Μικρός έπαιζε σε αλάνες του Ηρακλείου, είχε δίπλα του τον μονάκριβο αδελφό και τους φίλους του. Μεγάλωσε με έναν επιφανειακά αυστηρό πατέρα και μία γλυκιά μητέρα. Οι τιμές και οι διακρίσεις δεν έχουν τέλος στο βιογραφικό του ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης Γιώργου Γραμματικάκη, ο οποίος τιμάται με το Βραβείο Ηθικής Τάξης του Δήμου Ηρακλείου.
Σε συνέντευξή του στην «Π» μιλάει για το τηλεσκόπιο James Webb και τονίζει πως «ακόμα και με την πιο αδιανόητη πρόοδο της τεχνολογίας, απαιτούνται πολλές ανθρώπινες ζωές και μεγάλη τύχη, για να δώσομε την πρώτη χειραψία με έναν εξωγήινο».
Το κείμενο της συνέντευξης έχει ως εξής:
Ας ξεκινήσουμε από την αφορμή για αυτή τη συζήτηση, το Βραβείο Ηθικής Τάξης. Τι σημαίνει για εσάς αυτή η διάκριση;
«Σημαίνει πολλά. Να τονίσω όμως ότι λίγο με συγκινούσαν παλαιότερα τα βραβεία και οι τιμητικές εκδηλώσεις και ποτέ δεν τις επιδίωξα. Μου αρκούσε η εκτίμηση του κόσμου και των φοιτητών, που με συνόδευε πάντα, και είχε ως γνώρισμά της έναν ιδιότυπο αυθορμητισμό.
Άλλα όμως νόμιζα εγώ, και άλλα πρέσβευε η ζωή, που καταργεί συνήθως με την πράξη τις θεωρίες μας. Κάποια στιγμή λοιπόν η αγαπημένη μου Σητεία με ανακήρυξε επίτιμο δημότη της πόλεως και ένιωσα μεγάλη χαρά. Ακολούθησαν και άλλοι, πόλεις, ιδρύματα και σύλλογοι. Έτσι δεν ήσαν λίγες οι φορές που κάποιο βραβείο ή μια δημόσια εκδήλωση τιμής είχε εμένα ως αποδέκτη. Με τον καιρό κατάλαβα ότι όλα είχαν την αξία και το βαθύτερο τους νόημα και οφείλω χάρη σε όσους είχαν τη σχετική πρωτοβουλία.
Ένα βραβείο όμως, που προέρχεται από την πόλη που γεννήθηκα έχει από μόνο του μια λαμπερή ιδιαιτερότητα. Όταν μου ανακοίνωσε τη βράβευση ο ίδιος ο δήμαρχος, σαν αστραπή πέρασαν από το μυαλό μου οι αλάνες που παίζαμε μικροί, τα σχολεία που με δίδαξαν, η μαγεία και τα βάσανα του πρώτου έρωτα, ο επιφανειακά αυστηρός πατέρας μου, η γλύκα της μητέρας μου, ο μονάκριβος αδελφός μου, οι φίλοι.
Κάποια στιγμή μάλιστα νόμισα -σίγουρα ήταν μια ψευδαίσθηση!- ότι ηχούν χαρμόσυνα οι καμπάνες του Αγίου Τίτου, που λάτρευα ως παιδί. Η ασταμάτητη βουή της πόλεως τρυπούσε πάντα τους τοίχους και τα παράθυρα».
