Οι παλαιότεροι Ηρακλειώτες τις θυμούνται ακόμα και τώρα με νοσταλγία. «Αίγλη», «Ηλέκτρα», «Κάστρο», «Ντορέ», «Μαρίνα» «Κρόνος», «Απόλλωνας». Είναι μερικές μόνο από τις αίθουσες κινηματογράφου που λειτούργησαν κάποτε στο Ηράκλειο αποτελώντας τον σημαντικότερο χώρο λαϊκής ψυχαγωγίας, αλλά έσβησαν για πολλούς και διάφορους λόγους στο πέρασμα του χρόνου.
Ο κριτικός και ιστορικός του κινηματογράφου, Νίκος Τσαγκαράκης, γνωστός στους αναγνώστες της «Π» «από την αγαπημένη εδώ και χρόνια στήλη της «Κινηματογραφής «έσκαψε» με επιμονή και υπομονή στο παρελθόν για ν’ανακαλύψει τις επιχειρήσεις κινηματογραφικών προβολών που λειτούργησαν στο Ηράκλειο από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι σήμερα και την ιστορία τους.
Καρπός αυτής της προσπάθειας είναι το βιβλίο του «Οι κινηματογράφοι του Ηρακλείου. Καταγραφή των κινηματογραφικών αιθουσών στο Ηράκλειο Κρήτης από το 1909 ως το 2022”, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις της «Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης».
«Η έρευνα -επισημαίνει ο ίδιος στην «Π» -ξεκίνησε το 2004 ως διπλωματική εργασία για το μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης ιστορίας κινηματογράφου, που παρακολούθησα στο Τμήμα Φιλολογίας του Παν/μίου Κρήτης στο Ρέθυμνο. Έκτοτε έμεινε για πολλά χρόνια στο συρτάρι κι αργότερα ξεκίνησε να συμπληρώνεται σποραδικά, ώσπου αποφάσισα ότι έχει φτάσει σ’ ένα σημείο που μπορεί και πρέπει πια να εκδοθεί.
Στο βιβλίο ο αναγνώστης θα μάθει για τις πρώτες υπαίθριες προβολές, τα θερινά σινεμά και τις χειμερινές αίθουσες που λειτούργησαν στο κέντρο, αλλά και στις συνοικίες της πόλης. Τους διαφορετικούς ιδιοκτήτες, τις ονομασίες, τις τοποθεσίες τους και μέσα απ’ όλ’ αυτά μια πολύ διαφορετική εικόνα της πόλης απ’ αυτή που έχει σήμερα.
Ενδεικτικό του πόσο σημαντική ήταν η ψυχαγωγία αυτή για το Ηρακλειο όπως τονίζει ο κ. Τσαγκαράκης έιναι ότι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970 που βρίσκεται στο πικ της, εντοπίζονται να λειτουργούν ταυτόχρονα στην πόλη 21 αίθουσες, χειμερινές και θερινές. Στην συνέντευξη του στην «Π» ο κ. Τσαγκαράκης μιλά ακόμα για τους επιχειρηματίες του χώρου, για τους λόγους που έσβησαν οι αίθουσες, γιατί το Ηράκλειο δεν έχει πλέον θερινά σινεμά, πλην του δημοτικού «Βηθλέεμ», για το αν το βιβλίο θα έχει «σήκουελ», αλλά και για το αν θα γραφτούν τίτλοι τέλους για τις αίθουσες.
«Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970 λειτουργούσαν ταυτόχρονα στην πόλη 21 αίθουσες, χειμερινές και θερινές»
-Τι θα διαβάσει ο αναγνώστης στο βιβλίο σας για τα σινεμά του Ηρακλείου;
Θα ανακαλύψει τις επιχειρήσεις κινηματογραφικών προβολών που λειτούργησαν στο Ηράκλειο από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι σήμερα και την ιστορία τους. Από τις πρώτες υπαίθριες προβολές, ως τα θερινά σινεμά και τις χειμερινές αίθουσες που λειτούργησαν στο κέντρο, αλλά και στις συνοικίες της πόλης. Τους διαφορετικούς ιδιοκτήτες, τις ονομασίες, τις τοποθεσίες τους και μέσα απ’ όλ’ αυτά μια πολύ διαφορετική εικόνα της πόλης απ’ αυτή που έχει σήμερα.
