Έχοντας τις ρίζες του στην Κρήτη, μεγάλωσε στην Αθήνα, και από τα εφηβικά του χρόνια, άνοιξε τα φτερά του σε μια σπουδαία καλλιτεχνική διαδρομή με τους ήχους των κρουστών που μιλάνε σε όλες τις γλώσσες του κόσμου και τις καρδιές όλων των φυλών της γης. Συνεργάστηκε για χρόνια με τη Δόμνα Σαμίου και κατέγραψε αναρίθμητες μουσικές συμπράξεις με τους περισσότερους οργανοπαίχτες, καλλιτέχνες και δημιουργούς της ελληνικής μας παράδοσης σε παραστάσεις και σε περιοδείες στην Ευρώπη, την Αφρική, την Αμερική, την Ασία και την Αυστραλία.
Ο Μιχάλης Κλαπάκης ένας πολυσχιδής καλλιτέχνης, από τους σημαντικότερους μουσικούς και δάσκαλους των παραδοσιακών κρουστών στην Ελλάδα, μιλά σήμερα στην «Π», για τους μεγάλους σταθμούς της ζωής του και για τη νέα δισκογραφική δουλειά «Ανάσα», του συγκροτήματος «Δυνάμεις του Αιγαίου» του οποίου είναι ιδρυτικό μέλος και συνοδοιπόρος.
Έχετε μεγαλώσει στην Κρήτη;
«Έχω γεννηθεί στην Κρήτη. Ο πατέρας μου (με καταγωγή από το Μπρόνιερο Αποκόρωνα), ήρθε εσωτερικός μετανάστης στην Αθήνα. Η μητέρα μου ήταν Αθηναία με καταγωγή από την Εύβοια. Εγώ μεγάλωσα στην Αθήνα, με εξαίρεση ένα πολύ μικρό διάστημα της παιδικής μου ηλικίας που ζήσαμε στα Χανιά».
Η σχέση σας με τη μουσική πότε ξεκινάει;
«Η πολύ ουσιαστική σχέση μου ξεκινάει όταν συνάντησα τον δάσκαλό μου το 1966 στην πλατεία Δημαρχείου (Κοτζιά) στην Αθήνα. Ήταν πολύ καλός μουσικός. Κωνσταντινοπολίτης πρόσφυγας, Μαθιός Μπαλαμπάνης ήταν το όνομά του. Ξεριζώθηκε με τους διωγμούς το 1964 με 1965 από την Πόλη (Κωνσταντινούπολη), μέσα σε τρεις μέρες. Υπήρχαν στην πλατεία τότε στη σειρά λούστροι και εκεί βρέθηκε και εκείνος να δουλεύει για να ζήσει. Έπαιζε με τις βούρτσες απάνω στο κασελάκι καρσιλαμάδες και τσιφτετέλια. Μεγάλος μουσικός στο τουμπελέκι. Έτσι τον γνώρισα και έγινα και εγώ κατά κάποιο τρόπο το προστατευόμενο παιδί του. Αυτός ήταν ο μεγάλος δάσκαλος που με καθόρισε στη μουσική».
Ήταν τυχαία συνάντηση;
«Εγώ πήγαινα εκεί, όπου μαζευότανε κόσμος γύρω του και ακούγανε τον Μαθιό που έπαιζε στο κασελάκι με τις βούρτσες. Τυχαία κάποια μέρα πέρασε ένας βιολιστής και τον πήρε στο καφενείο των μουσικών. Μετά έγινε γνωστός και έμεινε εδώ πέρα. Δούλεψε με τη Δόμνα Σαμίου και έπειτα εγώ έγινα το παιδί του. Αυτός με έβαλε σε όλες τις δουλειές. Μου έδωσε το νήμα της προφορικής παράδοσης που είχε και αυτός από άλλους δασκάλους στην Κωνσταντινούπολη. Δηλαδή 200 χρόνια πίσω άμα θες να βρεις το δάσκαλό σου, σαν αλυσίδα… Αυτή την αλυσίδα άρχισα κι εγώ να την απλώνω στους μαθητές μου αργότερα».