κ. Γραμματικάκη, παρόλο που έχουν περάσει δεκαετίες από τότε που είχατε στα χέρια σας τα ηνία του Πανεπιστημίου Κρήτης, πολύς κόσμος ακόμα όταν ακούει τη λέξη «πρύτανης» σκέφτεται εσάς. Πώς το εξηγείτε;
«Δεν έχω κάποια πειστική απάντηση. Θεωρώ ότι όλοι οι συνάδελφοι που τιμήθηκαν κατά καιρούς με το αξίωμα του πρύτανη συνέβαλαν, άλλος λίγο και άλλος περισσότερο, στην πρόοδο και την καταξίωση του Πανεπιστημίου μας. Στη δική μου περίπτωση, νομίζω ότι μεγάλο ρόλο στην αγάπη του κόσμου έπαιξε η προσπάθειά μου να εκφράσω, με επιμονή και καθαρότητα, τις αξίες και τις αρετές που πρέπει να χαρακτηρίζουν ένα ανώτατο Ίδρυμα:
Τους δεσμούς του με την κοινωνία και τον τόπο, την ανεξαρτησία του απέναντι στην πολιτική εξουσία, την αντίληψη ότι η Παιδεία είναι κάτι ευρύτερο και ευγενέστερο από την απλή παροχή γνώσεων. Χωρίς ίσως να το συνειδητοποιώ, εξέφρασα τη βαθύτερη λαχτάρα των πολιτών για μια άλλη Ελλάδα, που θα ανταποκρίνεται στους κόπους και τα όνειρα τους».
Σήμερα οι εξελίξεις στην Αστροφυσική είναι ραγδαίες. Πώς βλέπετε εσείς τα δεδομένα από το James Webb;
«Το διαστημικό τηλεσκόπιο James Webb ανοίγει πράγματι ένα καινούργιο, ολοφώτεινο παράθυρο στο Σύμπαν. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό του είναι ότι μπορεί να ανιχνεύει ακτινοβολίες που ξεκινούν από το οπτικό φάσμα, εκτείνονται όμως μέχρι το υπέρυθρο. Έχει λοιπόν τη δυνατότητα να απεικονίσει γεγονότα και γαλαξίες πολύ βαθειά στο Σύμπαν, λίγες μόνον δεκαετίες μετά την εκρηκτική του Γένεση.
Είναι πάντως γεγονός ότι το ανθρώπινο μυαλό αδυνατεί να συλλάβει την εικόνα του Σύμπαντος, που μας αποκάλυψε τις τελευταίες δεκαετίες η Αστροφυσική. Η Γένεσή του οφείλεται σε μια αδιανόητη, Μεγάλη Έκρηξη, που έλαβε χώρα πριν από 14 περίπου δισεκατομμύρια χρόνια. Από τότε το Σύμπαν εξακολουθεί να διαστέλλεται και στην απέραντη έκταση του περιλαμβάνεται σήμερα ένας ασύλληπτος αριθμός άστρων και γαλαξιών.
Την παρουσία της στο Σύμπαν δηλώνει επίσης μια μεγάλη ποικιλία αστρικών σωμάτων: κομήτες και αστέρες νετρονίων, πλανήτες και μαύρες οπές, πανέμορφα νεφελώματα. “Για τον αστρονόμο”, παρατήρησε κάποιος στον Αϊνστάιν, “ο άνθρωπος δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μια κουκκίδα χωρίς σημασία σε ένα άπειρο Σύμπαν”. “Συχνά αισθάνομαι το ίδιο”, απάντησε ο Αϊνστάιν. “Συνειδητοποιώ όμως ότι αυτή η ασήμαντη κουκκίδα, που είναι ο άνθρωπος, είναι επίσης ο αστρονόμος”.
Σε αυτά τα πλαίσια οι πρώτες φωτογραφίες που δόθηκαν στην δημοσιότητα από το James Webb δεν αποτελούν απλώς ένα βήμα, αλλά ένα πραγματικό άλμα στη Γνώση του Σύμπαντος.
Απεικονίζουν, ανάμεσα σε άλλα, ένα “αρχαίο” σμήνος γαλαξιών, που υποδηλώνει το απώτατο παρελθόν του Σύμπαντος, αλλά και ένα μακρινό νεφέλωμα, που αποτελεί και «λίκνο» της γενέσεως νέων αστέρων.
Υπάρχουν ακόμα φωτογραφίες από γνωστούς πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος που εντυπωσιάζουν με την ευκρίνεια και την καθαρότητά τους. Ο παγκόσμιος ενθουσιασμός αλλά και το ανάλογο δέος που προκάλεσε η παρουσίαση των φωτογραφιών υπήρξε λοιπόν δικαιολογημένος. Μεγάλες είναι άλλωστε οι προσδοκίες για το μέλλον.
