Όταν πήρα τηλέφωνο τον Νίκο Ψιλάκη…

Ιούνιος του 1990, εκεί γύρω στις 11 το πρωί στην Κρήνη του Μοροζίνι και ένας ξερακιανός νεαρός προσπαθούσε να τραβήξει από την τσέπη του στενού του τζιν, ένα ταπεινό διφραγγάκι. Επιτέλους το ανασύρει και κατευθύνεται με αποφασιστικότητα και βήμα γοργό στον ΟΤΕ της οδού Μινωταύρου.

Πάει στο κόκκινο τηλέφωνο, σηκώνει το βαρύ ακουστικό, ρίχνει το κέρμα στη σχισμή και σχηματίζει τον αριθμό. Το τηλέφωνο χτυπά σχεδόν 70 μέτρα παραπάνω, σε μια στοά επί της οδού Καντανολέοντος.

-Ναι γεια σας, τον κύριο Ψιλάκη θα ήθελα.
-Παρακαλώ, ο ίδιος…
-Ξέρετε, φοιτώ σε μια σχολή δημοσιογραφίας και θα ήθελα να αξιοποιήσω το καλοκαίρι μου στην εφημερίδα σας.
-Φυσικά, περάστε να σας δούμε.
Πότε;
-Όποτε θέλετε.
-Έρχομαι κιόλας!

Σε ένα λεπτό έμπαινα στο «Δημοκράτη», όπου για πρώτη φορά συναντούσα τον Νίκο Ψιλάκη, που ήταν διευθυντής στην εφημερίδα της Ανθούσας Παπαγεωργίου, καθώς ο γιατρός είχε ήδη μισέψει…

Η φωνή του Νίκου μού ήταν ήδη οικεία από τα ερτζιανά, καθώς το αστέρι του είχε αρχίσει να λάμπει, όντας ο «βασιλιάς της πρωινής ζώνης» του Ράδιο Κρήτη, αν και ο όρος θα τον ενοχλούσε. Δεν ξέρω γιατί, αλλά δέος δεν αισθάνθηκα.

Δεν μου το επέτρεψε (!), καθώς με υποδέχτηκε με απλότητα. Και παρά το αυστηρό ενίοτε ύφος του διευθυντή και τη σοβαρότητα που δεν χωρούσε στο δικό μου μετεφηβικό κόσμο, μού έδωσε το ελεύθερο.

Και κάπως έτσι η ξεκίνησε η μαθητεία μου στην ενεργό δημοσιογραφία.

Το πρώτο της στάδιο ήταν τέσσερις μήνες, μέχρι τις δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου, όπου έμεινα για να βοηθήσω την εφημερίδα, πριν ανέβω στην Αθήνα για το δεύτερο έτος της σχολής. «Μείνε εδώ. Εδώ είναι η καλύτερη σχολή και η πρόσβαση στο πεζοδρόμιο άμεση…» μού έλεγε χαρακτηριστικά.

«Ευχαριστώ, αλλά δεν θέλω να απογοητεύσω τον πατέρα μου και να του πω ότι παρατάω τη σχολή».
«Εντάξει, μου λέει, φύγε και θα σε περιμένουμε».

Λίγους μήνες μετά και συγκεκριμένα τον Μάρτιο του 1991 ο «Δημοκράτης» θα έκλεινε για πάντα… Είχα προλάβει όμως να πάρω το βάπτισμα του πυρός δίπλα στον Νίκο. Ένα ακούραστο εργάτη της δημοσιογραφίας και υπηρέτη της σοβαρότητας.

Α και ένα μανιώδη φωτογράφο, που γυρνούσε τα βουνά και τα όρη κάθε Σαββατοκύριακο και τραβούσε πορτρέτα ανθρώπων με σκαμμένα πρόσωπα, μοναδικά τοπία της άγριας φύσης, τη χλωρίδα και την πανίδα του νησιού. Όμως τα μοναστήρια και τα ερημητήρια ήταν το μεγάλο του πάθος. Φαντάζομαι τα είχε φωτογραφήσει όλα.

Και δεν είναι τυχαίο ότι συγγραφικά στο ευρύτερο κοινό συστήθηκε με το μοναδικό έργο «Μοναστήρια και ερημητήρια της Κρήτης», που είχε ένα απίστευτο φωτογραφικό υλικό.

Την εποχή εκείνη δεν θυμάμαι πόσα φιλμ με έστελνε να του αγοράζω και μετά να τα πηγαίνω για εμφάνιση και πάντα σκεφτόμουν τι χιλιόμετρα έκανε στα βουνά, μαζί με τη Μαρία, τη σύζυγό του, που τον ακολουθούσε παντού, για να συγκεντρώσει αυτό το υλικό. Ένα υλικό που πάντα εμπλούτιζε ακόμα και στα στερνά του χρόνια.

Επόμενη συνάντησή μας ήταν τον Ιούνιο του 1991 πια, όταν πήγα να ζητήσω δουλειά στο «Ράδιο Κρήτη». Στεκόταν στη γραμματεία στο διάλειμμα της εκπομπής του και κανόνιζε τον επόμενο συνεντευξιαζόμενο που θα φιλοξενούσε στον «αέρα».

Στα δύο χρόνια που λειτουργούσε το ραδιόφωνο ο Νίκος ήταν ήδη ένας μύθος και αυτό το γνώριζαν όλοι όσοι πέρασαν από δίπλα του. Είχα κι εγώ την τύχη, ως νεαρός ρεπόρτερ, που με έβγαζε για ρεπορτάζ ή ανταπόκριση στην εκπομπή.

Και όταν ξέφευγα πάνω στο νεανικό ενθουσιασμό μου, ο Νίκος ήξερε πώς θα με φέρει στα νερά του. Δεν ήθελε να βγαίνει στον «αέρα» από τους ρεπόρτερ, κάτι που θα προσέβαλε ή θα υποβάθμιζε τη συχνότητα. Και σ’ αυτό ήταν δάσκαλος.

Με τα χρόνια και αφού οι δρόμοι μας είχαν χωρίσει, προβληματιζόμουν συχνά αν ο Νίκος ήταν δημοσιογράφος ή συγγραφέας. Τα τελευταία χρόνια, ήμουν κι πεπεισμένος. Ο Νίκος ξεκίνησε δημοσιογράφος και κατέληξε συγγραφέας, μα και ποιητής.

Μια διαδρομή με πολλή συμβατότητα. Ήταν όμως και κάτι άλλο: λόγιος με όλη τη σημασία της λέξης. Ο Νίκος ταυτίστηκε τόσο πολύ με το συγγραφικό έργο του, που τα τελευταία χρόνια, όποτε τον έβλεπα πίστευα ότι είχε πάρει τη μορφή των αγίων και των μοναχών που «αιχμαλώτιζε» στο φακό του! Βοηθούσε και η γενειάδα του, που παρέμπεσε σε μια εκκλησιαστική μορφή με ροπή στην ασκητική ζωή.

Για τον Νίκο η δουλειά δεν τελείωνε ποτέ. Πάντα κάτι έκανε, πάντα κάτι έγραφε. Ούτε τώρα τελειώνει.

Εκεί ψηλά που θα είναι, σε οικείο περιβάλλον, έχει να κάνει διαλέξεις, να προβάλλει τις φωτογραφίες του και να αναλύει το μυστήριο της αιωνιότητας, στην οποία κι αυτός πέρασε.