Ο Ελβετός οδοντίατρος των λεπρών από τη Σπιναλόγκα

Σήμερα είναι 80 χρονών και η ταινία «Σμιλεμένες ψυχές» του Σταύρου Ψυλλάκη περιγράφει τη δράση του. Ο Ζουλιέν Γκριβέλ για 26 χρόνια φρόντιζε δωρεάν χανσενικούς (λεπρούς) ασθενείς κυρίως από τη Σπιναλόγκα στο Νοσοκομείο Λοιμωδών Νόσων «Η Αγία Βαρβάρα».

«Μέσα από τέτοιες δοκιμασίες βγαίνει ωραία σμιλεμένη η ψυχή του ανθρώπου», ακούγεται να λέει ένας ασθενής στον Ελβετό οδοντίατρο Ζουλιέν Γκριβέλ, ο οποίος φρόντιζε αφιλοκερδώς για 26 χρόνια τα δόντια των χανσενικών (λεπρών) στο Νοσοκομείο Λοιμωδών Νόσων «Η Αγία Βαρβάρα», στο Αιγάλεω Αττικής.

Με τα χρόνια, πολλοί από τους ασθενείς, οι οποίοι προέρχονταν στην πλειονότητά τους από τη Σπιναλόγκα, όχι μόνο έγιναν φίλοι του γιατρού, αλλά τον βοήθησαν να μάθει τα πάντα για την ασθένεια, να αποκτήσει επαφές με την και να μετατραπεί σε έναν τοπικό ήρωα, σε έναν πραγματικό φιλέλληνα που ενέπνευσε πολλούς, μεταξύ των οποίων και τον καταξιωμένο σκηνοθέτη Σταύρο Ψυλλάκη. Εκείνος, αφού διάβασε το σχετικό βιβλίο που είχε γράψει ο γιατρός για τις ημέρες του στην Ελλάδα, αποφάσισε να γυρίσει όλο το χρονικό του στα νοσοκομεία αλλά και στην Κρήτη περνώντας μέσω της κοινωνικής του προσφοράς ένα μήνυμα αισιοδοξίας, ελπίδας και αλληλεγγύης σε δύσκολους καιρούς. Η ταινία με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Σμιλεμένες Ψυχές»προβλήθηκε στο  και απέσπασε τρία βραβεία.

Πρώτος από αριστερά ο 80χρονος πλέον οδοντίατρος Ζουλιέν Γκριβέλ στην πρεμιέρα της ταινίας «Σμιλεμένες Ψυχές». Δίπλα του ακριβως ο σκηνοθέτης Σταυρος Ψυλλάκης

Η ταινία

Η συγκίνηση ήταν έκδηλη στα μάτια όλων μετά την προβολή της ταινίας στο κατάμεστο από κόσμο σινεμά «Ολύμπιον» στη Θεσσαλονίκη, όπου έγινε η πρεμιέρα, παρουσία του σκηνοθέτη αλλά και του ίδιου του 80χρονου πλέον γιατρού, ο οποίος ταξίδεψε μέχρι τη Θεσσαλονίκη και κέρδισε το κοινό με τα θερμά του λόγια και τα άπταιστα ελληνικά του.

Δύο χρόνια μετά τη βράβευσή του με τον τιμητικό Χρυσό Αλέξανδρο ο σκηνοθέτης Ψυλλάκης, ο οποίος έχει διανύσει τη δική του σπουδαία διαδρομή θέτοντας πάντοτε στο επίκεντρο των ταινιών του τον άνθρωπο, επιστρέφει στη συμπρωτεύουσα κερδίζοντας τις εντυπώσεις αλλά και το θερμό χειροκρότημα όλων ημών που έχουμε κάθε λόγο να θυμόμαστε ότι η τέχνη πρωτίστως αφορά την ανάγκη να είμαστε άνω θρώσκοντες. Και τι άλλο να σκεφτεί κανείς μετά τα ζεστά λόγια του σκηνοθέτη αλλά και του Ελβετού γιατρού Γκριβέλ, ο οποίος, αφού καταχειροκροτήθηκε με ένα παρατεταμένο standing ovation, μίλησε σε ωραία ελληνικά για όσα αποκόμισε από αυτό το μακροχρόνιο ταξίδι της θεραπείας των χανσενικών και της μακροχρόνιας σχέσης του με τη χώρα μας.

