ΙΩΣΗΦ ΒΑΛΕΤ: «Ο μεγάλος πιανίστας ερμηνεύει όσα δεν λέει η παρτιτούρα»
Παπαβασιλείου

«Ο μεγάλος πιανίστας πρέπει πραγματικά να είναι κάτι παραπάνω από πιανίστας ώστε να μπορεί να ερμηνεύει σωστά, όχι μόνο αυτό που λέει η παρτιτούρα, αλλά και αυτό που δεν λέει».

Αυτό τονίζει μιλώντας στην ‘’Π” ο πιανίστας και συνθέτης  Ιωσήφ Βαλέτ,ο οποίος στις 14 Ιανουαρίου θα δεί το έργο του ‘’Ταξίδι με ανάποδο πεντάλ’’να ζωντανεύει στη σκηνή του Πολιτιστικού Συνεδριακού Κέντρου Ηρακλείου.

‘’Θα δούμε έξι κορυφαίους πιανίστες από την Κρήτη επί σκηνής, σε έργα μου για σόλο πιάνο, ένα έργο για 4 χέρια και ένα έργο με 6 πιανίστες σε ένα πιάνο” επισημαίνει, ενώ εξηγεί ότι ’’το ανάποδο πεντά,λ ή Contra-pedal όπως αναφέρεται στο ομώνυμο CD, είναι μια εναλλακτική παράσταση-ρεσιτάλ με τη σύμπραξη σημαντικών σολίστ, στην οποία οι μουσικοί ερμηνεύουν την ιστορία που αφηγείται η εσωτερική τους φωνή. Πραγματοποιούν ένα ταξίδι με όχημα ένα πιάνο και επιβάτες το κοινό”.

Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη φορά που  ένα έργο του Ιωσήφ Βαλέτ τέτοιου μεγέθους παρουσιάζεται στο ΠΣΚΗ. ‘’Το Μέγαρο του Ηρακλείου-υπογραμμίζει – έχει τεράστιες δυνατότητες για μεγάλες παραγωγές, και αυτές τις σκηνικές ευκολίες είναι που θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί η ομάδα του Αντίβαρου και ο Μανώλης Σειραγάκης.

Ωστόσο, πιστεύω πως μια τέτοια υποδομή θα ήταν κενό γράμμα αν δεν υποστηριζόταν από χαρισματικούς ανθρώπους με όραμα, όπως ο μαέστρος Μύρωνας Μιχαηλίδης και η δημιουργική του ομάδα. Οι υποστηριζόμενες παραγωγές που έχουν ήδη γίνει αφήνουν άφωνο και το πιο απαιτητικό κοινό. Είναι ένας φάρος πολιτισμού για όλη την Κρήτη‘’.

Ο ίδιος μιλά ακόμα στην “Π” για την ζωή των πιανιστών, για το άγχος του κάθε φορά που ανεβαίνει ένα δικο του έργο, για το πώς αγάπησε την κλασική μουσική, για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι μουσικοί και οι συνθέτες στη χώρα μας, αλλά και για το δάσκαλό του, τον κρητικής καταγωγής συνθετη Θεόδωρο Αντωνίου.

 

«Η δυσκολία είναι να αρθρωθεί κάτι νέο, κάτι αλλιώτικο, κάτι τολμηρό  σε μια εποχή που σχεδόν όλα έχουν ειπωθεί και έχουν γίνει»

-Πώς αγαπήσατε την κλασική  μουσική και αποφασίσατε ότι αυτός είναι ο δικός σας δρόμος;

Στο σπίτι είχαμε το πιάνο που έπαιζε η μητέρα μου και με τη σειρά μου ξεκίνησα κι εγώ στο Ωδείο Πειραιώς. Δεν μπορώ να πω πως είχα ιδιαίτερα ακούσματα κλασικής μουσικής μικρός, ούτε βέβαια παραδοσιακής. Οι γονείς ήταν πιο ποπ, άκουγαν ποιοτικό ελληνικό τραγούδι και πολύ κινηματογραφική μουσική. Στο λύκειο ανακάλυψα το Τρίτο Πρόγραμμα, ανακάλυψα την Deutsche Grammophon και την Decca με τις ηχογραφήσεις περίφημων πιανιστών, που συνέπεσε με τις δικές μου σπουδές στην Ανωτέρα του πιάνου.

