Τα μπρος πίσω φέρνει η περίφημη μελέτη του ανατολικού πολεοδομικού κέντρου, καθώς οι νέες παρατηρήσεις του Υπουργείου Περιβάλλοντος, αλλάζουν όλα τα δεδομένα, άρα θα πρέπει να γίνει από την αρχή νέα γεωλογική μελέτη προσαρμοσμένη στις σύγχρονες προδιαγραφές που ο νόμος ορίζει.
Όπως εξηγεί η αρμόδια αντιδήμαρχος Πολεοδομίας κ. Στέλλα Αρχοντάκη Καλογεράκη, η μελέτη που πήρε στα χέρια του το Υπουργείο δεν είχε το αναλυτικό υπόβαθρο των στοιχείων που απαιτούνται και με δεδομένο το γεγονός ότι στο συγκεκριμένο σημείο έχουν εντοπιστεί μεγάλα ρήγματα, επιβάλλεται από τον νόμο η ανάθεση νέας γεωλογικής μελέτης, η οποία θα πρέπει να προηγηθεί της πράξης εφαρμογής. Η εξέλιξη αυτή είναι ένα ακόμα τυπικό δείγμα της αφόρητης αργοπορίας με την οποία εξελίσσονται οι πολεοδομικές μελέτες, που αγκυλώνονται στα γρανάζια μιας διαδαλώδους γραφειοκρατίας η οποία έχει ως αποτέλεσμα όταν φτάνουν πια να ολοκληρώνονται τα στάδια υλοποίησης μιας μελέτης, να αποδεικνύονται αναχρονιστικά, ανεπίκαιρα, ανεφάρμοστα και ημιτελή…
Στη βάση αυτή κρίνεται ανεπαρκής και η γεωλογική μελέτη που συνοδεύει τη συγκεκριμένη πολεοδομική μελέτη, όπως εξηγεί η αντιδήμαρχος, θα πρέπει να γίνει από την αρχή σε άλλη βάση με συγκροτημένη προσέγγιση σε σχέση με τα δεδομένα των ρηγμάτων, από την ανάλυση των οποίων θα προκύψουν σαφή στοιχεία για τους όρους θεμελίωσης. Όπως τονίζει με δηλώσεις της στην «Π» η αρμόδια αντιδήμαρχος Πολεοδομίας κ. Στέλλα Αρχοντάκη Καλογεράκη, οι εξελίξεις στην υπόθεση του ανατολικού πολεοδομικού κέντρου συνδυαστικά και με μια σειρά άλλων αντίστοιχων ζητημάτων οδηγούν τη δημοτική αρχή στην απόφαση να προχωρήσει στην πρόσληψη γεωλόγου και πολεοδόμου ώστε να μπορέσει να κινηθεί με περισσότερη ευελιξία και να αντιμετωπίσει τέτοια ζητήματα που συνεχώς ανακύπτουν.
Να θυμίσουμε ότι το μεγάλο κεφάλαιο του ανατολικού πολεοδομικού κέντρου επανακινήθηκε τα τελευταία χρόνια, με πολιτική απόφαση της δημοτικής αρχής και του δημάρχου Β. Λαμπρινού να μπει σε πρώτο πλάνο η πολεοδόμηση μιας περιοχής η οποία για χρόνια έχει εγκαταλειφθεί, παρά το γεγονός ότι αποτελεί προμετωπίδα της πόλης και συνδετήριο άξονα του λιμανιού με την «καρδιά» του Ηρακλείου. Ωστόσο απομένουν ακόμα σημαντικά ζητήματα να ληθούν μέχρι η μελέτη να φτάσει σε επίπεδο υλοποίησης, όχι μόνο διότι όλος ο σχεδιασμός είχε ουσιαστικά εγκαταλειφθεί από το 1994, αλλά επειδή μεσολάβησαν και εξελίξεις που άλλαξαν τα δεδομένα για τη μελέτη του ανατολικού πολεοδομικού κέντρου.
Όπως είναι γνωστό, η περιοχή του ανατολικού πολεοδομικού κέντρου εκτείνεται βόρεια από την παραλιακή λεωφόρο, νότια από τη λεωφόρο Ικάρου, δυτικά από το πάρκο Νεολαίας (ενετικά τείχη από την πλευρά της Δουκός Μποφόρ) και ανατολικά από την οδό Στεφάνου Λερά, και, παρά το γεγονός ότι αποτελεί “βιτρίνα” για το Ηράκλειο, παραμένει αναξιοποίητη, καθώς δε συμπεριλήφθηκε στο σχέδιο πόλης του 1958. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 είχε ξεκινήσει η μελέτη πολεοδόμησης και αξιοποίησης της περιοχής, όμως η δημοτική αρχή Ασλάνη “πάγωσε” κάθε διαδικασία, οραματιζόμενη τη μετατροπή της περιοχής σε κοινόχρηστο χώρο και άλσος.
Η δημοτική αρχή Κουράκη διαφοροποιήθηκε πολιτικά και σε πρώτη φάση κίνησε τη διαδικασία της μελέτης πολεοδόμησης του ανατολικού πολεοδομικού κέντρου. Ακολούθησε μια μακροχρόνια εμπλοκή ανάμεσα στο Υπουργείο Πολιτισμού και το Δήμο Ηρακλείου για τη διεκδίκηση του κτηριακού συγκροτήματος του “Αθηνά” το οποίο τελικά κατέληξε στα χέρια του Υπεραστικού ΚΤΕΛ το οποίο αξιοποίησε άριστα το σπουδαίο ιστορικό κτίσμα.