Όπως διδάσκει όμως η ιστορία της επιστήμης, σημασία δεν έχει μόνο μια ανακάλυψη, που είναι ίσως αναμενόμενη. Μεγαλύτερη σημασία έχει το αναπάντεχο και το απρόβλεπτο, που θα θέσει σε δοκιμασία τις θεωρίες και τις πεποιθήσεις μας. Αυτή την ανακάλυψη αναμένει και ο υποφαινόμενος και έχω τη βεβαιότητα ότι δεν θα διαψευστώ».
Όπως μάθαμε, το James Webb θα διερευνήσει επίσης τα χαρακτηριστικά των «εξωπλανητών» και την δυνατότητά τους να φιλοξενούν ζωή. Είμαστε λοιπόν κοντά στην ανακάλυψη εξωγήινης ζωής;
«Είναι παράδοξο, αλλά η ύπαρξη εξωγήινης ζωής σφραγίζει τις προσδοκίες και τα όνειρα του ανθρώπου από πολύ παλιά. Ίσως επειδή η ζωή του στη Γη είναι συχνά πιεστική και ανούσια, περιμένει ένα χέρι βοηθείας και παρηγοριάς από τους πλανήτες και τα μακρινά άστρα.
Τα ηλεκτρονικά όμως σήματα που δεκαετίες τώρα έστελναν οι επιστήμονες στο αχανές, αλλά και οι παρατηρήσεις από τα τηλεσκόπια ή τα διαστημικά τους σκάφη, δεν έδειξαν κανένα πειστικό ίχνος για την ύπαρξη εξωγήινης ζωής.
Τη μελαγχολία και τη στασιμότητα, που επικράτησε ήρθε να ταράξει μια απρόσμενη ανακάλυψη. Χάρις κυρίως σε ένα διαστημικό τηλεσκόπιο, που είναι τεχνολογικά εξελιγμένο και φέρει υπερήφανα το όνομα του σπουδαίου αστρονόμου Κέπλερ, διαπιστώθηκε ότι οι λεγόμενοι «εξωπλανήτες» -πλανήτες, δηλαδή που διαβιούν έξω από το ηλιακό μας σύστημα- έχουν ισχυρή παρουσία στο Σύμπαν.
Αυτήν τη στιγμή έχουν καταγραφεί με λεπτομέρειες πάνω από 5000 εξωπλανήτες, ενώ υπολογίζεται ότι γύρω από κάθε αστέρι του γαλαξία μας περιφέρεται ένας τουλάχιστον εξωπλανήτης.
Το σημαντικό ωστόσο είναι άλλο. Φαίνεται ότι κάποιοι εξωπλανήτες ανήκουν στη λεγόμενη «κατοικήσιμη ζώνη», ικανοποιούν δηλαδή τις συνθήκες που θα επέτρεπαν να αναπτυχθεί εκεί κάποια μορφή ζωής. Τα στοιχεία μάλιστα, που αναμένονται από το James Webb είναι βέβαιο ότι θα προσθέσουν πολύτιμες γνώσεις γύρω απο τη δομή και τα χαρακτηριστικά των εξωπλανητών.
Η συχνή τους πάντως παρουσία αύξησε δραματικά την πιθανότητα να ενδημεί η ζωή και σε κάποια άλλη γωνιά του αχανούς. Το παράδοξο ωστόσο είναι οτι η συνάντησή μας με αυτή τη ζωή, εξακολουθεί να εμφανίζεται ανέφικτη. Ο λόγος είναι απλός: Οι τεράστιες αποστάσεις που κυριαρχούν στο Σύμπαν! Ο πλανήτης, για παράδειγμα, που περιστρέφεται γύρω από τον ερυθρό νάνο αστέρα GLIESE 581, και θεωρείται ένας σοβαρός «υποψήφιος» για την ύπαρξη εξωγήινης ζωής είναι ένας από τους πλησιέστερους στη Γη:
απέχει από μας «μόνον» 20 έτη φωτός. Όπως όμως μάθαμε -αν μάθαμε!- στο σχολείο, το «έτος φωτός» είναι η ασύλληπτη απόσταση που διανύει το φως σε έναν χρόνο. Αν τώρα ληφθεί υπόψιν ότι το ταχύτερο σημερινό διαστημόπλοιο κινείται με ταχύτητα, που είναι μικρό μόνον κλάσμα εκείνης του φωτός, το συμπέρασμα είναι αυτονόητο. Ακόμα και με την πιό αδιανόητη πρόοδο της τεχνολογίας, απαιτούνται πολλές ανθρώπινες ζωές και μεγάλη τύχη, για να δώσομε την πρώτη χειραψία με έναν εξωγήινο.