-Πόσο κράτησε η έρευνα σας;
Η έρευνα ξεκίνησε το 2004 ως διπλωματική εργασία για το μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης ιστορίας κινηματογράφου, που παρακολούθησα στο Τμήμα Φιλολογίας του Παν/μίου Κρήτης στο Ρέθυμνο. Έκτοτε έμεινε για πολλά χρόνια στο συρτάρι κι αργότερα ξεκίνησε να συμπληρώνεται σποραδικά, ώσπου αποφάσισα ότι έχει φτάσει σ’ ένα σημείο που μπορεί και πρέπει πια να εκδοθεί.
Υπάρχουν κάποια θέματα που κατά τη διάρκεια της έρευνας ανακαλύψατε και σας έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση;
Πολλά και διάφορα, από τα οποία δύο παραδείγματα θα μπορούσαν να είναι το περίπλοκο ιδιοκτησιακό παρελθόν κάποιων από τις χειμερινές αίθουσες και η σχέση τους με τα ιστορικά μνημεία της πόλης. Για λεπτομέρειες όμως, θα πρέπει να σας παραπέμψω στο βιβλίο.
-Ποια ήταν τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίσατε κατά την καταγραφή σας;
Η έλλειψη αρχείων, ιδιωτικών και δημόσιων, ήταν ίσως το σημαντικότερο πρόβλημα. Αρχεία φορέων, όπως για παράδειγμα του Εργατικού Κέντρου Ηρακλείου ή του Εμπορικού Επιμελητηρίου, ήταν είτε σε κακή κατάσταση, είτε χωρίς πρόσβαση, καθιστώντας αδύνατο τον εντοπισμό πιθανών στοιχείων που θα φώτιζαν ακόμη περισσότερο την έρευνα.
-Ποιο ήταν το πρώτο σινεμά που άνοιξε την αυλαία αυτής της διασκέδασης στο Ηράκλειο;
Η ερώτηση αυτή είναι δύσκολο ν’ απαντηθεί με απόλυτο τρόπο. Η πρώτη κινηματογραφική προβολή ήταν υπαίθρια, ενώ η πρώτη αίθουσα στην οποία στεγάστηκαν προβολές ήταν η «Καλλιθέα», που όμως προϋπήρχε από το 1899 ως θέατρο. Το πρώτο κινηματοθέατρο που δημιουργήθηκε ως τέτοιο ήταν το θερινό «Πολυθέαμα» του Αλέξανδρου Πουλακάκη το καλοκαίρι του 1911.
-Πότε ήταν το «πικ» στις αίθουσες και τα σινεμά της πόλης;
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970, όταν εντοπίζονται να λειτουργούν ταυτόχρονα στην πόλη 21 αίθουσες, χειμερινές και θερινές.
-Ποιοι επιχειρηματίες ήταν πρωτοπόροι;
Τα δύο πιο προφανή ονόματα που μπορεί ν’ αναφέρει κανείς, είναι ο Αλέξανδρος Πουλακάκης κι ο Κωνσταντίνος Λιναρδάκης. Ο πρώτος επειδή έστησε τον πρώτο θερινό κινηματογράφο της πόλης το 1911, πριν προχωρήσει επίσης στο πρώτο χειμερινό κινηματοθέατρο, λίγο παραπάνω από μια δεκαετία αργότερα. Ο δεύτερος επειδή επίσης κατά τον Μεσοπόλεμο υπήρξε ιδιοκτήτης πολλών αιθουσών ταυτόχρονα, γύρισε ο ίδιος φιλμάκια σύντομης διάρκειας, ενώ φιλοδοξούσε να ιδρύσει ακόμα και μια τοπική εταιρεία παραγωγής, πριν δημιουργήσει μεταπολεμικά τον πρώτο διπλό κινηματογράφο του Ηρακλείου, με τις δύο μεγάλες αίθουσες του «Απόλλωνα».