Πριν γνωρίσετε το δάσκαλό σας είχατε ροπή προς τα κρουστά;
«Βέβαια, είχα πολύ μεγάλη ροπή, αφού έπαιζα πιτσιρικάς τότε με τα κουτάκια τα αλουμινένια, έχω και φωτογραφίες, με τα κουτάκια που είχαν καραμέλες μέσα και σοκολατάκια και έπαιζα».
Εσείς σε ποια ηλικία νοιώσατε μέσα σας ότι αυτός είναι ο δρόμος σας;
«Αυτό είναι πολύ περιπλεγμένο πραγματικά, γιατί, πότε νοιώθεις; Δεν ξέρεις και τι νοιώθεις όταν είσαι 10 χρονών και τι είναι. Ένα σύννεφο έχεις μέσα σου, αλλά πραγματικά μετά από τα 16 -17 που γνώρισα τον δάσκαλό μου, ήταν πολύ έντονο».
Υπήρξαν άλλα πρόσωπα που σας έχουν έτσι επηρεάσει πολύ από το χώρο της μουσικής;
«Πολύ αργότερα. Καταρχήν από την παραδοσιακή μουσική που εγώ άρχισα να δουλεύω με όλους τους καλύτερους λαϊκούς οργανοπαίχτες τότε, η Δόμνα Σαμίου που δούλευα πάρα πολύ. Με αυτή ήμουν συνεργάτης και βέβαια με όλους του παραδοσιακούς συνεργάτες οι οποίοι με επηρέασαν πάρα πολύ. Όλοι αυτοί της δημοτικής παράδοσης».
Σας άνοιξαν νέους κόσμους…
«Βέβαια, γιατί μην ξεχνάμε ότι εγώ ήμουνα ένα παιδί που μεγάλωσα στην πρωτεύουσα την περίοδο της Χούντας, όπου η δημοτική μουσική χρησιμοποιήθηκε με ένα τρόπο πολύ άσχημο, για να δείξουμε την εθνική μας καταγωγή… Με ένα τρόπο, πως να το πω… στραμπουληγμένα… Είχε μια στάμπα πολύ άσκημη η δημοτική μουσική επί Χούντας. Και για ένα νέο άνθρωπο όπως εμένα τότε δεν ήταν ούτε παραδεκτό, ούτε και εύκολο. Μετά έγινε η μεταπολίτευση, έγινε μια ανάνηψη.
Δηλαδή αρχίσαμε να φτάνουμε πίσω σε πραγματικά επίπεδα. Ο νέος κόσμος αγκάλιασε όλο αυτό το πράγμα. Μην ξεχνάμε πως ο Διονύσης Σαββόπουλος ήτανε ο νονός μας και μας έκανε την πρώτη μας παραγωγή στις «Δυνάμεις του Αιγαίου». Ο Διονύσης ήταν που έφερε στο «Ροντέο» τη Δόμνα Σαμίου και ήρθε σε επαφή με το νέο κόσμο, τους φοιτητές…».
Έτσι σχηματίζονται οι «Δυνάμεις του Αιγαίου που έκαναν θεαματική είσοδο…
«Ναι το 1985».
Πως έτυχε και βρεθήκατε; Πως έγινε η συγκλονιστική αυτή σύνθεση (Χρήστος Τσιαμούλης, Νίκος Γράψας, Γιάννης Ζευγόλης, Μιχάλης Κλαπάκης) που ασφαλώς είναι συστατικό του εκπληκτικού αποτελέσματος που προέκυψε αφού ο κάθε ένας μουσικός είναι στο είδος του κορυφαίος.
«Ο Χρήστος ο Τσιαμούλης είχε μεγαλύτερο αδερφό, το Γιάννη Τσιαμούλη ο οποίος είχε μια παιδική χορωδία στο σχολείο και έκανε παραδοσιακά τραγούδια. Εγώ πήγαινα σαν παραδοσιακός μουσικός τότε με άλλους καλλιτέχνες και συνοδεύαμε αυτή τη χορωδία. Έτσι με είδε ο Χρήστος και προστέθηκα στο συγκρότημα».
Αυτά τα πρώτα βήματα, πως έχουν αποτυπωθεί στο μυαλό σας; Πως θυμάστε τις πρώτες αγωνίες αυτοπροσδιορισμού του συγκροτήματος;
«Τότε είμαστε σε μια περίοδο που πολλά πράγματα ήτανε σε μια λευκή κόλλα και εμείς καλούμασταν να γράψουμε σε αυτήν την κόλλα. Τελικά φάνηκε πως αυτή η κόλλα ήταν έτοιμη να μας δεχθεί, γιατί υπήρχε αυτή η δίψα γι’ αυτό τον ήχο, τον πιο πρωτογενή από τα ακουστικά όργανα.