Είμαστε λοιπόν καταδικασμένοι στην εξωγήινη μοναξιά μας. Θα ήταν έτσι πράξη σοφίας, αν δείχναμε περισσότερη έγνοια και προσοχή για τον πανέμορφο πλανήτη μας. Ενώ είναι ο μόνος που με βεβαιότητα φιλοξενεί το θαύμα της ζωής, απειλείται από πολλούς κινδύνους, που οφείλονται κυρίως στην ανθρώπινη αφροσύνη.
«Πάντα είχα έναν πολιτικό εαυτό»
“Με την πολιτική έχετε πάρει οριστικό διαζύγιο ή είστε ανοιχτός σε προτάσεις;”
«Η πολιτική, όταν ασκείται σωστά, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, και δίκαια ελκύει τους ανθρώπους. Πάντα με εντυπωσίαζε ωστόσο το πόσο εύκολα το μεγαλείο της πολιτικής μετατρέπεται σε αφόρητους συμβιβασμούς και ιδιοτέλειες. Αυτό εξηγεί λίγο και τη δική μου αμφιθυμία, αλλά και την δυσκολία μου να απαντήσω στο ερώτημα σας.
Είχα πάντως την τύχη, χάρις στην καλοσύνη των Ελλήνων πολιτών, να ζήσω από κοντά την πολιτική -και μάλιστα στην αριστοκρατική της έκφραση- ως μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Και εκεί ωστόσο έζησα το ίδιο φαινόμενο, η πολιτική να εκτρέπεται συχνά σε ταπεινές επιδιώξεις. Αν λοιπόν πρόκειται να επιβιώσει, τουλάχιστον με τις δημοκρατικές παραλλαγές της, η πολιτική πρέπει να αλλάξει πρόσωπο.
Η δική μου σωτήρια διέξοδος ήταν να εντάξω στις βασικές δραστηριότητες μου, την προβολή του Ελληνικού Πολιτισμού, του αρχαίου ή του νεότερου, στον χώρο της Ευρώπης. Η απήχηση της προσπάθειάς μου υπήρξε απρόσμενη και συγκινητική και με έκανε συχνά να σκέφτομαι πόσο θα κέρδιζε η Ελλάδα αν θεωρούσε τον πολιτισμό μέρος ουσιαστικό της πολιτικής της.
Αποτελεί ωστόσο αλήθεια αναμφισβήτητη ότι δεν είναι λίγα όσα πέτυχε στην πολυτάραχη πορεία της η ελληνική πολιτική ζωή. Σήμερα έχουν λείψει οι σπόροι του εθνικού διχασμού, που συχνά μας οδήγησαν στον γκρεμό, ενώ για τη μεγάλη πλειοψηφία του πολιτικού μας κόσμου η Ευρώπη είναι το ευρύτερο σπίτι μας. Τέλος, παρά τις μικρές ή τις μεγάλες της αδυναμίες, η δημοκρατία κέρδισε νέα ορμή και ποιότητα μετά τη δικτατορία.
Για να απαντήσω πάντως, έστω και δια της τεθλασμένης, στο ερώτημά σας, είχα πάντα έναν πολιτικό εαυτό, που παραμένει σε εγρήγορση. Από το σημείο όμως αυτό μέχρι να επιδιώξω και κάποια ένταξη μου στην καθημερινότητα της πολιτικής, ο δρόμος είναι ολισθηρός και δύσβατος.
Στην ουσία, το ερώτημα που μου θέσατε το θέτω κι εγώ συχνά στον εαυτό μου. Νομίζω όμως ότι μόνον ο χρόνος θα δώσει τη σωστή απάντηση».
