ΦΩΤΧΕΙΑ ΑΚΡΙΒΕΙΑ

Αύξηση της ακραίας φτώχειας στην Κρήτη (26%)  και αύξηση του πληθυσμού που αδυνατεί να καλύψει βασικές ανάγκες του (32,7%), καταγράφει το Παρατηρητήριο Κοινωνικής Ένταξης της Περιφέρειας Κρήτης, από όπου προκύπτει ότι το μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας στο νησί, αντιμετωπίζουν τα μονομελή νοικοκυριά (23,39%) τα μονογονεϊκά (29,03%) και τα νοικοκυριά με τρία ή περισσότερα παιδιά (26,1%), τα άτομα ηλικίας 74+ (16,97%) και τα παιδιά και οι νέοι ηλικίας 0-24 (32,13%). Αυτή είναι η νέα εικόνα της αδιάκοπης χαρτογράφησης της φτώχειας και της υλικής αποστέρησης στην Κρήτη, που προσβλέπει στην πραγματική αποτύπωση των κοινωνικών αναγκών και των προβλημάτων που εντοπίζονται καταγράφονται και επεξεργάζονται μέσα από μια πολυεπίπεδη ερευνητική προσέγγιση.

Η προϊσταμένη του παρατηρητηρίου, Κατερίνα Βλασάκη εξηγεί ότι  σύμφωνα με τα πρόσφατα διαθέσιμα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ και της Eurostat (1ος ερευνητικός άξονας του Παρατηρητηρίου), το 32,7% του πληθυσμού στην Κρήτη αδυνατεί να καλύψει τουλάχιστον 5 από τις 13 βασικές ανάγκες που θεωρούνται κρίσιμες για την ευημερία (υλική και κοινωνική αποστέρηση) και το 15,3% αδυνατεί να καλύψει τουλάχιστον 7 από αυτές (έντονη υλική και κοινωνική αποστέρηση).

Στις ανάγκες που θεωρούνται κρίσιμες για την ευημερία περιλαμβάνονται: έκτακτες αλλά απαραίτητες δαπάνες, διακοπές διάρκειας μιας εβδομάδας τον χρόνο, δάνεια, λογαριασμοί κοινής ωφέλειας, ενοίκιο, κλπ., γεύμα με κρέας ή ψάρι (ή χορτοφαγικό ισοδύναμο) κάθε δεύτερη μέρα, επαρκής θέρμανση στο σπίτι, αυτοκίνητο, αντικατάσταση φθαρμένων επίπλων, πρόσβαση στο διαδίκτυο, αντικατάσταση φθαρμένων ρούχων και αγορά νέων, κατοχή δυο ζευγαριών παπουτσιών, διάθεση εισοδήματος για προσωπική χρήση κάθε εβδομάδα, υπαίθριες δραστηριότητες, συχνές συναντήσεις με συγγενείς και φίλου.

Η προϊσταμένη του Παρατηρητηρίου Κοινωνικής Ενταξης της Περιφέρειας Κρήτης Κατερίνα Βλασάκη
Η προϊσταμένη του Παρατηρητηρίου Κοινωνικής Ενταξης της Περιφέρειας Κρήτης Κατερίνα Βλασάκη

Στην Ελλάδα, τα αντίστοιχα ποσοστά βρίσκονται στο 29,2% (υλική και κοινωνική αποστέρηση) και 14,9% (έντονη υλική και κοινωνική αποστέρηση) ενώ στην ΕΕ-27 στο 11,9% και στο 6,3% αντίστοιχα. Η υλική και κοινωνική αποστέρηση στην Ελλάδα και την Κρήτη είναι συνεπώς σχεδόν τριπλάσια από εκείνη της ΕΕ-27.

Η σταδιακή και περαιτέρω υποβάθμιση του επιπέδου διαβίωσης των πολιτών διακρίνεται και στα επίπεδα και την κατανομή της κατανάλωσης στην Κρήτη μεταξύ των ετών 2014 – 2020 καθώς όλο και περισσότερα νοικοκυριά περιορίζονται στην κάλυψη βασικών αναγκών. Δηλαδή σε βασικά είδη διατροφής έναντι αναγκών για την υγεία και την ενέργεια κατοικίας, αδυνατώντας να καλύψουν επαρκώς το σύνολο των αναγκών τους. Η κατανάλωση πιο συγκεκριμένα στα είδη διατροφής παρουσιάζει άνοδο 7% έναντι της μείωσης που παρατηρείται στην ελληνική επικράτεια η οποία ανέρχεται στο 9,6%. Η κατανάλωση για φωτισμό και στα καύσιμα κατοικίας παρουσιάζει μείωση στην Κρήτη κατά 20,9% και η αντίστοιχη στην ελληνική επικράτεια κατά 15,9%.

Μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας στην Κρήτη αντιμετωπίζουν τα μονομελή νοικοκυριά (23,39%) τα μονογονεϊκά (29,03%) και τα νοικοκυριά με τρία ή περισσότερα παιδιά (26,1%), τα άτομα ηλικίας 74+ (16,97%) και τα παιδιά και οι νέοι ηλικίας 0-24 (32,13%). Τα επιδόματα παρουσιάζουν επίσης πολύ χαμηλή επίδραση στη μείωση των ανισοτήτων και της φτώχειας στην Κρήτη και την Ελλάδα. Στην Κρήτη, η επίδραση αυτή είναι ακόμη πιο μικρή έναντι του συνόλου της χώρας. Τα επιδόματα («λοιπές κοινωνικές μεταβιβάσεις») (πχ. επίδομα ανεργίας, επιδόματα παιδιών, ΑμΕΑ, κλπ) μειώνουν τη φτώχεια λιγότερο από 6 ποσοστιαίες μονάδες ενώ στο σύνολο της Ελλάδας, περίπου 10,5 ποσοστιαίες μονάδες .