Τα παραδοσιακά όργανα που είχανε μπει στο ψυγείο εκείνη την περίοδο της Χούντας και πολλοί από τους νεότερους τότε δεν τα γνώριζαν, δεν τα είχαν ακούσει καν. Τι είναι το ούτι ας πούμε, τι είναι το κανονάκι, τι είναι το λαούτο, τι τα κρουστά, το ντουμπελέκι, το νταούλι, το ντέφι, τι είναι αυτά; Και ο ήχοι, οι δονήσεις των ήχων συγκίνησαν πάρα πολύ. Επίσης το γεγονός ότι εμείς κάναμε δικά μας τραγούδια με αυτόν τον ήχο και είμαστε τέσσερεις νέοι άνθρωποι που δημιουργούν με αυτά τα όργανα άρεσε και αμέσως συγκίνησε πάρα πολύ αυτό το πράγμα».
Ο κάθε ένας σας κατέθεσε τον εσωτερικό του πλούτο…
« Βέβαια, χωρίς να θέλω να περιαυτολογώ, κουβάλησα μεγάλη προίκα, μεγάλο πλούτο εσωτερικό από την μεριά της προφορικής παράδοσης».
Νομίζω πως ανοίξατε νέους δρόμους , δηλαδή ήσασταν μια πρωτοπορία για τα δεδομένα της εποχής, γιατί μας ξανασυστήσατε και την Ελληνική παράδοση μέσα και από νέες διαδρομές. Νομίζω πως αυτό είναι μια από τις πιο σημαντικές συμβολές σας στη διαδρομή σας, δε συμφωνείτε;
«Συμφωνώ απόλυτα, αλλά να μην ξεχνάμε πως υπήρξε και αυτή η δίψα. Το χωράφι δηλαδή ήταν διψασμένο τότε. Δεν είχε οργωθεί και περίμενε. Και για αυτό άρχισαν να φυτρώνουν πράγματα, και υπήρξε αυτή η απήχηση. Βασικά και η επαφή αυτή και η οπτική και η ακουστική με τις δονήσεις αυτές!».
Έχετε ξεχωρίσει κάποιες στιγμές πολύ κορυφαίες αυτής της διαδρομής;
« Εμείς είμαστε ουσιαστικά σαν μια μικρή μουσική οικογένεια. Κάναμε ένα γάμο, μια συμβίωση και μετά μέσα από αυτή την επιτυχία που είχαμε βέβαια, κάναμε ταξίδια, πάρα πολλές συναυλίες στο εξωτερικό και στην Ελλάδα. Μετά γινόντουσαν προστριβές… Ας πούμε, ο κάθε ένας έχει τον χαρακτήρα του… Χωρίσαμε την πρώτη φορά και έπειτα πάλι δεύτερος γάμος, ξαναβρεθήκαμε. Πριν να υπάρξει ο χωρισμός είχαμε δημιουργήσει τρεις δίσκους. Ο Μάνος ο Χατζιδάκις μας αγκάλιασε. Κάναμε τη δεύτερη παραγωγή , το δίσκο μας με την εταιρεία του Μάνου Χατζιδάκι τότε».
Θέλετε να μας μιλήσετε λίγο παραπάνω για αυτή τη σχέση και την εμπειρία σας με τον Χατζιδάκι;
«Ναι. Ο Χατζιδάκις ήτανε συγκινητικός. Κατ’ αρχήν αυτός είχε τη δύναμη και μπόρεσε και συγκέντρωσε όλους αυτούς τους καλλιτέχνες για ένα μεγάλο πρόγραμμα. Μιλάμε για τη σεζόν 1986 -87 στην Πλάκα, στην μπουάτ που υπήρχε, στον Σείριο, «στον Σείριο υπάρχουνε παιδιά» λεγότανε το πρώτο πρόγραμμα.
