Ενώπιον τους κρατούμενοι των φυλακών Αλικαρνασσού «ξεγυμνώνουν» την ψυχή τους. Νιώθουν την ανάγκη να εξωτερικεύσουν σκέψεις, μέχρι πρότινος ανείπωτες, να λυτρωθούν και να σπάσουν τα «δεσμά» που τους βαρύνουν, επιδιώκοντας τη δική τους ανάσταση. Ο πατήρ Ευστάθιος Μαθιουδάκης (εφημέριος στην Κάτω Βάθεια) και ο πατήρ Νικόλαος Κριτσωτάκης (εφημέριος στον Άγιο Μύρωνα) είναι οι πνευματικοί και εξομολόγοι των κρατουμένων.
Άγιες μέρες συνομιλήσαμε μαζί τους γι’ αυτήν τη δύσκολη αποστολή που τους ανατέθηκε τα τελευταία χρόνια από την Αρχιεπισκοπή Κρήτης. Μία εμπειρία πρωτόγνωρη, όπως εκμυστηρεύονται, σε έναν άλλον… κόσμο. Είναι στιγμές που η φωνή τους κομπιάζει από συγκίνηση και προσδοκούν με τη χάρη του Θεού να καταφέρουν να σώσουν έστω και μία ψυχή.
Μνημονεύει τον άνθρωπο που σκότωσε
Ο πατέρας Ευστάθιος δακρύζει σαν φέρνει στην κουβέντα μας την ιστορία ενός κρατούμενου, ο οποίος συχνά του δίνει χαρτάκια με ονόματα δικών του ανθρώπων για να τα μνημονεύσει. «Μέσα σε αυτά αναφέρεται πάντα και το όνομα “Ιωάννης” και μέσα σε παρένθεση “αυτός που εγώ φόνευσα”.
Με ιδιαίτερη συγκίνηση αναφέρεται στην περίπτωση άλλου κρατουμένου και ο πατήρ Νικόλαος. Ο άνθρωπος αυτός, με γυναίκα και παιδιά, μπήκε στην φυλακή για εμπορία ναρκωτικών. Επέμενε με σθένος στην αθωότητά του. Στις εξομολογήσεις του έβγαζε πόνο και θυμό. Είχε μπει άδικα στη φυλακή, όπως έλεγε, και ένιωθε στιγματισμένος. Τελικά αθωώθηκε και αποφυλακίστηκε. Τον πατέρα Νικόλαο δεν τον ξέχασε. Πήγε και τον βρήκε στην ενορία του και εξακολουθεί να τον συναντά. Στην πιο δύσκολη φάση της ζωής του τον στήριξε, του έδωσε κουράγιο, ελπίδα να μην απελπίζεται αλλά κυρίως τον πίστεψε. Πίστεψε στην αθωότητά του όταν ενδεχομένως κάποιοι άλλοι του έστρεψαν την πλάτη.
Και οι δύο ιερείς περιγράφουν ότι με τη χάρη του Θεού μπορούν να διακρίνουν στα μάτια του κάθε κρατουμένου αν πράγματι έχει μετανοήσει και αυτό το βλέμμα της ειλικρινούς μετάνοιας και μεταμέλειας το έχουν δει κατάματα σε κρατουμένους που προσφεύγουν σε εκείνους ζητώντας ψυχική γαλήνη. «Μην ξεχνάτε ότι ο πρώτος που μπήκε στον Παράδεισο ήταν ένας ληστής…».
Όπως λένε, η επαφή με τους κρατουμένους είναι μία εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, ένα εξειδικευμένο λειτούργημα αλλά και μεγάλο σχολείο. Ο πατήρ Ευστάθιος περιγράφει ότι την πρώτη Πέμπτη που πήγε στη φυλακή για εξομολόγηση, δεν πάτησε άνθρωπος από τους ορθόδοξους κρατουμένους. Περίμενε δύο ώρες, όσες δηλαδή προβλέπονται από τον κανονισμό της φυλακής, μάταια όμως. Στη δίωρη παραμονή του τον πλησίασε κρατούμενος που έκανε μεροκάματα στο κυλικείο της φυλακής. «Μήπως θέλετε καφέ;» τον ρώτησε. Ο ιερέας τον ευχαρίστησε αλλά δεν θέλησε να πάρει κάτι. Λίγο αργότερα, ο ίδιος κρατούμενος τον πλησίασε ξανά. Ένιωσε την ανάγκη να συζητήσει μαζί του. Του διευκρίνισε ότι είναι μουσουλμάνος και του άνοιξε την καρδιά του.
Σε άλλη πάλι περίπτωση ενώ καθόταν σε μία καρέκλα στο θυρωρείο της φυλακής, κρατούμενος έσπευσε να του φιλήσει το χέρι και να ζητήσει την ευχή του. Οι σωφρονιστικοί χαμογέλασαν και εξήγησαν στον ιερέα ότι ο κρατούμενος ήταν μουσουλμάνος.
«Για μας δεν υπάρχουν χριστιανοί και μουσουλμάνοι. Είμαστε εδώ για όλους, για όποιον χρειαστεί τη βοήθειά μας» μας είπαν και οι δύο ιερείς. «Μακάρι να είχα περισσότερο χρόνο μαζί τους, όμως δεν επιτρέπεται» μας λέει ο πατήρ Νικόλαος. «Το κάθε πρόσωπο είναι ξεχωριστό. Η ιστορία του, ο πόνος του, η εμπιστοσύνη που σου δείχνει, είναι ξεχωριστή».
Δεν είναι όλοι οι κρατούμενοι έτοιμοι να εξομολογηθούν και δεν νιώθουν όλοι μετανοημένοι. Όταν όμως το αισθανθούν, τότε ανοίγουν την καρδιά τους σαν μικρά παιδιά που ζητούν να κρυφτούν σε μία πατρική αγκαλιά. Η εξομολόγηση τούς ανακουφίζει, τους αναπαύει…
Εκτός από την πνευματική και ψυχική στήριξη, οι δύο ιερείς προσπαθούν να βοηθήσουν τους κρατουμένους και με την παροχή υλικών αγαθών, κυρίως με τρόφιμα, είδη ένδυσης και υπόδησης… Όπως λένε, υπάρχει πολλή φτώχεια εκεί μέσα. Έτσι, ό,τι μπορούν να προσφέρουν οι συμπολίτες μας είναι καλοδεχούμενο.