Έτσι αγάπησα αυτή τη μουσική. Ήδη κατά την περίοδο των μουσικών σπουδών μου στο ΑΠΘ, άρχισα να δουλεύω στο μυαλό μου το πρώτο κοντσέρτο μου για πιάνο, που ολοκλήρωσα βέβαια αργότερα πλάι στον διακεκριμένο συνθέτη Θόδωρο Αντωνίου. Από το 2007 καταπιάστηκα με την όπερα – ως αντικείμενο του διδακτορικού μου, και μάλιστα είχα τη χαρά να παιχτούν δύο μεγάλης κλίμακας λυρικά έργα – μια σύγχρονη όπερα και μια παιδική, όπως και άλλα μικρότερα έργα μουσικού θεάτρου από σημαντικούς καλλιτέχνες και οργανισμούς.

 -Ποιες δυσκολίες  αντιμετωπίσατε στη μέχρι τώρα πορεία σας;

Θεωρώ πως τα εμπόδια που βρήκα στον δρόμο μου τα συναντά κάθε δημιουργός και οφείλονται πρωτίστως στην προσωπική έλλειψη αυτοπεποίθησης και σιγουριάς για το επόμενο βήμα. Οι δυσκολίες ξεπερνιούνται όταν μπορέσεις να πιστέψεις στον εαυτό σου και να υποστηρίξεις κάτι με πάθος. Αυτό μπορεί να είναι κάτι αντισυμβατικό, γιατί πώς αλλιώς θα υποστηρίξεις κάτι ρηξικέλευθο αν πραγματικά δεν διαφέρεις και δεν σκέφτεσαι αντισυμβατικά;

Ειδικά σε μια εποχή που σχεδόν όλα έχουν ειπωθεί και έχουν γίνει. Άρα η δυσκολία είναι να αρθρωθεί κάτι νέο, κάτι αλλιώτικο, κάτι τολμηρό (sic), που να είναι συνάμα και πειστικό, ποιοτικό και να σε προχωράει.

 

«Ο πιανίστας πρέπει να βάλει τη σφραγίδα του σε κάτι αυθεντικό»

-Τι κάνει έναν πιανίστα πραγματικά μεγάλο;

Πέρα από την δεξιοτεχνία που είναι απαραίτητη σε έναν πιανίστα, σημαντικό είναι να βάλει τη σφραγίδα του σε κάτι αυθεντικό, αυτό που το όργανο σε κάνει να βγάλεις αυτό που έχεις μέσα στην ψυχή σου. Ο μεγάλος πιανίστας, πρέπει πραγματικά να είναι κάτι παραπάνω από πιανίστας ώστε να μπορεί να ερμηνεύει σωστά, όχι μόνο αυτό που λέει η παρτιτούρα, αλλά και αυτό που δε λέει. Διαχρονικά, αυτό βέβαια που σφράγιζε το μέλλον και τοποθετούσε έναν πιανίστα στην ιστορία, ήταν το συνθετικό του έργο.

Δεν πιστεύω ότι ο Φρανς Λιστ  θα είχε τόση αναγνώριση αν απλώς παράφραζε Παγκανίνι ή αν έπαιζε την τότε φιλολογία χωρίς να έχει γράψει τις δικές του Ουγγρικές ραψωδίες. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη μια πολύπλευρη σπουδή της μουσικής, πέρα από την απαραίτητη μουσική ευφυΐα. Κάτι που διαθέτουν οι Έλληνες, γι’ αυτό έχουν βγει κατά καιρούς τόσοι σημαντικοί πιανίστες και πιανίστριες – και πολλοί από την Κρήτη.

