Σε άλλες περιπτώσεις, αντίστοιχη περίοδο, οι αγοραπωλησίες ελαιολάδου τη δεδομένη στιγμή θα βρίσκονταν στην κορύφωση τους.
Τη φετινή χρονιά ωστόσο, σχεδόν όλες οι αγοραπωλησίες έχουν ολοκληρωθεί. Οι μικροί και μικρομεσαίοι παραγωγοί έχουν πουλήσει το ελαιόλαδο τους, ενώ οι εμπορικές πράξεις που υλοποιούνται είναι ελάχιστες έως μηδενικές.
Κι αυτές υλοποιούνται σε πολύ μικρές ποσότητες κυρίως από τυποποιητές που έχουν κλείσει εμπορικές συμφωνίες με το εξωτερικό και δεν μπορούν να βρουν επαρκείς ποσότητες για να μπορέσουν να καλύψουν το ελάχιστο ποσοστό παραγγελιών για τις οποίες έχουν δεσμευθεί.
«Έτσι όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα φαίνεται πως τιμή υπάρχει για το ελαιόλαδο, αλλά λάδι δεν υπάρχει» λέει ο επαγγελματίας παραγωγός και τυποποιητής κ. Μιχάλης Αλμπαντάκης, που επισημαίνει παράλληλα ότι δεδομένων των συνθηκών δεν είναι απίθανο καθόλου κάποιες συμφωνίες να μην υλοποιηθούν.
Το πρόβλημα ωστόσο δεν έγκειται μόνο στη φετινή χρονιά, αλλά μετατίθεται για τουλάχιστον μία χρονιά ακόμα, αφού οι δεδομένες καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην Κρήτη δεν ευνοούν καθόλου την ανθοφορία κι έπειτα την καρπόδεση. Με δεδομένο επίσης, ότι ήδη από τη φετινή χρονιά οι ελιές βρίσκονται σε κατάσταση σοκ, θεωρείται πολύ δύσκολο, η επόμενη σεζόν να είναι πολύ καλύτερα.
Αν ληφθεί υπόψη μάλιστα πως τη φετινή χρονιά η παραγωγή σε ολόκληρη την Κρήτη δεν ξεπέρασε τους 30.000 τόνους, ενώ την περυσινή χρονιά, η παραγωγή υπολογίστηκε σε περίπου 130.000 τόνους γίνεται κατανοητό το μέγεθος της ζημιάς.
Το κρίσιμο ερώτημα ωστόσο δεν έχει να κάνει με το πότε θα επανέλθουμε σε μία κανονικότητα, αλλά με το αν θα επανέλθουμε.
«Η εκτίμηση μου είναι ότι εισερχόμαστε πλέον σε μια νέα εποχή για την ελαιοπαραγωγή και πρέπει να το αντιληφθούμε σύντομα αυτό» αναφέρει ο κ. Αλμπαντάκης που επισημαίνει ότι αν οι παραγωγοί δεν αντιμετωπίσουν το κρητικό παρθένο ελαιόλαδο ως ένα εξαιρετικής ποιότητας προϊόν δεν θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις νέες συνθήκες.
«Οι περίοδοι που το λάδι ήταν στα 2 και 3 ευρώ εκτιμώ ότι δεν θα επιστρέψουν ποτέ» υποστηρίζει για να προσθέσει:
«Αυτό οφείλει να μας κινητοποιήσει. Ήδη σιγά – σιγά φαίνεται πως οι παραγωγοί που πήγαιναν μία φορά το χρόνο στο λιόφυτο για να δουν αν έχουν λάδι, δεν θα καταφέρουν να επιβιώσουν. Μπαίνουμε σε μια νέα εποχή και χρειάζονται σε όλα τα επίπεδα προσπάθειες, προκειμένου να παράγουμε ποιοτικό ελαιόλαδο και να το προωθούμε σε αυτή τη λογική τυποποιημένο.
Δεν νομίζω ότι μπορούμε να μιλάμε πλέον για εποχές που το ελαιόλαδο ήταν ένα κοινό αγαθό για όλους. Πλέον είναι ένα προϊόν ανώτερης ποιότητας που απευθύνεται σε πολύ συγκεκριμένο κοινό, μέσης οικονομικής δυνατότητας και πάνω. Αν δεν γίνουν κατανοητά όλα αυτά, νομίζω πως δεν μπορούμε να προχωρήσουμε σε κάποια πρόοδο ή ανάπτυξη του προϊόντος».