-Υπήρχαν επιχειρηματίες στο Ηράκλειο με γνώση του αντικειμένου αλλά και ευκαιριακοί όπως συνέβαινε με τους παραγωγούς των ταινιών;
Υπήρχαν ελάχιστοι ιδιοκτήτες που είχαν σχέση με το αντικείμενο, όπως ο Λιναρδάκης, που ανέφερα παραπάνω. Η πιο συνηθισμένη συνθήκη ήταν επιχειρηματίες ή άλλοι εύποροι επαγγελματίες να επενδύουν σε αίθουσες και ν’ αναθέτουν τη διαχείρισή τους σε γνώστες της δουλειάς, όπως ο Γιώργος Κιαγιαδάκης ή ο Γιώργος Κιοσκλής. Τέλος, υπήρχαν κι εκείνοι που, σε μια προσπάθεια ν’ αποκομίσουν εύκολο κέρδος, ενοικίαζαν το αδόμητο οικόπεδό τους σε ανθρώπους του χώρου για τη δημιουργία θερινού κινηματογράφου.
«Η εμπειρία που προσφέρει η αίθουσα θα παραμένει πάντοτε ανώτερη της οικιακής θέασης»
-Μπορεί ν’ αλλάξει κατά τη γνώμη σας το multiplex και να επιστρέψουμε σε πιο μικρά σινεμά;
Όχι εντελώς. Από τη μία δηλαδή είναι πολλοί οι πρακτικοί και κοινωνικοί παράγοντες που καθιστούν αδύνατο το κλείσιμο των multiplex και την επιστροφή στις μεμονωμένες αίθουσες. Από την άλλη, πιστεύω ότι δεν είναι αδύνατη η λειτουργία μιας μικρότερης αίθουσας στην πόλη με συγκεκριμένο ρεπερτόριο, που θα απευθύνεται σε πιο ενημερωμένο κι απαιτητικό κοινό.
-Ποια είναι η τάση που υπάρχει παγκοσμίως όσον αφορά στα σινεμά με δεδομένες τις πλατφόρμες και τις μεγάλες ψηφιακές εξελίξεις αλλά και την πανδημία;
Για όλους αυτούς τους λόγους που αναφέρετε στην ερώτησή σας, οι αίθουσες γι’ ακόμα μια φορά στην υπεραιωνόβια ιστορία τους περνάνε μια δύσκολη κρίση. Πολλές απ’ αυτές έκλεισαν οριστικά μέσα στην πανδημία, άλλες κινδυνεύουν, κι άλλες καταφέρνουν να επιβιώνουν δύσκολα.
-Θα γραφτούν τίτλοι τέλους για τις αίθουσες;
Παρά την τρέχουσα κρίση και τον ανταγωνισμό από τις πλατφόρμες, νομίζω πως όχι. Όχι σύντομα τουλάχιστον, καθώς η εμπειρία που προσφέρει η αίθουσα θα παραμένει πάντοτε ανώτερη της οικιακής θέασης.
-Λέτε ότι το βιβλίο αυτό δεν ολοκληρώνει την έρευνα ,αλλά μάλλον την ξεκινάει. Να περιμένουμε και «σίκουελ»;
Μ’ αυτή τη φράση εννοώ κυρίως δύο πράγματα.
Ότι μια ιστορική έρευνα ποτέ δε μπορεί να θεωρείται πεπερασμένη κι ότι μόνο κατά τη δημοσίευσή της έχει την ευκαιρία ν’ αλληλεπιδράσει με συναδέλφους και κοινό, ώστε να προκύψουν καινούρια στοιχεία και κατευθύνσεις, που θα την εμπλουτίσουν περισσότερο.
Στην καλύτερη περίπτωση λοιπόν, κι αυτό βέβαια είναι κάτι που δε μπορεί να προεξοφλήσει κανείς από τώρα, θα μπορούσε θεωρητικά να υπάρξει μια δεύτερη, συμπληρωμένη έκδοση αυτής της πρώτης εκδοχής της μελέτης.