Έβγαιναν «οι Δυνάμεις του Αιγαίου», μετά έβγαιναν οι «Φατμέ», έπειτα έβγαινε ο Ξυδάκης με τους δικούς του μουσικούς και μετά έβγαινε ο Σαββόπουλος, κι αυτός έκανε λίγο πιο μεγάλο πρόγραμμα με τους δικούς του μουσικούς, τραγουδιστές. Μετά ακολουθούσαν οι τραγουδιστές και οι τραγουδίστριες με μουσικές του Χατζιδάκι. Όλο αυτό ήταν ένα πρόγραμμα το οποίο κρατούσε γύρω στις 4 ώρες. Έχει μείνει ιστορικό! Και ο Μάνος καθόριζε όλη αυτή την ιστορία».
Συγκλονιστικό! Από τις πιο δυνατές και όμορφες μνήμες της διαδρομής της Ελληνικής μουσικής. Δηλαδή όλη αυτή η σύνθεση και η συμμετοχή…
«Αυτή η συμμετοχή είναι ιστορική και μάλιστα έχει γίνει και ένα διπλό LP, έχει βγει κι ένας διπλός δίσκος, αποτυπωμένο από όλη αυτή την ιστορία, όλο, ο ένας με τον άλλο. Είναι αυτή η περίοδος! Κάναμε και τον 3ο δίσκο βέβαια εμείς τότε, έτσι.
Ήχος 2ος ήταν ο 2ος δίσκος και το Ανατολικό Παράθυρο ο 3ος δίσκος. Μετά ήρθε ο χωρισμός και μετά από 10 χρόνια σχεδόν ξανασμίξαμε στις αρχές του 2000 και βγάλαμε τον 4ο δίσκο, όπου κάναμε μεγάλες παρουσιάσεις στου Φέρρη, σε ένα μεγάλο μαγαζί τότε που ήμασταν. Ο δίσκος μετά από τον μακροχρόνιο χωρισμό, είχε τίτλο «όλες οι μέρες που έλειπα». Τώρα μετά από το 2018 με 2019 ξαναβρεθήκαμε πάλι».
Με την «Ανάσα»;
«Ναι και κάναμε την «Ανάσα» τώρα. Μπήκαμε στο στούντιο με καινούριο υλικό με συνθέσεις και μας έπιασε η πανδημία στο στούντιο, σταματήσαμε και μετά συνεχίσαμε πάλι».
Εκεί έχετε μελοποιήσει και το εκπληκτικό ποίημα του Καβάφη, τα «τείχη».
«Βέβαια, το οποίο θεωρώ ότι είναι διαχρονικό και πάντα επίκαιρο. Το έχω διαμορφώσει με ένα τρόπο αρχαιοπρεπή. Το αποδίδει και ο Νίκος ο Γράψας πολύ ωραία. Ασφαλώς υπάρχουν και άλλες συνθέσεις στον δίσκο από όλους μας. Δηλαδή αυτό (το πρώτο μέρος ) που κυκλοφόρησε στις ηλεκτρονικές πλατφόρμες είναι 9 κομμάτια και θα κυκλοφορήσουν άλλα 7 με τον δίσκο. Θα κυκλοφορήσει δηλαδή το πρώτο LP τώρα στην αρχή του χρόνου.
Στον δίσκο περιλαμβάνονται συνθέσεις του Νίκου Γράψα, του Χρήστου Τσιαμούλη, του Γιάννη Ζευγόλη, δικές μου και ένα μουσικό θέμα του Eric Satie. Τους στίχους υπογράφουν οι: Πρόδρομος Κοσμίδης, Έλσα Γράψα, Άγγελος Καλογερόπουλος, Δημήτρης Γιαλαμάς, Ματθαίος Ζευγόλης, Νίκος Γράψας και Ελένη Περινού. Στον δίσκο ερμηνεύουν εκτός από τον Νίκο Γράψα και τον Χρήστο Τσιαμούλη ο καταξιωμένος ερμηνευτής και τραγουδοποιός Μίλτος Πασχαλίδης και οι ταλαντούχες, ελπιδοφόρες ερμηνεύτριες: Μαρία Αλαμανή – Ναθαναηλίδου και Μαρία Μιχαλάκα», ενώ συμμετοχή έχουν επίσης ο Θύμιος Παπαδόπουλος (Κλαρινέτο, Σαξόφωνα) και ο Θοδωρής Κουέλης (Κοντραμπάσο).