Η οδός Λεβήνου στην περιοχή της Θερίσου, αποτελεί έναν δρόμο πυκνοκατοικημένο, με λιγοστά καταστήματα που εξυπηρετούν την καθημερινότητα των κατοίκων. Η ησυχία της γειτονιάς αυτής διακόπηκε απότομα από την τραγική αποκάλυψη της κακοποίησης του 3χρονου Άγγελου, ένα γεγονός που σόκαρε την χώρα και προκάλεσε πλήθος ερωτημάτων σχετικά με το αν οι γείτονες ή οι επαγγελματίες της περιοχής είχαν αντιληφθεί κάτι που θα μπορούσε να αποτρέψει την τραγωδία.
Εδώ και μέρες, τηλεοπτικά συνεργεία έχουν κατασκηνώσει έξω από το σπίτι όπου ζούσε ο 44χρονος σύντροφος και η 25χρονη μητέρα του παιδιού, επιχειρώντας να ανιχνεύσουν τα σημάδια μιας υπόθεσης που παραμένει θολή. Παράλληλα, οι δημοσιογραφικές ερωτήσεις προς τους κατοίκους και τους καταστηματάρχες έχουν προκαλέσει έντονα συναισθήματα. Όταν ρωτήθηκαν αν είχαν υποψιαστεί κάτι, οι περισσότεροι έδειξαν αγανάκτηση.
«Είναι δυνατόν να βλέπαμε ή να ακούγαμε κάτι και να μην το αναφέραμε στην αστυνομία, έστω και ανώνυμα;» ανέφερε μια ηλικιωμένη κάτοικος. Δίπλα της, η κόρη της πρόσθεσε με ένταση: «Κι εμείς γονείς είμαστε. Αν ξέραμε κάτι, δεν θα μέναμε αμέτοχοι». Αυτή η αίσθηση του σοκ και της αγανάκτησης είναι διάχυτη στη γειτονιά. Κανείς δεν φαίνεται να μπορεί να πιστέψει ότι ένα τέτοιο δράμα διαδραματιζόταν δίπλα τους.
Μια νεαρή κοπέλα που συχνάζει στην περιοχή, αν και δεν είναι μόνιμη κάτοικος, ανέφερε ότι γνώριζε τον 44χρονο και την κόρη του. «Ήταν ένας άνθρωπος πολύ νευρικός. Όταν νευρίαζε, φώναζε δυνατά. Αλλά η φίλη μας, η κόρη του, δεν φταίει σε κάτι. Το παιδί έχει υποστεί τεράστιο bullying», σχολίασε. Οι παρατηρήσεις αυτές προσθέτουν στη γενική εικόνα ενός ανθρώπου με «περίεργη» προσωπικότητα, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν ξεκάθαρες ενδείξεις για το
τι συνέβαινε πίσω από κλειστές πόρτες.
Ένας επιχειρηματίας της περιοχής, που είχε πελάτες και τη μητέρα του παιδιού και το σύντροφό της, περιέγραψε τις εντυπώσεις του: «Στη γειτονιά δεν είχε καλή φήμη. Έκανε φασαρίες. Συχνά ακούγονταν οι φωνές τους. Ήταν οι φωνές του ζευγαριού, όχι του παιδιού. Το παιδί, όμως, ήταν αυτό που μου έκανε εντύπωση. Ήταν όμορφο, αλλά πάντα ανέκφραστο. Φαινόταν να φοβάται τη μητέρα του. Δεν απαντούσε, όταν το ρωτούσαμε τι κάνει. Κοιτούσε ψηλά. Εκείνη υποκρινόταν, καλημέριζε με ένα ψεύτικο χαμόγελο. Το παιδί ήταν πάντα ακίνητο, ανέκφραστο, σαν στρατιωτάκι».
Άλλοι κάτοικοι που γνωρίζουν την οικογένεια αναφέρουν ότι άκουγαν φασαρίες, αλλά όχι κάτι που να τους προβληματίσει σοβαρά. Ένας εξ αυτών δήλωσε: «Το παιδί έκλαιγε συχνά, αλλά δεν φαινόταν το κλάμα του να είναι αποτέλεσμα κακοποίησης. Εγώ προσωπικά άκουσα τη μητέρα να φωνάζει στο παιδί, αλλά τίποτα πέρα από το φυσιολογικό». Ωστόσο, αυτή η απουσία ξεκάθαρων ενδείξεων ή καταγγελιών δεν σημαίνει ότι το παιδί δεν υπέφερε.
Η στάση των γειτόνων, όπως φαίνεται από τις μαρτυρίες, κινείται στο ίδιο μοτίβο. Αναγνωρίζουν ότι ο 44χρονος είχε μια κακή φήμη, όπως λένε, χωρίς όμως να έχουν συγκεκριμένες αποδείξεις για βάναυση συμπεριφορά. «Δεν ήταν κάποιος που ήθελες να κάνεις παρέα, αλλά δεν ακούσαμε κάτι για κακοποίηση. Αν είχαμε αντιληφθεί το παραμικρό, θα το καταγγέλλαμε», δηλώνουν.
Η υπόθεση αυτή φέρνει ξανά στην επιφάνεια το διαχρονικό ζήτημα της ευθύνης των γειτόνων και της κοινωνίας ευρύτερα. Πολλοί κάτοικοι υποστηρίζουν ότι θα είχαν αντιδράσει αν είχαν περισσότερες πληροφορίες. Ωστόσο, η σιωπή και η απουσία δράσης υπογραμμίζουν τις δυσκολίες στη διάκριση μεταξύ μιας συνηθισμένης οικογενειακής διαμάχης και ενός περιβάλλοντος όπου κυριαρχεί η κακοποίηση. Στην περίπτωση του μικρού Άγγελου, η τραγωδία γράφτηκε στις σκιές μιας γειτονιάς που τώρα προσπαθεί να κατανοήσει τι πήγε λάθος.