Με την εισαγγελική πρόταση συνεχίζεται σήμερα στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Ηρακλείου η δίκη της 39χρονης Κρητικιάς, μητέρας δύο παιδιών, για τη δολοφονική απόπειρα με βιτριόλι στον 37χρονο εν διαστάσει σύζυγο της. Τον περιέλουσε με βιτριόλι στο δωμάτιο κεντρικού ξενοδοχείου όπου συνευρίσκονταν ερωτικά στα…κρυφά αφού, όπως ισχυρίστηκε, ο άνδρας της φοβόταν τις αντιδράσεις της οικογένειας του και κυρίως του μεγάλου αδερφού του, τον οποίο είχε ως πρότυπο, καθώς δεν την ενέκριναν επειδή είχε προηγούμενους γάμους και παιδιά.
Στο εδώλιο εκτός από τη βασική κατηγορούμενη, η οποία ήταν «τυφώνας» στην απολογία της, κάθονται δύο ακόμα πρόσωπα με την κατηγορία της συνέργειας στην απόπειρα ανθρωποκτονίας. Μία 20χρονη σπουδάστρια και ένας 46χρονος ταξιτζής, οι οποίοι υποστήριξαν ότι ουδεμία σχέση έχουν με το περιστατικό της επίθεσης, ούτε καν γνώριζαν το παραμικρό. Τους αποδίδεται ότι έπαιξαν τον δικό τους ρόλο στην όλη υπόθεση, η μεν 20χρονη πριν την επίθεση, ο δε ταξιτζής αμέσως μετά.
Η 39χρονη, η οποία εμφανίστηκε με αλεξίσφαιρο γιλέκο, εξέθεσε διεξοδικά και με μεγάλη ψυχραιμία τους ισχυρισμούς της για τις συνθήκες υπό τις οποίες πέταξε το βιτριόλι στον εν διαστάσει σύζυγο της, με τον οποίο ακόμα και σήμερα παραμένουν παντρεμένοι στα χαρτιά, αφού το διαζύγιο δεν έχει υπογραφεί.
Ο 37χρονος, όπως είχε προαναγγελθεί, ούτε παραστάθηκε κατά της 39χρονης με δήλωση προς υποστήριξη της κατηγορίας, ούτε όμως και εμφανίστηκε να καταθέσει ως μάρτυρας. Το ίδιο και στενά συγγενικά του πρόσωπα που ήταν μάρτυρες κατηγορίας.
Η κατηγορούμενη είπε στο δικαστήριο ότι γνωρίζει το λόγο που δεν στράφηκε εναντίον της ο 37χρονος, ενώ αποκάλυψε ότι έχει μιλήσει απευθείας μαζί του αλλά και με μέλη της οικογένειας του. «Ο Γιώργος με αγαπάει ακόμα. Και εγώ τον αγαπάω. Αναγνωρίζει το καλό που του έκανα. Τρία χρόνια στη φυλακή εγώ ήμουν το στήριγμα του, το αποκούμπι του. Έχει αντιληφθεί τι μου έχει κάνει. Μου είπε: «σε αφήνω να γυρίσεις στα παιδιά σου, δεν θα σε πειράξω», υποστήριξε.
Η 39χρονη ισχυρίστηκε ότι τη μοιραία νύχτα και αφού συνευρέθηκαν ερωτικά, του διαμήνυσε ότι δεν μπορούν να συνεχίσουν άλλο να βρίσκονται στα κλεφτά και ότι ή θα ξεκαθάριζε με την οικογένεια του ή θα έβαζαν τέλος στις συναντήσεις τους. Αυτός έφυγε για ένα δίωρο και όταν επέστρεψε στο δωμάτιο, υπό την επήρεια κόκας, την κακοποίησε. «Δεν ήθελε να με βιάσει αλλά να με απαξιώσει, να με εξευτελίσει. Με γύρισε μπρούμυτα και έπεσε πάνω μου 100 κιλά γομάρι. Πονούσα φρικτά, καμία γυναίκα να μην το ζήσει. Μου είπε «ντύσου μ@ρη πουτ@ν@ να φύγεις». Τότε έκανα το λάθος να του πω ότι θα πάω στην Αστυνομία. Άστραψε το βλέμμα του. Πήγε να με αρπάξει. Και τότε του πέταξα το υγρό. Για να μην με σκοτώσει. Για να γλιτώσω από τα χέρια του. Θα ήμουν τώρα μια νέα Καρολάϊν».
Ανέφερε ακόμα ότι συγκρατούμενες της την συμβούλευσαν να εμφανιστεί κλαίουσα στο δικαστήριο. «Είμαι αυτή που είμαι. Δεν ήρθα να παίξω θέατρο. Δεν μπορώ άλλωστε να σας ξεγελάσω. Είμαι μία μύγα μπροστά σας. Θέλω να με τιμωρήσετε δίκαια. Ξέρω ότι χτύπησα έναν άνθρωπο. Του πέταξα το υγρό για να μη με σκοτώσει. Εγώ είμαι το θύμα. Ένα έγκαυμα έπαθε. Θέλω να μου δώσετε την ευκαιρία να γυρίσω στα παιδιά μου. Βλέπετε και τις διαθέσεις του ίδιου. Αν ήθελε την τιμωρία μου, θα ήταν εδώ σήμερα…».