-Είστε διπλωματούχος Σύνθεσης στην τάξη Θ. Αντωνίου. Τι θυμάστε από αυτόν τον  κρητικής καταγωγής μεγάλο  συνθέτη, αρχιμουσικό  και παιδαγωγό;

Ο Θόδωρος Αντωνίου ήταν ένα μεγάλο κεφάλαιο για τη σύγχρονη μουσική στην Ελλάδα. Μοναδικός στην εξερεύνηση του ήχου, με ιδιαίτερη ευρύτητα σκέψης και ακούραστος συνθέτης εκατοντάδων έργων, με ιδιαίτερη αγάπη στο να κάνει συγκερασμό των στιλ και των στοιχείων ελληνικότητας με την πρωτοπορία. Στον δάσκαλο Θόδωρο οφείλω πολλά, όπως να μάθω πως η μουσική δεν γράφεται μόνο για να χαϊδεύει αυτιά, να μάθω πώς να βλέπω το πιάνο πέρα από τα 88 του πλήκτρα, να μετουσιώνω το συναίσθημα και να εξερευνώ το αλλιώτικο.

Στον μαέστρο Θόδωρο Αντωνίου οφείλω τις σημαντικότερες εκτελέσεις έργων μου, και αυτή του πρώτου μου μουσικού θεάτρου, το LXIr (2006) παραγγελία του Μεγάρου Μουσικής της Αθήνας. Στον Θόδωρο πήγαινα ό,τι έγραφα για να το εγκρίνει, ακόμα και μετά τη μαθητεία μου μαζί του. Όταν δυστυχώς χειροτέρεψε η υγεία του συνέπεσε με τα δικά μου προβλήματα υγείας, οπότε χαθήκαμε. Ωστόσο, την τελευταία περίοδο της ζωής του είχε ασχοληθεί με τη σύνθεση της όπερας ‘Καποδίστριας’ που δυστυχώς δεν την έχουμε δει ακόμα να ανεβαίνει σε κάποιο λυρικό θέατρο.

 -Τι σχεδιάζετε για το επόμενο διάστημα;

Την περίοδο της πανδημίας συνέθεσα έναν πιανιστικό κύκλο για νέους πιανίστες με τίτλο ‘Δεκατρείς Λιλιπούτιες’. Το έργο, αν και ακόμα ανέκδοτο, βραβεύτηκε στο πιανιστικό πρότζεκτ Contempus του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και πρόσφατα ηχογραφήθηκε από μια σπουδαία πιανίστα, τη Λενιώ Λιάτσου. Καθώς ολοκληρώθηκε και η εικονογράφηση, η έκδοση και η κυκλοφορία του CD είναι θέμα χρόνου και σκοπεύω να γίνει η επίσημη παρουσίαση εδώ στην Κρήτη, παράλληλα με ένα σεμινάριο σύνθεσης.

 

«Είναι η εποχή που ο ακροατής πια βομβαρδίζεται από τα προτεινόμενα, την ευτέλεια και το πρόσκαιρο»

-Τι θα λέγατε για την κλασική μουσική στο μη “εκπαιδευμένο” ελληνικό κοινό;

Το ελληνικό κοινό δυστυχώς εκπαιδεύεται στη μουσική από τα ΜΜΕ με στρεβλό τρόπο. Με μια κουλτούρα η οποία κατά καιρούς  καταδίκαζε τη δυτική συμφωνική μουσική ως ‘φράγκικη’ και με τη διαχρονική αδιαφορία του κράτους να χτίσει μια συμπαγή μουσική εκπαίδευση, ο μέσος πολίτης αδυνατεί να αντιληφθεί το μεγαλείο ενός κλασικού έργου. Επιφανειακά και μόνο θαυμάζει και επικροτεί τους Έλληνες ‘ταχυδακτυλουργούς’ του βιολιού ή του πιάνου, χωρίς να γνωρίζει τι ακούει και χωρίς να εμβαθύνει.

