!
– Μα δε μου λες, οι ψυχές τος μέσα στο μνήμα κάθονται;
– Mάλλον φεύγουνε Διογένη…
– Α, γιατί ανέ μένουνε μέσα στο μνήμα, ίντα παράδεισος δα να ‘ναι εκιά μέσα;
– Eκαθούμνουνε και λογάριαζα, ποιοι δα πάνε στην κόλαση και ποιοι στον παράδεισο και μου φαίνεται πως δα πάνε όλοι στον παράδεισο. Ζήτημα να πάνε δυό-τρεις στην κόλαση. Δεν εξέταζα εγώ Κωσταντή ποιος ήτανε πλούσος και ποιος φτωχός, μόνο ποιος ήτανε καλός άνθρωπος.
– Είδες Διογένη; Αυτό που μένει στον άνθρωπο όταν αποδημήσει απ’ αυτόν το μάταιο κόσμο είναι η καλοσύνη. Όλα τα υλικά αγαθά, τα πλούτη, εκεί δεν έχουνε πέραση.
– Ναι κιόλας, άμα ποθάνει κιανείς λέμε μόνο πόσο καλός ή κακός άνθρωπος ήτανε και όχι πόσο πλούσιος.
– Έτσι ακριβώς Διογένη θα πρέπει να τους βλέπει και ο Θεός και να τους κατατάσει ανάλογα στην κόλαση ή στον παράδεισο.
– Ένα πράμα μπρε με απασχολεί. Δε μου ‘χες πει πως η ψυχή είναι… πως μου το είπες; – άυλη – Ναι, και πως άμα δεν είναι μαζί με το μυαλό δεν πονεί, είναι σαν τον αέρα δηλαδή. Γιάντα δα πονεί στα καζάνια τσι κόλασης; Πιάσε τον αέρα και κοπανιζέτονε!..
– Ίσως Διογένη να τους βάλει εκεί σώμα ο Θεός για να πονεί και να υποστεί τις τιμωρίες!
– Καλά, παιδιά ντου είμαστε και σαν πατέρας να τιμωρήσει μιαολιά τα κακά παιδιά ντου, αλλά όι κι ετσά βαριά τιμωρία μπρε! Κατά… Θεού δεν κάνει!
– Μα φταίμε κι εμείς Διογένη, διότι όταν μας απαγόρευσε να μη φάμε το… μήλο, εμείς το φάγαμε σαν τους βλάκες!
– Ε, ναι δε λέω, αλλά για ένα μήλο μπρε, αιώνια τιμωρία! Ας εκάτεχε κιανείς πως ζούνε εκιά στον άλλο κόσμο.
Να ‘χει θέλει κοντό κι εκιά χωριά σαν το δικό μας; Να πηγαίνει ο καθαείς στο χωριό ντου, να βρίσκει τσι δικούς του να κάνει παρέα, να γνωρίζει τον διπάππου του, τον τριπάππου του, τους αρχαίους! Σκέψου ίντα χαρές δα κάνει, έ;
– Δε νομίζω Διογένη. Αυτά ίσως να υπάρχουνε αλλά μόνο στον παράδεισο. Τέτοιες χαρές στην κόλαση αποκλείεται να υπάρχουνε.
Είδες πως με την κουβέντα αυτή Διογένη σου κάνει καλό.
– Ναι, ντα εδά εγώ σκέφτομαι πιο σοβαρά και λέω να γενώ πιο καλός άνθρωπος να πάω στον παράδεισo, απού και να ποθάνω να μη με γνοιάζει…
Ε, καημέχαρέ μου!..