Η στασιμότητα τροφοδοτεί την αδράνεια. Οδηγεί στην απραξία και στον μαρασμό. Και εντέλει στο τέλμα. Έτσι επέρχεται η παράδοση, ακόμη και η υποταγή. Τα αντανακλαστικά απονεκρώνονται, με φυσικό επακόλουθο την αποδοχή μιας κατάστασης που πριν θα φάνταζε ως ανοσιούργημα. Η αποτελμάτωση του Κυπριακού απεικονίζει με τον καλύτερο τρόπο, τη διαβρωτική δύναμη της στασιμότητας. Και το χειρότερο, την ανομολόγητη αποδοχή μιας ζοφερής πραγματικότητας.
Ο στροβιλισμός της ελληνοκυπριακής ηγεσίας, κάθε άλλο παρά συνιστά μια στρατηγική για την επανένωση της μεγαλονήσου. Απεναντίας επιτείνει την κρίση αξιοπιστίας, η οποία την περιβάλλει. Η τουρκική αδιαλλαξία, είναι η θεατή πλευρά που αντιστρατεύεται την αναζήτηση επίλυσης του Κυπριακού. Μολονότι στο παρελθόν η πολιτική ηγεσία της Τουρκίας υποστήριξε το σχέδιο Ανάν, μια σημαντική ευκαιρία, η οποία πήγε χαμένη.
Αλλά και στις συνομιλίες στο Κραν Μοντανά το 2017, υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες, έδειξε την πρόθεση της να διαπραγματευθεί ζητήματα που μέχρι τότε, ήταν ταμπού για την ίδια. Ο τωρινός τουρκικός παροξυσμός, αναμφίβολα επιβαρύνει το κλίμα, δείχνοντας τις μεταβολές που έχουν συντελεστεί στη γειτονική χώρα. Η ελληνοκυπριακή ηγεσία δέσμια της αδράνειας και της αναβλητικότητας, αποποιείται την ευθύνη ανάληψης πρωτοβουλιών.
Έτσι μετά το ναυάγιο του Κραν Μοντανά για το οποίο εγκαλείται, το μόνο που κάνει είναι να σπρώχνει το Κυπριακό σε βάθος χρόνου. Μάλιστα με άλλοθι την τουρκική επιθετικότητα, προσπαθεί να δικαιολογήσει τη δική της άρνηση. Ξεχνά βέβαια κάτι πολύ σημαντικό: Η εκκρεμότητα στο χρόνο, απομακρύνει περαιτέρω την όποια προοπτική επανένωσης της Κύπρου. Ουσιαστικά εδραιώνεται η διαίρεση και η διχοτόμηση. Ο απερχόμενος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, αν και στήριξε την εκλογή του πριν δέκα ολόκληρα χρόνια στην ανάγκη επίλυσης του Κυπριακού, εντούτοις υπαναχώρησε από τις διακηρυγμένες θέσεις του.
Προσχώρησε δίχως τον οποιαδήποτε ενδοιασμό, στο πολιτικό στρατόπεδο των αποκαλούμενων απορριπτικών. Εκείνων που απορρίπτουν με διάφορα προσχήματα και προφάσεις μια συμφωνία, η οποία θα έθετε τέλος στο καθεστώς της κατοχής και της διαίρεσης. Ο Νίκος Αναστασιάδης, δεν αμαύρωσε μόνο την Προεδρική του θητεία με όσα εγκαλείται, χρυσές βίζες και άλλα, έπραξε και κάτι χειρότερο: Θόλωσε την στρατηγική της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, διακινώντας παρασκηνιακά διάφορες θεωρίες που στην ουσία την αντιστρατεύονταν και την υπονόμευαν.
Οι «ανέκφραστες» επισήμως προσεγγίσεις του, περί χαλαρής και αποκεντρωμένης ομοσπονδίας, οι με πλάγιο τρόπο ανερμάτιστες βολιδοσκοπήσεις στην τουρκική πλευρά για δύο κράτη και άλλα επιβλαβή στρατηγήματα, επέτειναν την σύγχυση και την αναξιοπιστία. Και ταυτόχρονα ήταν βούτυρο στο ψωμί εκείνων των δυνάμεων που αποστρέφονται την επίλυση του Κυπριακού, υποστηρίζοντας ότι μια ενδεχόμενη λύση θα είναι χειρότερη από το σημερινό status quo.