Αυτά είναι βέβαια φαινόμενα των καιρών και συμβαίνει πλέον στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Στην Ελλάδα γίνεται τα τελευταία χρόνια μια προσπάθεια να εκπαιδευτούν τα νεανικά αυτιά από κρατικές δομές – όπως είναι τα μουσικά σχολεία και τα μουσικά πανεπιστήμια. Ωστόσο είναι η εποχή που ο ακροατής πια βομβαρδίζεται από τα προτεινόμενα, την ευτέλεια και το πρόσκαιρο.

-Ένας μουσικός μπορεί να ζήσει στην Ελλάδα του 2023 αποκλειστικά από την τέχνη του;

Οι μουσικοί που είναι ικανοί οργανοπαίχτες έχουν μια ευκαιρία να διακριθούν και να βιοποριστούν. Σαφώς υπάρχουν εύκολοι τρόποι επιβίωσης γι’ αυτούς που θα ανεχτούν οδυνηρούς συμβιβασμούς, μια και τα πολλά χρήματα κινούνται τη νύχτα, κυρίως στα κέντρα διασκέδασης. Για τον μουσικό της κλασικής μουσικής, που συνεπάγεται πολύχρονες ακαδημαϊκές σπουδές, η ζωή στην Ελλάδα είναι ένα μαρτύριο, καθώς αν δεν καταφέρει να μπει στις ορχήστρες θα πρέπει να παιανίζει σε μπάντες των Δήμων, να παραδίδει κακοπληρωμένα μαθήματα σε σχολεία, ωδεία και πολιτιστικά κέντρα Δήμων.

ΙΩΣΗΦ ΒΑΛΕΤ: «Ο μεγάλος πιανίστας ερμηνεύει όσα δεν λέει η παρτιτούρα»
Μικρές ελλείψεις στην αγορά έφερε η μαζική ζήτηση προϊόντων
Στην Ελλάδα υπήρχε πάντα ένα ιδιαίτερο μουσικό τοπίο. Με τους  τραγουδοποιούς να προβάλλουν τον στίχο, ερωτικό ή πολιτικό, μεγάλων ποιητών στην καλύτερη περίπτωση, που η δύναμή του ξεσήκωνε τα βασανισμένα πλήθη γεμίζοντας τα γήπεδα. Είναι λυπηρό πως το ποιοτικό τραγούδι σπανίζει στις μέρες μας, παράγεται μαζικά ως φασόν κι ακόμα χειρότερα είναι πως οι τραγουδιστές που το υπηρετούν έχουν φωνές ακατέργαστες και αδούλευτες.

Στην άλλη όχθη, μιλώντας για τους σημερινούς συνθέτες σοβαρής μουσικής, αμφιβάλλω αν από τα 120 ενεργά μέλη της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών, είναι κάποιος γνωστός στο ευρύ κοινό – εκτός από τους τραγουδοποιούς ενώ άλλοι είναι λιγότερο γνωστοί σε ακαδημαϊκούς και ωδειακούς κύκλους.

Οι σύγχρονοι συνθέτες έχουν να αντιμετωπίσουν τη δυσπιστία των ελληνικών ορχηστρών, ενώ τα επιχορηγούμενα και μη ιδρύματα αρνούνται να δώσουν βήμα ακολουθώντας τη δική τους ατζέντα.  Τα δε δικαιώματα από τις εκτελέσεις ελληνικών έργων εξακολουθούν να παραμένουν πενιχρά. Έτσι, για πολλούς η μουσική δημιουργία παραμένει ένα χόμπι, δυστυχώς!

 

«Θα δούμε έξι  κορυφαίους πιανίστες  από την Κρήτη επί σκηνής,  σε έργα μου για σόλο πιάνο»

– Τι είναι το “Ταξίδι με ανάποδο πεντάλ” που θα δούμε στο ΠΣΚΗ;

Το ανάποδο πεντάλ, ή Contra-pedal όπως αναφέρεται στο ομώνυμο CD, είναι μια εναλλακτική παράσταση-ρεσιτάλ με τη σύμπραξη σημαντικών σολίστ, στην οποία οι μουσικοί ερμηνεύουν την ιστορία που αφηγείται η εσωτερική τους φωνή. Πραγματοποιούν ένα ταξίδι με όχημα ένα πιάνο και επιβάτες το κοινό. Η ιδέα ανήκει στην ποιήτρια και συνοδοιπόρο σε τέτοια εγχειρήματα Έλενα Κυρίτση, που έγραψε ένα σπονδυλωτό κείμενο, μια διαφορετική πτυχή από τη ζωή των πιανιστών.