«Οι αγωνίες μου είναι πολλές»
Ως ένας άνθρωπος που αγάπησε πολύ το Πανεπιστήμιο Κρήτης και την επιστήμη γενικότερα, ποια είναι η αγωνία σας για το μέλλον;
«Οι αγωνίες μου είναι πολλές. Κάποιες ανάσες δίδουν μόνον οι κατακτήσεις της επιστήμης, αλλά και η παρουσία του πολιτισμού, που και αυτός ωστόσο αμφισβητεί συχνά τον ίδιο του τον εαυτό.
Όσο για τα Πανεπιστήμια, που υπήρξαν πάντοτε πυλώνες ελευθερίας και γνώσεων, φοβούμαι ότι χάνουν με γρήγορο ρυθμό τον οραματισμό και την αυτοτέλειά τους και υποτάσσονται σε αλλότριες δυνάμεις. Είναι για παράδειγμα χαρακτηριστικό ότι το πρόβλημα της βίας, που είναι πράγματι υπαρκτό σε πανεπιστημιακά ιδρύματα, αντιμετωπίσθηκε με τη δημιουργία Πανεπιστημιακής αστυνομίας, που ιστορικά υπήρξε το συνώνυμο της βίας.
Δεν είναι όμως μόνον τα Πανεπιστήμια που κλυδωνίζονται από τα ρεύματα της εποχής. Είναι η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη, που αισθάνεται ότι απειλείται από ποικίλους κινδύνους. Όσα άλλωστε ζήσαμε απροειδοποίητα την τελευταία δεκαετία ρίχνουν βαριές τις σκιές τους στη ζωή των ανθρώπων. Οικονομικούς κλυδωνισμούς και μια αδυσώπητη πανδημία, έναν αποτρόπαιο πόλεμο, και μάλιστα στη γειτονιά της Ευρώπης, κρίση ενεργειακή αλλά και κλιματικά φαινόμενα, που ξεπερνούν κάθε όριο.
Σε ένα από τα βιβλία μου, την Κόμη της Βερενίκης, τόνιζα ότι στην εποχή μας κυριαρχεί ο «μετέωρος άνθρωπος». Ο μετέωρος άνθρωπος είναι αποκομμένος από τα στηρίγματα, τα θρησκευτικά ή τα πολιτικά, που του έδειχναν παλαιότερα μια γραμμή πορείας. Έχει, αντίθετα, γίνει έρμαιο δυνάμεων που ούτε ελέγχει, ούτε κατανοεί. Υποπτεύεται ωστόσο ότι μόνον ένας κόσμος που ξεκινά από τον αυτόν και καταλήγει στον Άλλο -τους άλλους μετέωρους ανθρώπους- έχει κάποια λογική υπάρξεως ή δυνατότητα να επιβιώσει.
Το τελευταίο είναι ωστόσο ένα σημείο με αδιάψευστη βαρύτητα.
Όσο λοιπόν και αν φαίνεται παράδοξο, παραμένω αισιόδοξος. Η ανθρωπότητα έχει αποδείξει ότι διαθέτει αστείρευτες δυνάμεις, και ότι μετά την καταστροφή – όπως για παράδειγμα ήταν ο τελευταίος παγκόσμιος πόλεμος- αργά αλλά σταθερά αναζητά νέα σημεία προόδου και ευημερίας.
Υπάρχει λοιπόν η ελπίδα ότι από τη σημερινή γενικευμένη κρίση θα αναδυθεί ένας καινούργιος ανθρωπισμός, που θα επαναφέρει ισχυρότερες κάποιες από τις αιώνιες αξίες: την ανάγκη αλληλεγγύης, την κοινωνική δικαιοσύνη, την πίστη στη δημοκρατία. Ενώ παράλληλα πρέπει να υπάρξει ένα ολόκληρο κεφάλαιο που θα αναφέρεται στο περιβάλλον και τους ορατούς ή αόρατους κινδύνους που το απειλούν.
Έχω ασφαλώς πλήρη συνείδηση ότι όλα αυτά ηχούν σήμερα ουτοπικά. Όπως όμως διδάσκει η ιστορία, οι μεγάλες αλλαγές ούτε προειδοποιούν, ούτε προβλέπονται».