Την ερχόμενη Τρίτη κρίνεται στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο το μεγάλο θέμα που έχει ανακύψει με τη διαμόρφωση του δρόμου Γούρνες – Χερσόνησος και, όπως καταγγέλλουν στελέχη του Οργανισμού Ανάπτυξης Κρήτης κινδυνεύει να τινάξει στον αέρα όλη την εργολαβία.
Όπως έχει ήδη αποκαλύψει η «Π», οι εργασίες έχουν παγώσει μετά από παρέμβαση της Εφορίας Παλαιονθρωπολογίας Σπηλαιολογίας Υπηρεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού, η οποία τεκμηριώνει ότι θα πρέπει να προστατευθούν σπηλαιώσεις που βρίσκονται στη χάραξη της οδού που διασχίζει τον Αποσελέμη, καθώς παρουσιάζουν εξαιρετικό ιστορικό ενδιαφέρον.
Η υπηρεσία επομένως ζητά να δρομολογηθούν αλλαγές στη θεμελίωση του έργου, προκειμένου να προστατευτούν και να αναδειχτούν οι σπηλαιώσεις και να μην επιχωθούν όπως προβλέπει η μελέτη της παρέμβασης.
Ωστόσο, η εκδοχή αυτή βγάζει στα κάγκελα τα στελέχη του Οργανισμού Ανάπτυξης Κρήτης, που ξεκαθαρίζουν ότι οποιαδήποτε ανατροπή οδηγεί στην απένταξη του έργου, το οποίο σημαίνει ότι θα πρέπει να επιστραφούν 75.000.000 ευρώ! Παράλληλα, όμως, τονίζουν ότι το έργο έχει Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, η οποία είναι εγκεκριμένη και περιέχει γνωμάτευση της τοπικής Αρχαιολογίας που αξιολογεί ότι δεν υπάρχουν ευρήματα που θα δικαιολογούσαν τη δέσμευση της έκτασης.
Την τελική απόφαση για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στο πολύπαθο έργο του ΒΟΑΚ θα την πάρει το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, το οποίο θα κληθεί να αξιολογήσει εάν πρέπει να διατηρηθούν ή να επιχωματωθούν οι σπηλαιώσεις. Το ενδιαφέρον ωστόσο της υπόθεσης είναι ότι οι σπηλαιώσεις αυτές σήμερα εξυπηρετούν τις ανάγκες κτηνοτρόφων της περιοχής, οι οποίοι τις χρησιμοποιούν ως μάντρα για τα ζώα τους.
Συγκεκριμένα όπως εξηγεί στην «Π» ο Διευθυντής Συγκοινωνιακών Εργων του ΒΟΑΚ κ. Γιώργος Αγαπάκης, πρόκειται για μια πολύ σοβαρή υπόθεση στην οποία το διακύβευμα είναι μεγάλο. Το πρόβλημα είναι ότι αφενός κινδυνεύει να τιναχθεί στον αέρα η κρίσιμη εργολαβία για την αναβάθμιση του ΒΟΑΚ, αφετέρου όμως υπάρχει και μια άλλη διάσταση, ότι δηλαδή η εμπρόθεσμη ολοκλήρωση του έργου θα επιβραβεύσει τη χώρα μας με ένα μπόνους 120 εκ. ευρώ το οποίο θα μπορέσει να αξιοποιήσει για να υλοποιήσει και άλλα έργα που έχει ανάγκη ο τόπος μας.
Όπως σημειώνει, το έργο στο συγκεκριμένο τμήμα έχει ολοκληρωθεί σε ποσοστό που ξεπερνά το 80% και οι προβλεπόμενες εκσκαφές στην κύρια αρτηρία έχουν ολοκληρωθεί σε ποσοστό άνω του 90%.
Αντίστοιχα, έχουν καλή εξέλιξη και οι οδοστρωσίες και τα ασφαλτικά σε ποσοστό που ξεπερνά το 60%. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο επίμαχο σημείο κατασκευάζεται μια γέφυρα η οποία έχει θεμελιωθεί, έχουν μπει οι βάσεις και οι κορμοί, και το κόστος των εργασιών που έχει πιστοποιηθεί φτάνει τα 3.000.000 ευρώ, ενώ το σύνολο της παρέμβασης φτάνει τα 10 εκ. ευρώ.
Αναφερόμενος στο θέμα των σπηλαιώσεων ο κ. Αγαπάκης είπε πως είναι αδιαπραγμάτευτο αφού, όπως λέει, η ύπαρξή τους είναι γνωστή πριν από τον σχεδιασμό και τη δημοπράτηση του έργου, το οποίο έχει εγκεκριμένη μελέτη περιβαλλοντικών όρων.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι σπηλαιώσεις δεν αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια των εργασιών με εκσκαφή, αλλά προϋπήρχαν και είναι γνωστό ότι χρησιμοποιούνται από κτηνοτρόφο για τη φύλαξη των ζώων του.
Μάλιστα, ο ίδιος επικαλείται και την έγγραφη εκτίμηση του τεχνικού συμβούλου του έργου, σύμφωνα με την οποία οι σπηλαιώσεις υπάρχουν σε δύο κοιλώματα που έχουν λαξευθεί δημιουργώντας την εικόνα της σπηλαίωσης ενώ πρόκειται για μια ανθρωπογενή υποσκαφή.
Ο ίδιος ξεκαθαρίζει ότι οι διάφορες λύσεις που προτάθηκαν για την προστασία των σπηλαιώσεων έχουν πολύ μεγάλο κόστος το οποίο είναι αδύνατο να καλυφθεί από τον προϋπολογισμό του έργου. Αυτό σημαίνει ότι θα απαιτηθεί μια συμπληρωματική σύμβαση, η οποία όμως δεν μπορεί να εγκριθεί από την ισχύουσα νομοθεσία, ακριβώς επειδή το θέμα που ανέκυψε δεν ήταν απρόβλεπτο. Οι σπηλαιώσεις ήταν γνωστές και ορατές και δεν επηρέασαν την περιβαλλοντική αδειοδότηση του έργου.
Οπως εξηγεί ο κ. Αγαπάκης, το συγκεκριμένο σημείο των σπηλαιώσεων προτείνει ο ΟΑΚ να καταχωθεί με υλικό ήπιο το οποίο δεν θα προκαλεί μη αναστρέψιμα προβλήματα. Η κατάχωση των σπηλαιώσεων αποτελεί μονόδρομο, διότι σε διαφορετική περίπτωση το έργο θα απενταχθεί και θα απαιτηθεί η επιστροφή κοινοτικών πόρων ύψους 75.000.000 ευρώ.