Δημιούργησε έξι ενότητες – μια για κάθε σολίστ, με θέματα τη μελέτη, την ευγνωμοσύνη, τη νοσταλγία, τη μοναξιά και τη συντροφικότητα. Οι πιανίστες είναι οι ταξιδιώτες σ’ έναν σιδηροδρομικό σταθμό που ανακαλύπτουν ένα πιάνο, με τις σκέψεις τους να είναι παρούσες και να ακούγονται. Με αυτή την έννοια, το Ανάποδο πεντάλ είναι ένα μουσικό θέατρο ή μια μορφή πιανιστικής όπερας. Ακόμα κι αν οι πιανίστες δεν τραγουδούν, η ερμηνεία στο πιάνο είναι ένα έργο μουσικού θεάτρου.

Μια όπερα που στη θέση των φωνών είναι οι ήχοι του πιάνου, η παρουσία του πιανίστα, η φυσική και η πνευματική, οι σκέψεις του, οι εικόνες του, η ζωή του. Ο τίτλος που δόθηκε είναι δανεισμένος από μια τεχνική του πιάνου, κατά την οποία χρησιμοποιείται το δεξί πετάλι με τέτοιο τρόπο ώστε να δίνει βάθος στον ήχο και να ενώνει τις μουσικές φράσεις. Με αυτή την έννοια της σύνδεσης, νομίζω πως η Έλενα κατάφερε να δώσει μια ενότητα στο ταξίδι αυτό, να ενώσει αρμονικά τον λόγο με τη μουσική.

-Τι θα δούμε και τι θ’ ακούσουμε στην παράσταση το  Σάββατο 14 Ιανουαρίου;

Θα δούμε έξι κορυφαίους πιανίστες από την Κρήτη επί σκηνής, σε έργα μου για σόλο πιάνο, ένα έργο για 4 χέρια και ένα έργο με 6 πιανίστες σε ένα πιάνο. Θα ακουστούν σε Α’ εκτέλεση τα ‘Moments’ από τον Δημήτρη Μιμίδη, η ‘Cantilena’ από την Αλεξία Μουζά, οι 3 σπουδές ‘Idees’ από τον Δημήτρη Καρύδη, τα ‘Πέντε μικρά πρελούδια’ από την Ελένη Παπασπύρου, και το Nocturne από τον Νίκο Περάκη.

Το έργο ‘Παραλλαγές Δραγατάκη’ – αφιερωμένο στον μεγάλο συνθέτη Δημήτρη Δραγατάκη που είχα την τύχη να γνωρίσω προσωπικά, θα ερμηνεύσει η νεαρή ταλαντούχα πιανίστα από τα Χανιά, η Κωνσταντίνα Βιδαλάκη.  Την παράσταση στο ΠΣΚΗ έχει αναλάβει να σκηνοθετήσει ο Μανώλης Σειραγάκης, σκηνοθέτης και πανεπιστημιακός, ιδρυτής της θεατρικής ομάδας και του Φεστιβάλ Αντίβαρο του Ρεθύμνου. Τα εικαστικά υλοποίησε η Κάλλη Καραδάκη και τους φωτισμούς ο Θέμης Μαρτέκας.

-Το «Ταξίδι με ανάποδο πεντάλ» είναι ένα ρεσιτάλ για τη ζωή των πιανιστών. Πώς είναι λοιπόν η ζωή των πιανιστών μέσα από τη δική σας ματιά;

Το πιάνο είναι από τον 19ο αιώνα ένα όργανο εκπληκτικών ηχητικών δυνατοτήτων, βασισμένο σε μια άρτια μηχανική κατασκευή. Με ένα μειονέκτημα όμως, δεν μεταφέρεται εύκολα. Αυτό έχει ως συνέπεια για τον μικρό πιανίστα να μελετά μέσα σε τέσσερις τοίχους – σε αντίθεση με τους άλλους μουσικούς. Αυτή η επίπονη και μοναχική διαδικασία μελέτης γίνεται για να φτάσει σε ένα αποτέλεσμα που να το εγκρίνει ο δάσκαλος, η μέντορας, το αρχέτυπο.