«Οταν εξαφανιζόταν ο πόνος και η προκατάληψη, τότε άνθιζαν οι δυο κόσμοι και συναντιόνταν. Χάρη στην αποδοχή, στην αλληλεγγύη, στον σεβασμό και την αγάπη, βλέπεις ότι όλα είναι εφικτά. Και νιώθω πραγματικά πλούσιος από όσα κέρδισα σε όλο αυτό το ταξίδι στην Ελλάδα με τους ασθενείς και αυτό γεμίζει τη ζωή μου», είπε ο γιατρός εξηγώντας όλη την ιστορία της ενασχόλησής του με τους χανσενικούς. Πώς, όμως, αυτός ο γιατρός αποφάσισε να αφήσει, έστω και για κάποιο διάστημα, την καλή του ζωή στην Ελβετία και να αναλάβει έναν τόσο ριψοκίνδυνο ρόλο δουλεύοντας χωρίς καν μάσκα, σε εποχές που δεν υπήρχαν καν τα μέσα προστασίας; «Γιατί συνάντησε τον κόσμο της διαφοράς», είπε ο Ψυλλάκης.

«Θα ήταν όντως ωραίο, θα είχε σιγουριά και ασφάλεια αν καθόταν στην Ελβετία και ασκούσε την . Αλλά αυτό δεν έχει κίνηση και η ζωή είναι κίνηση. Επιπλέον, η συναναστροφή με αυτούς τους ανθρώπους ήταν ένα μάθημα ζωής γιατί ήξερε ότι όλοι τους συνορεύουν με τον θάνατο, τον αντικρίζουν κατάματα».

Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν φαίνεται καθόλου στην ταινία, αφού το μήνυμα που αποπνέει είναι θετικό μεταδίδοντας το βαθύ νόημα και την ουσία του να είσαι άνθρωπος. Μέσα από αποσπάσματα του προσωπικού του ημερολογίου, ο Ζουλιέν Γκριβέλ αφηγείται πώς η σχέση του με τον ασθενή του και μετέπειτα φίλο του Μανώλη Φουντουλάκη και με τον Επαμεινώνδα Ρεμουντάκη, μια εμβληματική μορφή της , άλλαξε όλη του τη ζωή.

Ο γιατρός με τον Μανώλη Φουντουλάκη, μια από τις θρυλικότερες μορφές χανσενικών της Σπιναλόγκας

«Η δική μου Ιθάκη»

Αξιοποιώντας λοιπόν τα ημερολόγια εκείνης της περιόδου ο Γκριβέλ γράφει ένα βιβλίο από όλη αυτή τη διαδρομή που ξεκινάει από τους ασθενείς της Σπιναλόγκας, οι περισσότεροι από τους οποίους πλέον φιλοξενούνταν στην «Αγία Βαρβάρα» και τους Κρητικούς φίλους του που του μετέφεραν όλο το χρονικό της κοινωνικής αποστασιοποίησης και του στίγματος που προκάλεσε στους ανθρώπους η αρρώστια. Αυτός ο άγνωστος τόπος και μια ασθένεια, για την οποία δεν γνώριζε ακόμα τότε πολλά, έγιναν η μεγάλη πρόκληση για τον γιατρό, για να μετατρέψει την κοινωνική συνεισφορά σε έργο ζωής. Κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα, στην οποία ερχόταν τουλάχιστον δύο φορές τον χρόνο από το 1972 μέχρι το 1998 για να φροντίσει εντελώς δωρεάν τα δόντια των χανσενικών στην «Αγία Βαρβάρα» στο Αιγάλεω, γνώρισε τον πρώην χανσενικό Μανώλη Φουντουλάκη.

