“Δεν έκανα κάτι κακό. Γιατί με κρατάτε εδώ; Θέλω να πάω σπίτι μου, να πηγαίνω στην εκκλησία να ανάβω το κερί μου». Αυτά φέρεται να είπε μεταξύ άλλων στην αρμόδια ανακρίτρια Ηρακλείου ο 50χρονος ο οποίος πριν από μερικές ημέρες αποπειράθηκε σε κατάσταση αμόκ να βάλει φωτιά μέσα στο Αστυνομικό Τμήμα του Αγίου Μύρωνα και να κάψει ζωντανούς τον αστυνομικό που είχε υπηρεσία και έναν συνάδελφο του από το πολιτικό προσωπικό.
Ο 50χρονος, αμέσως μετά την επεισοδιακή σύλληψη του οδηγήθηκε στην Ψυχιατρική Κλινική του ΠΑΓΝΗ όπου και απολογήθηκε χθες. Έδειξε ότι ακόμα δεν έχει καμία συναίσθηση των πράξεων του. Αποφασίστηκε να κρατηθεί προσωρινά στην ψυχιατρική κλινική μέχρι να πάρει εξιτήριο όταν πλέον οι γιατροί βεβαιωθούν ότι έχει συνέλθει και είναι σε θέση να επιστρέψει στο σπίτι του.
Αυτό θα γίνει υπό τον όρο της υποχρεωτικής παρακολούθησής του κάθε μήνα από την Ψυχιατρική Υπηρεσία του Βενιζελείου, η οποία και θα συντάσσει σχετική έκθεση για την κατάσταση της υγείας του ασθενούς. Να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη φορά που ο 50χρονος νοσηλεύεται σε δημόσια Ψυχιατρική Κλινική, καθώς όλα αυτά τα χρόνια παρακολουθούνταν από ιδιώτες ψυχιάτρους και ακολουθούσε φαρμακευτική αγωγή.
Τις τελευταίες εβδομάδες ωστόσο δεν έπαιρνε τα φάρμακα του με αποτέλεσμα να έχει βίαιη συμπεριφορά και έντονα ξεσπάσματα, ακόμα και σε βάρος πολύ κοντινών προσώπων του. Τα όσα εκτυλίχθηκαν το μοιραίο πρωινό μέσα στο Αστυνομικό Τμήμα σόκαραν τόσο την αστυνομική οικογένεια όσο και τη δική του που σε καμία περίπτωση δεν περίμενε μία τέτοια εξέλιξη.
Η μαρτυρία για τον εφιάλτη
Συγκλονιστική είναι η κατάθεση που έδωσε λίγες ώρες μετά το συμβάν ένας από τους ανθρώπους που κινδύνευσαν άμεσα. «Σε κατάσταση αμόκ κατευθύνθηκε προς το γραφείο μου. Προκειμένου να τον εξυπηρετήσω, τον ρώτησα τι ήθελε. Εκείνος με δυνατή φωνή μού ανέφερε: «κωλόπαιδα μας έχετε γαμ…» και με περίλουσε ταυτόχρονα με βενζίνη που έφερε σε πλαστικό δοχείο το οποίο κρατούσε στο δεξί χέρι, προτάσσοντας τον αναπτήρα που κρατούσε με το αριστερό του χέρι αναμμένο.
Όπως ήταν φυσικό φοβήθηκα πολύ για τη σωματική ακεραιότητά μου και κατάφερα να διαφύγω εκτός τμήματος, απωθώντας τον με τα χέρια μου. Στη συνέχεια έστρεψε το μπιτόνι που κρατούσε προς τον συνάδελφο, τον οποίο περιέλουσε και εκείνον με βενζίνη αλλά και το πάτωμα της υπηρεσίας, απειλώντας ότι θα μας κάψει ζωντανούς».
Ο ίδιος αναφέρει ότι ενημέρωσε αρμοδίως για βοήθεια. «Στη συνέχεια και σε διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν μεταξύ του συναδέλφου αστυνομικού και του δράστη, ο τελευταίος εξήλθε του τμήματος. Κατά την έξοδο του, έριξε πάνω του όλη σχεδόν τη βενζίνη που είχε απομείνει στο πλαστικό δοχείο με συνέπεια να είναι αδύνατη η σύλληψη του καθώς απειλούσε διαρκώς ότι αν κάναμε κάποια κίνηση, θα έβαζε φωτιά πάνω του και ταυτόχρονα θα καιγόμαστε μαζί, όπως έλεγε συνεχώς».
Ο μάρτυρας εκφράζει την πεποίθηση ότι ο κατηγορούμενος είχε πρόθεση να τους κάψει ζωντανούς.