ΑΚΙΝΗΤΑ ΠΟΥ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΘΗΚΑΝ

Υπό το φόβο «τσεκουρώματος» των αποζημιώσεων που είχαν εισπράξει πριν πολλά χρόνια ως προσωρινή τιμή μονάδας για τα ακίνητα τους, τα οποία απαλλοτριώθηκαν για την εκτέλεση μεγάλων έργων, ζουν εκατοντάδες δικαιούχοι ακινήτων στο νομό Ηρακλείου ενόψει συζήτησης της οριστικής τιμής μονάδας στο Εφετείο.

Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετά χρόνια μετά εκκρεμεί το Εφετείο για μεγάλες υποθέσεις απαλλοτριώσεων, οι περισσότερες εκ των οποίων έχουν προσδιοριστεί για το 2018, ενώ κάποιες άλλες έχουν προσδιοριστεί μέσα στους επόμενες μήνες, μετά από αλλεπάλληλες αναβολές που επιδιώκονται σκοπίμως. Και αυτό διότι τα τελευταία χρόνια, λόγω της οικονομικής κρίσης και της πίεσης του δημοσίου, οι αποφάσεις που εκδίδονται από τα Εφετεία για την οριστική τιμή μονάδας είναι χαμηλότερες της προσωρινής, πράγμα που σημαίνει ότι οι δικαιούχοι σε πολλές περιπτώσεις καλούνται να επιστρέψουν και χρήματα, ακόμα και μία δεκαετία μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης.

Αναμφισβήτητα πρόκειται για ένα σοβαρό θέμα που βάζει σε περιπέτειες εκατοντάδες ιδιοκτήτες ακινήτων. Μέσα σε αυτό το γενικότερα «αρνητικό» κλίμα που επικρατεί, ουδείς επιδιώκει να τελεσιδικήσει η υπόθεση του αφού υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να βρεθεί και «χρεωμένος». Η μεγάλη «βόμβα» σε επίπεδο Ηρακλείου είχε …σκάσει πριν από περίπου δύο χρόνια οπότε και άρχισαν να γνωστοποιούνται αποφάσεις του Εφετείου για την οριστική τιμή μονάδας σύμφωνα με τις οποίες ιδιοκτήτες κλήθηκαν να επιστρέψουν έως και το 50% της αποζημίωσης (σε ορισμένες περιπτώσεις και πάνω του 50%) που είχαν εισπράξει με βάση την προσωρινή τιμή μονάδας, όταν τα οικονομικά δεδομένα ήταν εντελώς διαφορετικά.

Επρόκειτο για απαλλοτριώσεις που συντελέστηκαν κυρίως από το 2004 έως το 2007 για ολυμπιακά έργα, κόμβους, οδικά δίκτυα. Για παράδειγμα, ιδιοκτήτης “τριάρι” διαμερίσματος, το οποίο απαλλοτριώθηκε για την εκτέλεση του κόμβου Παπαναστασίου, από τις 90.000 ευρώ της αποζημίωσης, κλήθηκε να επιστρέψει 40.000 ευρώ. Τότε είχε υπάρξει αναβρασμός σε εκατοντάδες δικαιούχους αλλά και στον νομικό κόσμο του Ηρακλείου που μέχρι και σήμερα επιχειρεί με διάφορες παρεμβάσεις να αποδοθεί μία δίκαιη ερμηνεία στην επίμαχη συνταγματική διάταξη ως προς τον πραγματικά κρίσιμο χρόνο της απαλλοτρίωσης.

Μάλιστα το θέμα είχε συζητηθεί αναλυτικά σε ημερίδα που συνδιοργάνωσαν ο Δικηγορικός Σύλλογος Ηρακλείου και ο Λογαριασμός Ενίσχυσης και Αλληλοβοήθειας Δικηγόρων Ηρακλείου με κεντρικό ομιλητή τον καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ανδρέα Δημητρόπουλο. Αυτό που υπογραμμίζεται είναι ότι ως κρίσιμος χρόνος θα πρέπει να θεωρείται ο χρόνος που συντελείται η απαλλοτρίωση, δηλαδή ο χρόνος που ορίζεται η προσωρινή τιμή μονάδας από το Πρωτοδικείο.

Με αυτό το σκεπτικό θα πρέπει να ερμηνεύεται η σχετική συνταγματική διάταξη καθώς η κατά γράμμα ερμηνεία της αποβαίνει σε βάρος του ιδιοκτήτη και έρχεται σε αντίθεση με τη βασική αρχή μη χειρότερευσης της θέσης του. Επισημαίνεται ότι υπάρχει θέμα καθώς δεν είχε προβλεφθεί από τον συνταγματικό νομοθέτη της αναθεώρησης του 2001 η περίπτωση πτώσης των τιμών. Όπως υπογραμμίζουν δικηγόροι, είναι άδικο να αναφέρεται κατά κόρον ως δικαιολογία της απόφασης ότι λόγω κρίσης έχουν υποτιμηθεί οι αξίες των ακινήτων και να κρίνουν τιμές με τα σημερινά δεδομένα όταν οι απαλλοτριώσεις συντελέστηκαν χρόνια πριν.

Από την άλλη, σε πιο πρόσφατες απαλλοτριώσεις που συντελέστηκαν μέσα στην περίοδο της οικονομικής κρίσης που διάγουμε, η τιμή προσωρινής μονάδας που δόθηκε ήταν πολύ χαμηλότερη σε σχέση με απαλλοτριώσεις προηγούμενων ετών. Ακόμα και “φιλέτα” αποζημιώθηκαν στη μισή τιμή ή και πιο κάτω. Οι δικαιούχοι αυτών των ακινήτων περιμένουν πώς και πώς το Εφετείο, ελπίζοντας ότι με την οριστική τιμή μονάδας θα υπάρξει μία αποκατάσταση της αδικίας που υπέστησαν.

Βλέποντας όμως ποια είναι τα νέα δεδομένα, πολλοί είναι εκείνοι που έχουν αποκαρδιωθεί αφού όπως υποστηρίζουν, δεν ξέρουν πού να στραφούν για να βρουν το δίκιο τους. «Μας πήραν τις περιουσίες με το έτσι θέλω, μας αποζημίωσαν με τα λιγότερα, κάποιοι έχουμε καταστραφεί επαγγελματικά, άλλοι έχουν μείνει χωρίς σπίτια, και αντί να έρθει το Εφετείο να διορθώσει αυτήν την αδικία, θα φοβόμαστε και τα χειρότερα;».