Υπόθεση εμπορίας όπλων

Μπορεί ο 48χρονος ιερέας από χωριό του Ηρακλείου και οι δύο συγκατηγορούμενοί του να απαλλάχτηκαν χθες από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο για την κατηγορία της εμπορίας όπλων καθώς έγινε δεκτή η ένσταση της υπεράσπισης περί απολύτου ακυρότητας των καταγεγραμμένων συνομιλιών ως παράνομο αποδεικτικό μέσο, όμως μέσα από τα «ακούσματα»  η όλη υπόθεση φέρεται να έχει πολύ σασπένς.

Όλα ξεκίνησαν το 2013 όταν στο κάδρο της έρευνας της Ασφάλειας Ηρακλείου τέθηκε ο συγκεκριμένος ιερέας από χωριό της Μεσσαράς μετά από ανώνυμη καταγγελία που τον ήθελε να δραστηριοποιείται συστηματικά στην εμπορία όπλων αλλά και αρχαίων αντικειμένων.

Στελέχη της υπηρεσίας θεώρησαν, όπως αναφέρεται στη δικογραφία,  ότι η πληροφορία ήταν αξιόπιστη καθώς η μέχρι τότε πορεία του καταγγελλόμενου προσώπου δεν ταίριαζε με το προφίλ ενός κληρικού.

Έτσι κινήθηκε η διαδικασία της άρσης τηλεφωνικού απορρήτου με αποτέλεσμα να καταγράφονται οι συνομιλίες του ρασοφόρου με τρίτα πρόσωπα, κάποια από τα οποία τέθηκαν επίσης υπό τηλεφωνική παρακολούθηση. Ένα από τα πρόσωπα αυτά ερευνήθηκε εκ νέου προ μηνών  από τις Αρχές μετά από πληροφορίες για την ύπαρξη βαρύ οπλισμού, χωρίς όμως θετικό αποτέλεσμα.

Με βάση το υλικό από την απομαγνητοφώνηση των καταγεγραμμένων τηλεφωνικών συνομιλιών διαβιβάστηκε στη Δικαιοσύνη  δικογραφία με κατηγορούμενους τον ιερέα και δέκα ακόμα πρόσωπα, τα τρία μη ταυτοποιημένα.

Μεταξύ των κατηγορουμένων και ένας που την περίοδο εκείνη ήταν έγκλειστος στη φυλακή, καθώς είχε καταδικαστεί για την κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης με αφορμή την εμπλοκή του σε πολύκροτη υπόθεση. Τα τελευταία χρόνια το όνομά του τέθηκε και πάλι υπό έρευνα σε τρανταχτή υπόθεση της Κρήτης με διεθνή αντίκτυπο, ωστόσο δεν προέκυψαν στοιχεία, ικανά να τον στείλουν ενώπιον της δικαιοσύνης.

Στην περίπτωση του δεν υπάρχει στη δικογραφία δική του καταγεγραμμένη συνομιλία με τρίτο πρόσωπο σε όλη τη διάρκεια των επισυνδέσεων.  Υπάρχουν αναφορές σε εκείνον μέσα από τις συνομιλίες άλλων κατηγορουμένων.  Πιο συγκεκριμένα, τον Ιούλιο του 2013 ο ιερέας φέρεται να συνομιλεί με συγκατηγορούμενό του, μη ταυτοποιημένο πρόσωπο.

Ο τελευταίος αποκαλύπτει ότι συμμετέχει στις έρευνες για τον εντοπισμό φορτίου με βαρύ οπλισμό, το οποίο ήταν κρυμμένο σε αυτοκίνητο που διέρρηξαν δράστες. Το αυτοκίνητο ήταν σταθμευμένο  σε αλάνα σε περιοχή της νότιας Κρήτης. Στη συνομιλία υποστηρίζεται ότι τον οπλισμό είχε αποκρύψει στο αυτοκίνητο ο έγκλειστος μαζί με άλλο κατηγορούμενο,  ο οποίος συμπεριλαμβάνεται στη δικογραφία  με το παρατσούκλι του.

Με  βάση τις απομαγνητοφωνήσεις,  ο οπλισμός που φέρεται να κλάπηκε περιλάμβανε μεταξύ άλλων καλάσνικοφ, 45άρια πιστόλια, υποπολυβόλα OUZI, χιλιάδες σφαίρες, χειροβομβίδες και μασούρια με δυναμίτη.  Η δικογραφία που διαβιβάστηκε στη Δικαιοσύνη τον Ιανουάριο του 2014 διαχωρίστηκε ως προς τα πλημμελήματα και τα κακουργήματα.

Σε ό,τι αφορά τις κακουργηματικές πράξεις, η εκδίκαση της υπόθεσης εκκρεμεί ακόμα ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ανατολικής Κρήτης μετά από αναβολές. Ως προς τα πλημμελήματα, χθες οι τρεις  που είχαν καταδικαστεί πρωτόδικα για την κατηγορία της εμπορίας όπλων, απαλλάχτηκαν από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου. Πρόκειται για τον 48χρονο ιερέα, έναν 48χρονο κτηνοτρόφο-ελεύθερο επαγγελματία και έναν 78χρονο, όλοι από χωριά της Μεσσαράς.

Με το καλημέρα, οι συνήγοροι υπεράσπισης, Λευτέρης Κάρτσωνας, Κώστας Πατρικαλάκης και Μαρία Κοκοτσάκη, υπέβαλαν ένσταση απολύτου ακυρότητας ως προς τις απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες για χρήση παράνομου αποδεικτικού υλικού και ως εκ τούτου δεν θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη και να αξιολογηθούν.

Το δικαστήριο, και σε συνδιασμό ότι δεν υπήρξαν αντικειμενικά ευρήματα, έκανε δεκτή κατά πλειοψηφία την ένσταση και οι κατηγορούμενοι απαλλάχθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες.