Στη φυλακή ηλικιωμένη για τον εν βρασμώ φόνο του συζύγου της
Η ιστορία της κ. Περσεφόνης μπορεί να αποτελέσει, μέσα από την δραματικότητά της, δίδαγμα για πολλούς. Στα 70 της χρόνια η γυναίκα αυτή έβαψε με αίμα τα χέρια της γιατί μία ολόκληρη ζωή υπέμενε σχεδόν σιωπηλά τη βίαιη και ταπεινωτική συμπεριφορά του συζύγου της επειδή σκεφτόταν τα παιδιά της και κυρίως τον κοινωνικό διασυρμό και τα κουτσομπολιά στην μικρή κοινωνία που ζούσαν.
Προερχόμενη από μία καλή φαμίλια, είχε όνειρα να φτιάξει τη δική της αγαπημένη οικογένεια. Να μεγαλώσει και να μορφώσει τα τρία της παιδιά. Η παντριγιά όμως δεν της βγήκε όπως προσδοκούσε. Η συμβίωση με τον συγχωρεμένο σύζυγό της άρχισε να γίνεται ανυπόφορη όσο περνούσαν τα χρόνια. Η βία, τα πρώτα χρόνια λεκτική και στην πορεία και σωματική, ήταν σχεδόν καθημερινή. Ο αλκοολισμός είχε γίνει η μεγάλη του αγάπη και ταυτόχρονα και το μεγαλύτερο αμάρτημα του.
Στις ελάχιστες φορές που ήταν νηφάλιος ήταν ένας άλλος άνθρωπος που έδειχνε να αναγνωρίζει τη λανθασμένη συμπεριφορά του. Όταν όμως έπινε, ήταν αγνώριστος, όπως περιέγραψαν τα τρία τους παιδιά χθες στο δικαστήριο. Μέχρι και που παντρεύτηκαν και έφυγαν από το σπίτι, ο πατέρας ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος που μπροστά του δεν τολμούσε να βγάλει κανείς άχνα. «Φώναζε, έσπαγε πράγματα, μας δημιουργούσε φόβο γενικότερα» ανέφερε ο γιος.
Τόσο ο ίδιος όσο και οι αδελφές του ανέφεραν ότι πολλές φορές τους καλούσε η μητέρα τους στο σπίτι σε άθλια κατάσταση μετά από καυγάδες. «Είχαμε δει μελανιές στο σώμα της, στο μάτι της. Δύο-τρεις φορές την κυνηγούσε με το αυτοκίνητο να την πατήσει, μας το είπαν οι γείτονες. Λίγες ημέρες πριν γίνει το κακό, της είχε πετάξει ένα σφυρί στο κεφάλι, το οποίο τελικά απέφυγε, την χτύπησε όμως στην περιοχή του θώρακα και είχε κάνει μία μεγάλη μελανιά».
Μέχρι και τη βοήθεια της Αστυνομίας είχε ζητήσει, δίστασε όμως να υποβάλει μήνυση για ενδοοικογενειακή βία, φοβούμενη το σούσουρο στην μικρή κοινωνία που ζούσαν. Ήταν πια μεγάλοι άνθρωποι και όλα αυτά ήταν ρεζιλίκια. Το μόνο που ήθελε στη ζωή της ήταν να έχει μία ήρεμη και αξιοπρεπή ζωή. «Με πλήγωνε η συμπεριφορά του.
Με εξευτέλιζε. Εγώ πάντα στη ζωή μου ήμουν αξιοπρεπέστατη, κοινωνική, δοτική. Ο κόσμος με θαύμαζε και με έλεγε αρχόντισσα. Κατάντησα να καθαρίζω σχολεία για να μπορέσω να ζήσω τα παιδιά μου. Ήμουν για εκείνα μάνα και πατέρας» είπε με δάκρυα στην απολογία της ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Μία γυναίκα με άσπρα μαλλιά, «τσακισμένη» από τα βάσανα και τη διαγνωσμένη κατάθλιψη που βίωνε.
Και τα τρία παιδιά ανέφεραν ότι είχαν κάνει προσπάθειες να τους βοηθήσουν με τη στήριξη των ειδικών, οι οποίες όμως δεν απέδωσαν, ενώ πολλές φορές τους είχαν συμβουλεύσει να χωρίσουν αφού δεν έκαναν μαζί, αλλά οι γονείς τους έκαναν πίσω. «Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι θα έφθαναν σε φονικό. Όταν ακούσαμε ότι έγινε κακό, πιστεύαμε ότι η μητέρα μας ήταν η νεκρή».
Τρεις ημέρες πριν το κακό, η μητέρα είχε πάρει την οριστική απόφαση να αποδεχτεί την πρόταση των παιδιών της να αφήσει τον άνδρα της και να μείνει σε ένα σπιτάκι που της είχαν βρει, κοντά στην εκκλησία. Εκείνο το πρωί είχε βρει στις τσέπες των λερωμένων ρούχων του άνδρα της χαρτάκια με γυναικεία ονόματα. Ήξερε ότι ο άνδρας της σύχναζε σε ένα κακόφημο καφενείο με γυναίκες. Ίσως η καταρρακωμένη αξιοπρέπεια της «επαναστάτησε».
Το βράδυ του Σαββάτου και ενώ έβραζε νερό στην κατσαρόλα, του ανακοίνωσε την απόφαση της να τον αφήσει. Μόλις είχε επιστρέψει στο σπίτι. «Προσπάθησε να μου βάλει το κεφάλι μέσα στο βραστό νερό» είπε κλαίγοντας. Ούτε που θυμάται πώς άρπαξε τον μπαλτά με τον οποίο κατακρεούργησε τον άνδρα της. Δεν ήταν σε θέση ούτε να περιγράψει πώς προκλήθηκαν τα εγκαύματα με το ζεματιστό νερό στα γεννητικά του όργανα. Έμεινε για ώρες στην αυλή για να συνέλθει. Τον σκέπασε με μία κουβέρτα, καθάρισε τα αίματα, έβγαλε από την ντουλάπα το κοστούμι του. Σκεφτόταν να δώσει τέλος στη ζωή της. Στα παιδιά της άφησε ένα ιδιόχειρο σημείωμα. «Να μην μας θάψετε μαζί. Να με πάτε στο χωριό, στο μνήμα του πατέρα μου». Τέτοια ήταν η απέχθειά της προς εκείνον και ας είχε «σκοτώσει» λίγα χρόνια πριν όλα τα οικογενειακά κειμήλια της σε ενεχυροδανειστήριο, προκειμένου να τον βοηθήσει στην επέμβαση ανοιχτής καρδιάς που θα έκανε. Τελικά το πρωί παραδόθηκε στην Αστυνομία.
«Ήταν μία καταστροφική σχέση» σχολίασε η πρόεδρος της έδρας κ. Ελένη Φραγκάκη, η οποία πολλές φορές διερωτήθηκε γιατί αυτοί οι δύο άνθρωποι δεν είχαν χωρίσει όσο ακόμα υπήρχε χρόνος, ενώ ήταν ιδιαίτερα δηκτική στο πόσο σκληρές είναι οι μικρές κοινωνίες στον στιγματισμό ανθρώπων και καταστάσεων.
Ο εισαγγελέας έδρας κ. Ζαχαρίας Κοκκινάκης στην αγόρευσή του αναφέρθηκε στην άλλη Περσεφόνη, της μυθολογίας, κόρη του Δία και της θεάς Δήμητρας, την οποία ερωτεύτηκε ο Άδης, την απήγαγε και την πήρε στον κάτω κόσμο. Η Περσεφόνη της ιστορίας μας μπορεί να έζησε μία ζωή στο σκοτάδι, όμως φρόντισε να στείλει στον Άδη τον σύζυγό της. Ο εισαγγελικός λειτουργός απέδωσε την πράξη της στην συσσωρευμένη οργή και ζήλεια που εκδηλώθηκε με αυτόν τον βίαιο τρόπο και πρότεινε να κηρυχθεί ένοχη όπως και πρωτόδικα.
Οι ένορκοι στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχαν αναγνωρίσει στην κατηγορούμενη ότι τέλεσε την πράξη σε βρασμώ ψυχικής ορμής ενώ αναγνώρισαν ότι ωθήθηκε σε αυτήν λόγω της ανάρμοστης συμπεριφοράς του θύματος καθώς και το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της επέβαλε ομόφωνα ποινή κάθειρξης επτά ετών με την έφεση να μην έχει αναστέλλουσα δύναμη. Η ηλικιωμένη θα οδηγηθεί για λίγο στη φυλακή μέχρι την αποφυλάκισή της καθώς μέχρι και το πρωτοβάθμιο βρισκόταν για περίπου ένα χρόνο έγκλειστη. Το διάστημα που ήταν έξω πρόσφερε αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες της σε γηροκομείο της Κρήτης.