Στην ταινία παρακολουθούμε την αφήγηση του μπαρμπα-Μανώλη, όπως τον αποκαλεί χαρακτηριστικά ο Ζιλιέν, να μεταφέρει όλη την εμπειρία του από τη Σπιναλόγκα. Και είναι αυτός που κάποια χρόνια αργότερα, από το σπίτι του στην Ελούντα, θα του εκμυστηρευτεί τη ζωή του, τις δυσκολίες του αποκλεισμού, αλλά και το ψυχικό κέρδος που αποκόμισε μέσα από αυτές τις δυσκολίες. Εκεί, στην πολύωρη εξομολόγηση, παρακολουθούμε τον Φουντουλάκη να ξεδιπλώνει όλο αυτό το χρονικό της μακροχρόνιας φιλίας, να μιλάει για την ασθένεια σε διαφορετικές στιγμές της ζωής του. Μέσα από το πολύωρο αρχειακό υλικό που είχε στη διάθεσή του ο Θοδωρής Παπαδουλάκης, όταν γύριζε την τηλεοπτική σειρά «Το Νησί» ο σκηνοθέτης Ψυλλάκης κατορθώνει εστιάζοντας παράλληλα στον γιατρό να ξεδιπλώσει το χρονικό της ασθένειας, αλλά και της βαθιάς ανθρωπιάς, καθώς, όπως ομολογεί ο Ζιλιέν: «Με αυτούς τους ανθρώπους πέρασα στιγμές αιωνιότητας. Πολύ ουσιαστικές και βαθιές».

Τα λόγια του είναι, πραγματικά, βάλσαμο: «Γνώρισα ανθρώπους ανάπηρους, νέους, χωρίς ρυτίδες που είχαν κατακτήσει μια μεγάλη σοφία. Είχαν μια ζωή διαλυμένη, με μια βάρβαρη μοίρα, αλλά ωστόσο παρέμειναν όρθιοι», επικαλούμενος πάντα τα λόγια ενός ασθενή του που του είπε: «Ξεχνάτε πως δεν έχετε τίποτα, ότι είστε, όπως κι εμείς, απλοί ενοικιαστές της ζωής».

Ο Ελβετός οδοντίατρος Ζουλιέν Γκριβέλ σε σκηνή από την ταινία κατά την επίσκεψή του στη Σπιναλόγκα

Πραγματικός φιλέλληνας

Αυτή την πιο υπαρξιακή και ανθρώπινη πλευρά ενός γιατρού που αψήφισε όλα τα εμπόδια και είδε μέσα στις ψυχές των ανθρώπων προσπαθεί να αναδείξει η ταινία του Ψυλλάκη. Στόχος του δεν είναι να δώσει έμφαση στην κοινωνική διάσταση του αποκλεισμού, που αφορούσε κυρίως τους ασθενείς στη Σπιναλόγκα, αλλά να δει το αισιόδοξο μήνυμα που αποπνέει η φιγούρα αυτού του φιλέλληνα και ανθρωπιστή γιατρού, ο οποίος δεν σταματάει να μιλάει με μεγάλη αγάπη για την . Η έννοια «φιλέλληνας» στην περίπτωσή του βρίσκει άμεση ανταπόκριση καθώς έχει πραγματικά διαβάσει σε βάθος όλο το έργο των Ελλήνων φιλοσόφων, από Πλάτωνα και Αριστοτέλη μέχρι Επίκουρο, ξέρει τη συμβολική σημασία των μύθων, ενώ γνωρίζει ότι η ποίηση, ειδικά των Ελλήνων, είναι εκείνη που μας κάνει καλύτερους ανθρώπους.

«Σε αυτό τον κόσμο που ολοένα στενεύει πρέπει να αναζητήσουμε τον άνθρωπο όπου και αν κρύβεται», γράφει και στον πρόλογο του βιβλίου του, από το οποίο εμπνέεται η ταινία ανακαλώντας τα λόγια του Σεφέρη. «Αυτή η χώρα έχει λίγο νερό, αλλά η πηγή του φωτός της είναι ανεξάντλητη». Η σχέση του με την Ελλάδα, γράφει, «δεν είναι μόνο ιστορική, φυσική ή φιλική, είναι και διανοητική, υπό την έννοια ότι η χώρα αυτή εμπλουτίζει το νόημα της ζωής μου. Της δίνει αξία και περιεχόμενο».