Και όταν φτάνει η στιγμή που θα πρέπει να δώσει το πρώτο του ρεσιτάλ, ο μικρός πιανίστας βγαίνει από την αναγκαστική απομόνωση και εκτίθεται βίαια στο κοινό. Καλείται να διαχειριστεί την εσωστρέφεια μαζί με χιλιάδες νότες που πρέπει να ξέρει από μνήμης. Ο πιανίστας μεγαλώνει έχοντας ανάγκη τη συντροφικότητα,  την επικοινωνία και την αλληλεπίδραση. Και όταν καλείται να συμπράξει με μια ορχήστρα, τότε είναι που θα πρέπει να χαλιναγωγήσει ένα γιγάντιο πιάνο, και “να αναμετρηθεί με το σύμπαν” (δανείζομαι τη φράση της Έλενας).  Αυτά περνούν οι πιανίστες, έντονες συγκινήσεις, μεταπτώσεις, μια ερωτική σχέση…

-Πώς νιώθετε κάθε φορά που ένα έργο σας ανεβαίνει στη σκηνή και φτάνει στο κοινό;

Αγωνιώ από το πρώτο λεπτό της πρόβας μέχρι το τελευταίο της παράστασης. Νιώθω άγχος, ταυτίζομαι και συμπάσχω με τους ερμηνευτές. Νιώθω αγωνία για την εντύπωση που θα αφήσει στο κοινό, ακόμα και στο άμαθο στη σύγχρονη μουσική. Νιώθω ευθύνη αν θα καταφέρω να αφήσω με τη μουσική μου ένα μικρό αποτύπωμα, ένα φτερούγισμα, μια ανάμνηση στον απλό άνθρωπο.  Κάθε έργο έχει τη δική του σημαντικότητα, είτε είναι ένα απλό τραγούδι  είτε ένα ορατόριο.

 

«Το ΠΣΚΗ είναι ένας φάρος  πολιτισμού για όλη την Κρήτη»

-Είναι η πρώτη φορά που ανεβαίνει έργο σας στο ΠΣΚΗ. Τι σημαίνει για μια πόλη της περιφέρειας μια τέτοια υποδομή;

Ναι, αν και έχω δώσει παλαιότερα ρεσιτάλ στο Ηράκλειο, είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζεται ένα έργο μου τέτοιου μεγέθους στο ΠΣΚΗ, γιατί είναι και ο πιο κατάλληλος χώρος για να φιλοξενήσει κάτι τέτοιο. Το Μέγαρο του Ηρακλείου έχει τεράστιες δυνατότητες για μεγάλες παραγωγές και αυτές τις σκηνικές ευκολίες είναι που θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί η ομάδα του Αντίβαρου και ο Μανώλης Σειραγάκης. Ωστόσο, πιστεύω πως μια τέτοια υποδομή θα ήταν κενό γράμμα αν δεν υποστηριζόταν από χαρισματικούς ανθρώπους με όραμα, όπως ο μαέστρος Μύρωνας Μιχαηλίδης και η δημιουργική του ομάδα.

Οι υποστηριζόμενες παραγωγές που έχουν ήδη γίνει αφήνουν άφωνο και το πιο απαιτητικό κοινό. Είναι ένας φάρος πολιτισμού για όλη την Κρήτη. Όταν μάλιστα έκανα το κάλεσμα στους πιανίστες για το Ανάποδο πεντάλ, αν και θεώρησαν πολύ τιμητική την πρόσκληση, έπαιξε ρόλο πως θα εμφανίζονταν σε μια τόσο σημαντική σκηνή, όπως αυτή της αίθουσας «Ανδρέας και Μαρία Καλοκαιρινού».