Η ενίσχυση του μπλοκ των αρνητών δεν είναι τυχαία. Η ελληνοκυπριακή κοινότητα μετά από σαράντα εννιά χρόνια από την τουρκική εισβολή, βιώνει με διαφορετικά συναισθήματα τις ατελέσφορες προσπάθειες. Όπως φαίνεται η κόπωση κυριαρχεί. Αξιοσημείωτο είναι ότι ενόψει των εκλογών, σύμφωνα με τις έρευνες της κοινής γνώμης, το Κυπριακό βρίσκεται στην πέμπτη- έκτη στη σειρά των προτεραιοτήτων και του ενδιαφέροντος των ψηφοφόρων.
Το δε διαγενεακό χάσμα είναι περισσότερο από έκδηλο. Οι νέες γενιές στερούμενες ιστορικής μνήμης και τραυματικών εμπειριών, προσλαμβάνουν με διαφορετικό τρόπο τη διαίρεση και διχοτόμηση της Κύπρου. Οι επικείμενες εκλογές στην ελληνοκυπριακή πλευρά, δεν παύει να είναι δείκτης των τάσεων και των αντιλήψεων που κυριαρχούν. Το διαφαινόμενο προβάδισμα του Νίκου Χριστοδουλίδη, δεν είναι τυχαίο. Ο πρώην υπουργός εξωτερικών ενσαρκώνει την άρνηση για την εξεύρεση λύσης. Άλλωστε η υπουργική του θητεία το επιβεβαιώνει.
Η σύμπραξή του με τις αποκαλούμενες απορριπτικές δυνάμεις, το ΔΗΚΟ, την ΕΔΕΚ και άλλες, εδράζεται στην αμφισβήτηση μια συμφωνίας που θα στηρίζεται στη στρατηγική μιας Δικοινοτικής, Διζωνικής Ομοσπονδίας. Ο επίδοξος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας οφείλει την αποδοχή του, στο ότι βρίσκεται σε αρμονία με τις επικρατούσες αντιλήψεις στο ευρύτερο κοινωνικό σώμα των ελληνοκυπρίων.
Το Κυπριακό δεν είναι ένα ανεπίλυτο πρόβλημα. Ωστόσο η απουσία μιας ισχυρής και στιβαρής ηγεσίας που θα πιστεύει στην επίλυσή του, το συντηρεί και το επιδεινώνει. Τα αδιέξοδα τα οποία έχουν σωρευτεί, είναι αποτέλεσμα της έκδηλης αδυναμίας ηγεσιών, να ανταποκριθούν με επάρκεια και συνέπεια στις ευκαιρίες και στις δυνατότητες που κατά καιρούς προσφέρθηκαν.
Αλλά και γιατί κάποιες από αυτές δεν μπόρεσαν να απεξαρτηθούν από μονομέρειες και εθνικές αυταρέσκειες, από φοβικά σύνδρομα και εθνικιστικές ψυχώσεις, από μικροπολιτικές και ψηφοθηρικές πρακτικές. Δύο άξιες ηγεσίες, αυτές του Γιώργου Βασιλείου και του Γλαύκου Κληρίδη, οι οποίες συνιστούσαν τη διαφορά, έχασαν τη μάχη της επανένωσης της Κύπρου από τις αήττητες δυνάμεις της μετριότητας, της ανικανότητας και των εμμονών. Αν ο Τάσος Παπαδόπουλος στις εκλογές του 2003, δεν επικρατούσε έναντι του Γλαύκου Κληρίδη, το Κυπριακό θα είχε λυθεί μετά μάλιστα και τη μεγάλη εθνική επιτυχία να ενταχθεί το νησί, στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως πλήρες μέλος.
Η αγαστή συνεργασία του Κληρίδη με τον Έλληνα Πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη, δεν κατοχύρωσε μόνο τη συμμετοχή της Κύπρου, στην ευρωπαϊκή οικογένεια, επιτυγχάνοντας το ακατόρθωτο. Αλλά έφερε προ πυλών και τη συμφωνία για την επανένωση της Μεγαλονήσου. Τις πολύχρονες προσπάθειες τορπίλισε χωρίς κανέναν ενδοιασμό ο διάδοχος εθνικιστής Τάσος Παπαδόπουλος, σπρώχνοντας την Κύπρο στη στασιμότητα και στην ανυποληψία. Τον κύκλο των χαμένων ευκαιριών διεύρυνε περαιτέρω, η αλλοπρόσαλλη Προεδρία του Νίκου Αναστασιάδη.
* Ο Γιώργος Πανταγιάς είναι σύμβουλος Στρατηγικής και Επικοινωνίας εταιρεία POLITY