Με την μεγάλη πιθανότητα ρίσκου, προχωρούν πλέον οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες στην υλοποίηση των επενδυτικών τους πλάνων αναφορικά με την έρευνα και εκμετάλλευση των κοιτασμάτων στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αυτό μπορεί αφενός πρακτικά να συνεπάγεται επιφυλακτικότητα, ωστόσο αφετέρου, υποδηλώνει ότι το ενδιαφέρον για τα κοιτάσματα νότια και νοτιοδυτικά της Κρήτης δεν έχει χαθεί.
Ειδικότερα, οι δύο θαλάσσιες παραχωρήσεις, «Δυτικά» και «Νοτιοδυτικά της Κρήτης», θεωρούνται βάσει των γεωλογικών δεδομένων πιθανές για την ύπαρξη μεγάλων αποθεμάτων φυσικού αερίου.
Η κοινοπραξία που έχει μισθώσει τις περιοχές, Total – ExxonMobil – ΕΛΠΕ, τηρεί σιγή ασυρμάτου ως προς την εκτέλεση του τελευταίου σταδίου των προκαταρκτικών ερευνών. Αυτού της διενέργειας σεισμικών ερευνών με ειδικό σκάφος.
Η καταληκτική περίοδος, με βάση τις συμβατικές υποχρεώσεις, είναι η χειμερινή περίοδος 2021-2022. Δηλαδή μέχρι τον ερχόμενο Φεβρουάριο.
Πολλοί είναι εκείνοι που προδικάζουν τη μετάθεση της ερευνητικής δραστηριότητας, μετά και τις τελευταίες δηλώσεις του πρεσβευτή των ΗΠΑ Τζέφρι Πάιατ. Ο τελευταίος σε συνέντευξή του στο Greece Investor Guide, όταν ρωτήθηκε για το αν συμβαδίζουν οι έρευνες φυσικού αερίου στην Κρήτη με τους στόχους της Ελλάδας για την κλιματική αλλαγή, απάντησε πως «η αγορά θα αποφασίσει για το αν θα γίνουν οι έρευνες».
Το «θολό» τοπίο για τις έρευνες κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Ελλάδα περιγράφει και στην ετήσια οικονομική της έκθεση η Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονάνθρακων, που είναι επιφορτισμένη με τον ρόλο της διαχείρισης των δικαιωμάτων του ελληνικού Δημοσίου:
«Ο τομέας των υδρογονανθράκων υφίσταται τον μεγαλύτερο μετασχηματισμό του από το ξεκίνημά του πριν από σχεδόν 200 χρόνια, οδηγούμενος από την αυξημένη συνειδητοποίηση ότι ο κόσμος μας πρέπει επειγόντως να μετατραπεί σε μια πιο βιώσιμη οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα».
«Αυτό είναι το πολύπλοκο και αβέβαιο επιχειρησιακό περιβάλλον στο οποίο η ΕΔΕΥ ΑΕ επιδιώκει να προσελκύσει επενδυτές και να προωθήσει δραστηριότητες για την απόκτηση αξιόπιστων δεδομένων, σχετικά με το μέγεθος και την εμπορικότητα των δυνητικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων της Ελλάδας» αναφέρει χαρακτηριστικά, αν και τονίζει πως «η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει ένα παράθυρο ευκαιρίας αξιοποίησης των φυσικών της πόρων».
«Η χώρα μας αλλά και συνολικά η ΕΕ αντιμετωπίζονται από τους πετρελαϊκούς ομίλους ως χώρες με επενδυτικό κίνδυνο» τονίζουν τα ίδια στελέχη.
Μιλούν για αλλαγή της στάσης τους, η οποία εκδηλώθηκε μετά τις αποφάσεις των κρατών-μελών και τους φιλόδοξους στόχους που έχουν τεθεί στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής.
Με τις παρατηρήσεις αυτές, οι ίδιες πηγές συμπληρώνουν πως «κάτι τέτοιο φάνηκε τόσο με την κίνηση του ισπανικού κολοσσού REPSOL να αποχωρήσει από την Ελλάδα επιστρέφοντας στο ελληνικό Δημόσιο την παραχώρηση της Αιτωλοακαρνανίας και αποχωρώντας και από την κοινοπραξία με την Energean, όπου είχαν μισθώσει τα δικαιώματα έρευνας στο χερσαίο οικόπεδο των Ιωαννίνων».
Αλλά και τα Ελληνικά Πετρέλαια επέστρεψαν, επίσης, τα δικαιώματα έρευνας που είχαν στις χερσαίες περιοχές «Αρτα – Πρέβεζα» και «ΒΔ Πελοπόννησος».
Υπενθυμίζεται ότι το φιλόδοξο σχέδιο για την αξιοποίηση των αποθεμάτων φυσικού αερίου στη χώρα μας που ξεκίνησε πριν από περίπου δέκα χρόνια φαίνεται να συναντά δυσκολίες ως προς την υλοποίησή του.
Οι πετρελαϊκές στρέφουν τις δραστηριότητές τους σε «πράσινες» μορφές ενέργειας επιδιώκοντας να «καθαρίσουν» το χαρτοφυλάκιό τους και να υπηρετήσουν με τη σειρά τους τους στόχους της μετάβασης στην ανθρακικά ουδέτερη εποχή. Και έτσι αφήνουν επενδυτικά σχέδια, τα οποία βρίσκονται είτε σε ανώριμο στάδιο, είτε σε χώρες που πρωταγωνιστούν στην «πράσινη» ατζέντα.