ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΗ

Παρίστανε τον καλό και συμπονετικό γείτονα αλλά  φέρεται να κατέστρωσε ολόκληρο σχέδιο για να ληστέψει την ηλικιωμένη που ζούσε δίπλα του, στην περιοχή της Άνω Χερσονήσου. Είναι μία υπόθεση που είχε προκαλέσει αίσθηση όταν αποκαλύφθηκε καθώς, παρά το σοκ και τα χρόνια της, η 80χρονη σήμερα γιαγιά θυμήθηκε να δώσει μία κρίσιμη πληροφορία που ενεργοποίησε τα αντανακλαστικά των αστυνομικών.

Η γιαγιά είχε αναφέρει ότι μία εβδομάδα πριν  την ληστεία σε βάρος της,  ο 52χρονος γείτονας, μετανάστης από την Αλβανία, είχε προσφερθεί αυτοβούλως να φτιάξει μία σπασμένη γλάστρα. Τής έπιασε την κουβέντα, μπήκε στην αυλή ώστε, κατά την Αστυνομία, να αποκτήσει πρόσβαση  και να εποπτεύσει τους εσωτερικούς χώρους.

Η υπόθεση εκδικάστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ανατολικής Κρήτης και στο εδώλιο κάθισαν τέσσερις κατηγορούμενοι: ο 52χρονος γείτονας ως ηθικός αυτουργός και τρεις ακόμα συμπατριώτες του με την κατηγορία της ληστείας κατά συναυτουργία.

Το δικαστήριο εξέδωσε καταδικαστική απόφαση για τους τρεις καθώς αθώωσε τον έναν από τους φερόμενους φυσικούς αυτουργούς. Οι άλλοι δύο κρίθηκαν ένοχοι. Αμφότεροι καταδικάστηκαν σε κάθειρξη 7 ετών, με τη διαφορά ότι στον έναν (σε αυτό που ομολόγησε) δεν δόθηκε αναστέλλουσα δύναμη στην έφεση και οδηγήθηκε στη φυλακή. Στον άλλον, ο οποίος επέμεινε ότι είχε φύγει από την περιοχή πριν την ληστεία, το δικαστήριο έδωσε αναστέλλουσα δύναμη.

Όσο για τον γείτονα κρίθηκε ένοχος και για τη ληστεία στη γιαγιά και για κάποιες κλοπές και έτσι του επιβλήθηκε συνολική ποινή κάθειρξης 8 ετών και δύο μηνών. Και σε αυτήν την περίπτωση η έφεση δεν έχει αναστέλλουσα δύναμη.

Η γιαγιά εμφανίστηκε στο δικαστήριο, κατέθεσε και ζήτησε την τιμωρία των κατηγορουμένων.

«Με έσφιξαν από τον λαιμό»

Στην κατάθεσή της ενώπιον των Αρχών είχε περιγράψει για το μοιραίο βράδυ: «καθόταν στο σαλόνι και παρακολουθούσε τηλεόραση. Γύρω στις 8 με 8.15 αποχώρησε από το σαλόνι και κατευθύνθηκε μέσω της αυλής σε άλλο εξωτερικό δωμάτιο όπου κοιμάται. Η αυλή σφαλίζει με καγκελόπορτα μικρού ύψους που είναι κλειδωμένη.

Οι δύο δράστες ήταν ήδη στο υπνοδωμάτιο και έψαχναν. Μόλις αντιλήφθηκαν την παρουσία της γιαγιάς, την άρπαξαν και την ακινητοποίησαν στο πάτωμα

«Εγώ ούρλιαζα αλλά οι δράστες με φίμωσαν με μονωτική ταινία στο στόμα και με την ίδια έδεσαν και τα χέρια. Δεν μου μίλησαν ούτε μου ζήτησαν κάτι. Εγώ πρόλαβα να πω ότι δεν έχω χρήματα στο σπίτι. Είχαν ψάξει προηγουμένως στο δωμάτιο και αφαίρεσαν επίσης τα τρία χρυσά δακτυλίδια που φορούσα στα δάκτυλα και μαζί και μία χρυσή αλυσίδα που φορούσα στο λαιμό.

Πήραν και ένα χρυσό ρολόι. Φορούσαν σκούρα ρούχα και κουκούλες και λευκές μάσκες στο πρόσωπο. Με ακινητοποίησαν με τη χρήση βίας, πιάνοντας με από τα χέρια αλλά και σφίγγοντας με στο λαιμό. Αυτή την στιγμή που μιλάμε πονάω στο λαιμό διότι με έσφιξαν.

Έψαξαν λίγο ακόμα και έφυγαν, αφήνοντάς με δεμένη στο πάτωμα. Προσπάθησα και κατάφερα να βγάλω τη μονωτική ταινία, πήρα το κινητό και κάλεσα το γιο μου…».