«Η τηλεοπτική μυθοπλασία έκλεισε τον κόσμο στα σπίτια»
-Πότε και γιατί ξεκίνησε ο …κατήφορος; Ποιος ήταν ο ρόλος της τηλεόρασης;
Η παρακμή της κινηματογραφικής αίθουσας είναι βεβαίως άμεσα συνδεδεμένη με την έλευση της τηλεόρασης από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 κι έπειτα. Η τηλεοπτική μυθοπλασία έκλεισε τον κόσμο στα σπίτια, με αποτέλεσμα ν’ αποδεκατιστούν σταδιακά οι αίθουσες, και κυρίως τα θερινά σινεμά, που ως τότε εξυπηρετούσαν τη διασκέδαση των συνοικιών της πόλης.
«Οι μεμονωμένες αίθουσες πλέον είναι δύσκολο να συντηρηθούν ως κτήρια κι ως επιχειρήσεις»
-Ποια ήταν η σημασία της αίθουσας στην κοινωνική και καλλιτεχνική ζωή της πόλης εν γένει;
Η αίθουσα διατηρούσε κεντρική θέση, καθώς αποτελούσε τον μαζικότερο χώρο συναθροίσεων με σκοπό την ψυχαγωγία. Χρησιμοποιούταν όχι μόνο για κινηματογραφικές προβολές, αλλά και για άλλες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, για αποκριάτικους και φιλανθρωπικούς χορούς, εκδηλώσεις και πολιτικές συγκεντρώσεις.
Μεγάλωσα στις Πατέλες, σε μια γειτονιά δίπλα σε δύο θερινά σινεμά, το «Μαρίνα» και το «Αντυάννα». Γιατί σήμερα ολόκληρο Ηράκλειο δεν μπορεί να έχει ή να υποστηρίξει -εντός πόλης- ένα θερινό σινεμά εκτός από τον δημοτικό;
Θεωρητικά ίσως να μην είναι παράλογη μια επιχειρηματική επένδυση σ’ έναν θερινό κινηματογράφο, καθώς η «Βηθλεέμ» απέδειξε ότι όλα είναι θέμα προγραμματισμού των ταινιών. Από ‘κει και πέρα, οι δυσκολίες αφορούν την τιμή του εισιτηρίου, την οποία ο ιδιώτης δεν αντέχει να τη διατηρεί εξίσου χαμηλά με τον Δήμο. Ακόμη σημαντικότερο ζήτημα είναι η χωροθέτηση του κινηματογράφου, αφού όταν δημιουργήθηκαν τα θερινά σινεμά της πόλης μεταξύ των δεκαετιών του 1950 και του 1980, το Ηράκλειο δεν ήταν δομημένο με τη σημερινή του πυκνότητα.
Συνεπώς, σήμερα θα ήταν δύσκολο να βρεθεί διαθέσιμο οικόπεδο, αλλά κι αν βρισκόταν, οι συνθήκες προβολής θα ήταν πιθανώς περιορισμένες λόγω των κανόνων κοινής ησυχίας- κάτι στο οποίο επίσης η «Βηθλεέμ» πλεονεκτεί λόγω της θέσης της μέσα στο ενετικό τείχος και της μεγάλης της απόστασης από κατοικίες. Γιατί λοιπόν κάποιος να πληρώσει για να δει κάτι χωρίς να το ακούει, όταν μπορεί να το απολαμβάνει σπίτι του;
-Ανάλογη περίπου είναι και η εικόνα για τις χειμερινές αίθουσες μέσα στην πόλη του Ηρακλείου. Γιατί υπάρχει αυτός ο εξοβελισμός;
Λόγω μεγάλου μεγέθους, οι μεμονωμένες αίθουσες πλέον είναι δύσκολο να συντηρηθούν ως κτήρια κι ως επιχειρήσεις. Εξάλλου, ο εξοβελισμός που αναφέρετε ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η μόνη ενεργή αίθουσα που έχει απομείνει από την ακμή του κινηματογράφου είναι η «Αστόρια» με 64 χρόνια ζωής πλέον. Διατηρείται επίσης το «Studio» στην Αλικαρνασσό ανενεργό (που σημαίνει ότι μπορεί να επαναλειτουργήσει αν το επιδιώξουν οι ιδιοκτήτες του) και το κτήριο του «Κρόνου» στον Πόρο, εγκαταλελειμμένο όμως.