οδού Πεδιάδος

Πάνω από ένα χρόνο έχει στα χέρια του ο Δήμος Ηρακλείου, επιστολή των κατοίκων της Πεδιάδος, με την οποία ζητούν από τη δημοτική Αρχή να στρέψει το βλέμμα της στην ιστορική αυτή περιοχή, που ζει τις σκληρές συνθήκες μιας μακροχρόνιας προκλητικής εγκατάλειψης, και έχει σαν αποτέλεσμα να βυθίζεται στα προβλήματα που εντείνει η φθορά του χρόνου. Η περιοχή της Πεδιάδος είναι ένας από τους πιο ιστορικούς θύλακες του Ηρακλείου, που «ανασαίνει» δίπλα στην πλατεία Ελευθερίας, ακουμπά την πλάτη του στο Ενετικό τείχος και κυκλώνεται  από τις πιο κεντρικές οδικές αρτηρίες, Έβανς και Αβέρωφ και μέσα του φωλιάζει ένα από τα πιο όμορφα τμήματα του ιστού της παλιάς πόλης. Στη σπουδαία αυτή περιοχή, το χιλιομπαλωμένο οδόστρωμα, ο προβληματικός φωτισμός, τα ανύπαρκτα πεζοδρόμια, συνθέτουν το γαϊτανάκι μιας αφόρητης παρακμής που χτίστηκε με τις διαχρονικές βαριές πολιτικές ευθύνες των δημοτικών Αρχών που ποτέ δεν ασχολήθηκαν διεξοδικά για να αναδείξουν το σπουδαίο αυτό τμήμα του ιστορικού ιστού.

Φωτεινή Κυριακάκη
Η κ. Φωτεινή Κυριακάκη

Η Φωτεινή Κυριακάκη είναι κάτοικος της περιοχής, στην οποία επέλεξε να ζήσει, γνωρίζοντας τα προβλήματα και τις ειδικές συνθήκες που τη χαρακτηρίζουν, αλλά με την ελπίδα, ότι η κατάσταση αυτή δεν θα είναι… αιώνια, και προοπτικά θα γίνουν κάποιες βελτιωτικές παρεμβάσεις, που θα αναβαθμίσουν  τη ζωή των κατοίκων και θα διασώσουν το σημαντικό αυτό τμήμα του ιστορικού ιστού. Όμως η πραγματικότητα αποδείχτηκε πολύ σκληρότερη των προσδοκιών της, που ποτέ δεν επιβεβαιώθηκαν.

Η κ. Κυριακάκη μαζί με άλλους κατοίκους της περιοχής, απευθύνθηκε στον Δήμο προφορικά και εγγράφως, ζητώντας την αυτονόητη στήριξη του, για να βελτιωθεί η εικόνα της ιστορικής περιοχής,  λειτουργικά και αισθητικά, και να δοθεί η πρέπουσα σημασία στον τόσο σημαντικό θύλακα της παλιάς πόλης.

Όπως η ίδια περιγράφει μιλώντας στην «Π» «στην επιστολή την οποία είχαμε καταθέσει περιλάβαμε μια σειρά από προτάσεις, στην προσπάθεια μας να ενθαρρύνουμε τον Δήμο να ασχοληθεί με την περιοχή μας, και να αξιοποιήσει το  συγκριτικό της ιστορικό πλεονέκτημα, για να την αναδείξει και να αποκτήσει άλλη δυναμική και άλλη προοπτική την οποία αξίζει και δικαιούται. Μεταξύ άλλων, αυτό το οποίο έχουμε προτείνει είναι να γίνουν εργασίες υπογειοποίησης των δικτύων κοινής ωφελείας,  πεζοδρόμησεις, και αποκατάσταση των έντονων κλίσεων των δρόμων. Παράλληλα προτείναμε η κεντρική όδευση εισόδου της Πεδιάδος, που ανεβαίνει στη Βίγλας, να γίνει δρόμος ήπιας κυκλοφορίας ώστε να μπορεί να διευκολυνθεί η είσοδος και έξοδος της καθημερινότητας των μόνιμων κατοίκων. Επίσης είναι σημαντικό να φωταγωγηθεί σωστά η περιοχή με τρόπο ώστε να αναδειχτούν ιστορικά κτήρια και να μη βυθίζονται στην εγκατάλειψη. Ζητάμε τα αυτονόητα. Να μη χαθεί στο πέρασμα του χρόνου η ομορφιά και η ιστορικότητα του δρόμου της περιοχής, και να δοθεί η δυνατότητα στην Ηρακλειώτικη κοινωνία και τους επισκέπτες της  να χαρεί αυτή την όμορφη γειτονιά».

Αυτό το οποίο τονίζουν οι κάτοικοι της περιοχής είναι ότι την ίδια ώρα που τα ιστορικά κέντρα του Ρεθύμνου και των Χανίων γνωρίζουν πρωτοφανή άνθιση, καθώς αποτελούν πυρήνες πλούσιας εμπορικής, τουριστικής, πολιτιστικής αλλά και οικιστικής δράσης, το παλιό Ηράκλειο έχει εγκαταλειφθεί στην τύχη του όπου δεκάδες ερειπωμένα σπίτια που έχουν αναφορά σε διαφορετικές χρονικές περιόδους της πλούσιας ιστορικής διαδρομής της παλιάς πόλης, καταρρέουν μέρα με τη μέρα.

Όπως είναι γνωστό, τις προηγούμενες δεκαετίες, η μελέτη ανάπλασης της παλιάς πόλης, που προχώρησε μέσα από μια σοβαρή επιστημονική επεξεργασία, για την οποία δαπανήθηκαν σοβαρότατα χρηματικά ποσά, δημιούργησε προσδοκίες για την ανάδειξη αυτού του σπουδαίου ιστορικού θύλακα, σαν αναπόσπαστο τμήμα της παλιάς πόλης.

Η μελέτη ανάπλασης περιελάμβανε ένα σύνολο παρεμβάσεων που αφορούν τους όρους δόμησης, μορφολογικούς κανόνες των όψεων των κτισμάτων, μέσα από τη δρομολόγηση μιας ολοκληρωμένης συγκροτημένης παρέμβασης που θα έθετε ένα πλαίσιο κανόνων. Το οραματικό σχέδιο, για την ανάδειξη του ιστορικού ιστού του Ηρακλείου, έχει εγκαταλειφθεί πλήρως, αφού η σημερινή δημοτική Αρχή, ουσιαστικά προεκτείνει την πολιτική πρακτική των προκατόχων της,  που έβαλαν «στον πάγο» τη μελέτη, η οποία θεμελιώνει συνθήκες για να αναπλαστούν τα ακίνητά του ιστορικού κέντρου.