Μαγείρεμα αντί ταβέρνας για τους τουρίστες – “Χρυσές δουλειές” κάνουν τα σούπερ-μάρκετ

Βάζουν «μαχαίρι» και στις δαπάνες της εστίασης προκειμένου να συγκρατήσουν τον προϋπολογισμό των διακοπών, επιλέγοντας συχνότερα, αντί για την έξοδο τους σε κάποια ταβέρνα, το μαγείρεμα ή το «γρήγορο» φαγητό στο χέρι.
«Κατά τη διάρκεια μίας εβδομάδας διακοπών, ένα ζευγάρι βγαίνει πλέον για φαγητό κατά μέσο όρο, μόνο τις δύο μέρες. Τις υπόλοιπες, είτε ψωνίζει από το σούπερ μάρκετ για να μαγειρέψει, είτε επιλέγει το φαγητό στο χέρι» σημειώνει στο CNN Greece o κ. Γιάννης Παπαδόπουλος, Περιφερειάρχης της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εστιατορικών και Συναφών Επαγγελμάτων Νοτίου Αιγαίου .

Αυτό αποτυπώνεται εξάλλου, σύμφωνα με τον ίδιο, και στην εικόνα που παρουσιάζουν τα καταστήματα εστίασης σε αρκετά δημοφιλή νησιά της χώρας.
Σε μία περίοδο όπου στο παρελθόν είχαν πληρότητες της τάξεως του 100%, φέτος «δεν πιάνουν ούτε το 60%, ακόμη και τις ώρες αιχμής» υπογραμμίζει ο κ. Παπαδόπουλος. Μειωμένο, ταυτόχρονα, είναι και το ύψος των παραγγελιών, με τους καταναλωτές να εμφανίζονται συγκρατημένοι ακόμη και όταν τελικά αποφασίσουν να βγουν για φαγητό.

Διψήφιοι ρυθμοί ανάπτυξης στα σούπερ-μάρκετ

Την ίδια στιγμή, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, οι πωλήσεις των σούπερ μάρκετ στα νησιά παίρνουν σημαντική ώθηση από την παρουσία Ελλήνων και ξένων επισκεπτών. Ενδεικτικό είναι πως το 2023, σύμφωνα με τα στοιχεία της NielsenΙQ, τα σούπερ μάρκετ στα νησιά κατέγραψαν διψήφιους ρυθμούς ανάπτυξης (+12,9% στην Κρήτη και +14% στα νησιά Ιονίου και Αιγαίου) έναντι +9,3% του συνολικού τζίρου της αγοράς.
Παράλληλα, η συνεισφορά των νησιών στις συνολικές πωλήσεις των λιανεμπορίου τροφίμων έφτασε το 11,2% στην «καρδιά» του καλοκαιριού, από 8,4% στο σύνολο του έτους.
Σημειώνεται πως σύμφωνα με έρευνα του ΙΕΛΚΑ, ένας στους δύο πολίτες δηλώνει ότι δεν θα πάει διακοπές το 2024, ενώ ένας στους τρεις, ότι θα κάνει πιο περιορισμένες. Ως κύριους παράγοντες που επηρεάζουν τις διακοπές τους αναφέρουν κυρίως τα αυξημένα κόστη σε εισιτήρια (50%) και διαμονή (48%), το κόστος των καυσίμων (37%) αλλά και της εστίασης σε ποσοστό 33%.