Στοιχεία από τους θύλακες αποστέρησης και τη χαρτογράφηση, έδειξαν ότι διακρίνεται διεύρυνση του πληθυσμού που βρίσκεται σε συνθήκες «ακραίας φτώχειας» λόγω αύξησης του πληθυσμού που λαμβάνει το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα (ΕΕΕ). Ο πληθυσμός αυτός διαθέτει πολύ μικρά εισοδήματα, καθώς το ετήσιο ατομικό εγγυημένο εισόδημα ανέρχεται στο ποσό των 2.400 ευρώ. Το συγκεκριμένο εισοδηματικό όριο είναι πολύ πιο χαμηλό ακόμη και από το κατώφλι φτώχειας που υπολογίζει η ΕΛΣΤΑΤ σε ετήσια βάση, το οποίο για το 2021 έχει υπολογιστεί στα 5.251 ευρώ (ετήσιο ατομικό εισόδημα).

Η αύξηση του πληθυσμού που ζει σε συνθήκες «ακραίας φτώχειας» στην Κρήτη αγγίζει το 26% για τη διετία 2020-2021, επηρεαζόμενο από τις συνέπειες της πανδημίας (covid-19) και την ευρύτερη οικονομική και κοινωνική δυσμένεια της χώρας. Η Π.Ε. Ρεθύμνου στην οποία δόθηκε έμφαση στη παρούσα φάση της μελέτης του Παρατηρητηρίου, παρουσιάζει αντίστοιχα στοιχεία επιδείνωσης («ακραία φτώχεια») σε όλους τους Δήμους, με ποσοστό αύξησης της «ακραίας φτώχειας» στο 27% για την περίοδο 2020-2021. Ωστόσο, συγκριτικά με άλλες Π.Ε. στην Κρήτη, έχει λιγότερους θύλακες αποστέρησης, αποκλειστικά αγροτικούς, σε περιοχές νότια της γεωγραφικής της επικράτειας.

Οι αγροτικοί θύλακες στην Π.Ε. Ρεθύμνου συνδέονται με χαμηλά εισοδήματα, αλλά κυρίως με αυξημένα ποσοστά γήρανσης, έλλειψης προσβασιμότητας σε υπηρεσίες, ανειδίκευτης εργασίας και χαμηλής εκπαίδευσης (3ος Ερευνητικός Άξονας Παρατηρητηρίου). Επίσης επηρεάζονται περισσότερο αρνητικά από την απουσία κοινωνικών υπηρεσιών και δομών στήριξης του πληθυσμού, η οποία καταγράφεται στους αντίστοιχους Δήμους. Σε αυτούς δεν υπάρχουν δομές όπως ΚΑΠΗ, Κέντρα Δημιουργικής Απασχόλησης Παιδιών, Κέντρα Ημερήσιας Φροντίδας Ηλικιωμένων (ΚΗΦΗ), Κέντρα Κοινότητας, Κοινωνικά Παντοπωλεία κ.α, και δομές κοινωνικής προστασίας.

Σε επίπεδο Κρήτης, ο πληθυσμός με μεγαλύτερη ανάγκη περιλαμβάνει κυρίως άνδρες ηλικίας 22-55 ετών, με σημαντικά ποσοστά μεταναστών μεταξύ αυτών, με υποχρεωτική εκπαίδευση ή Λύκειο ενώ το 14% αφορά σε άτομα ΑΜΕΑ και ΡΟΜΑ. Η συνολική εικόνα για την ΠΕ Ρεθύμνου είναι σχεδόν παρόμοια με το σύνολο της Κρήτης, ωστόσο οι γυναίκες είναι περισσότερες από τους άνδρες & στο Δήμο Μυλοποτάμου σημαντικός πληθυσμός, περίπου το 1/3, είναι ηλικιωμένοι. Πρόκειται επίσης για φτωχούς εργαζόμενους και άνεργους ενώ το 20% (μεγαλύτερη μεταξύ των Π.Ε. στην Κρήτη) αφορά ΑμΕΑ & Μονογονεϊκές οικογένειες.

Τα άτομα και τα νοικοκυριά που βιώνουν ακραίες συνθήκες αποστέρησης και φτώχειας («ακραία φτώχεια»), συνολικά για την Κρήτη, δεν φαίνεται να καλύπτουν επαρκώς τις ανάγκες τους μέσα από το πρόγραμμα του Ελαχίστου Εγγυημένου Εισοδήματος (ΕΕΕ) (2ος ερευνητικός άξονας Παρατηρητηρίου με βάση την εμπειρία των επαγγελματιών και των δικαιούχων του ΕΕΕ στην Κρήτη).

Η ελλιπής κάλυψη αφορά τόσο το εισόδημά τους καθώς το εισοδηματικό όριο που θέτει το πρόγραμμα του ΕΕΕ είναι πολύ χαμηλό, όσο και άλλες ανάγκες τους, οι οποίες αφορούν στην ένταξή τους στην αγορά εργασίας, στην προσβασιμότητά τους σε δωρεάν παροχή υπηρεσιών υγείας και δημιουργικής απασχόλησης παιδιών (πχ δωρεάν ή με έκπτωση παιδότοποι). Επίσης αποκλείονται περιπτώσεις πληθυσμιακών ομάδων όπως οι πολύτεκνες οικογένειες καθώς το επίδομα τέκνων δεν αφαιρείται από το εισόδημά τους υπερβαίνοντας τα εισοδηματικά όρια επιλεξιμότητας που θέτει το ΕΕΕ.