Στην ταινία ανακαλύπτουμε ότι η σχέση με την Κρήτη ήταν πολύ ουσιαστική, καθώς όχι μόνο μελέτησε σε βάθος πώς ζούσαν οι χανσενικοί, αλλά ασπάστηκε την κοσμοαντίληψή τους, τον τρόπο ζωής τους, έμαθε τη γλώσσα, τίμησε το φαγητό και τη ρακή τους, αγάπησε βαθιά τον τρόπο σκέψης τους. Σε πολλές περιπτώσεις τον είδαμε να διεκδικεί πολλά και να μιλάει εν ονόματι τον Κρητών, ενώ δεν είναι τυχαίο ότι η τοπική κοινότητα τον αγκάλιασε και τον έκανε δικό της.

Το βραβείο

Δεν είναι τυχαίο ότι η Ακαδημία Αθηνών τον βράβευσε για το κοινωνικό του έργο, μια βράβευση που συνοδεύτηκε από μια ομιλία που έχει ήδη γράψει ιστορία. Οπως είχε πει τότε υιοθετώντας τα λόγια των επικούρειων φιλοσόφων, «δίνοντας εμπλουτίζουμε τον εαυτό μας», αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως «η ζωή είναι ένα δάνειο, μια καταπληκτική προσφορά που δεν μας ανήκει, αλλά πρέπει να τη δαπανάμε με σεβασμό και φρόνηση για να μην μας τελειώσει σύντομα».

Γι’ αυτό και όπως επιμένει η κοινωνική του δράση, δηλαδή η δωρεάν προσφορά του, το να φροντίζει τα δόντια των χανσενικών δεν ήταν ελεημοσύνη, αλλά απόδειξη της αναγκαιότητας του αλτρουισμού και της αμοιβαιότητας. Η μεγαλύτερη του ανταμοιβή, όπως λέει, ήταν ακριβώς το ότι έλαβε από ανθρώπους όπως ο πρώην ασθενής Φουντουλάκης, που έφυγε από τη ζωή το 2010, τα εύσημα μιας αληθινής και δυνατής ζωής. Αυτή ήταν η ανταμοιβή του, όπως λέει, «η αυθεντική, ανυπόκριτη αγάπη και ευγνωμοσύνη, μαθήματα απίστευτης αντοχής σε ακραία αντίξοες συνθήκες, εμπιστευτικές προσωπικές εκμυστηρεύσεις για ψυχική ειρήνευση και παρηγοριά, και πολύ πλατιά χαμόγελα, πίσω από τα οποία δεν κρυβόταν μόνο πόνος, αλλά αισιοδοξία και ελπίδα». Για να συμπληρώσει ότι «τέτοιες εμπειρίες ούτε περιγράφονται, ούτε αποτιμώνται με οικονομικούς όρους». Και αυτό ήταν το βαθύ και ουσιαστικό μήνυμα μιας ταινίας και μιας ιστορίας που συνοδεύει τις σκέψεις όλων όσοι έφυγαν από την αίθουσα του «Ολύμπιον» με τις ψυχές σμιλεμένες.

Γιατί αυτή η αλληλεπίδραση είναι διαρκής καθώς, όπως δήλωσε και ο ίδιος ο Ψυλλάκης, ουσιαστικά η ταινία «παρακολουθεί το σμίλεμα της ψυχής του γιατρού μέσα από τη σχέση του με τους ανθρώπους». Η ταινία απέσπασε το βραβείο της Διεθνούς Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου FIPRESCI για ελληνικό ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, το βραβείο της ΕΡΤ, αλλά και το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας της Επιτροπής Νεότητας – το πιο δύσκολο από όλα τα βραβεία, αφού οι νέοι είναι οι πιο αυστηροί, αξιόπιστοι και φερέγγυοι κριτές.

Πηγή: protothema.gr