«Δεν γίνεται να περάσεις από την Κρήτη χωρίς να πέσεις θύμα της γενναιοδωρίας των Κρητικών. Από τον καφέ που θα σε κεράσουν στο καφενείο επειδή «είσαι φιλοξενούμενη στα μέρη μας» μέχρι τα καρύδια που θα σε τρατάρει στο σοκάκι μια γιαγιά που έτυχε να τα καθαρίζει την στιγμή που περνούσες από εκεί. Τη γεύτηκα αρκετές φορές την ομορφιά αυτής της απλοχεριάς και σε πολλές διαφορετικές εκδοχές της. Ένας περήφανος Λασιθιώτης μου πρόσφερε καρδιά φρέσκιας αγκινάρας όταν σταμάτησα για να ζητήσω οδηγίες για το Δικταίο Άντρο.
Η φιλόξενη ιδιοκτήτρια ενός απομακρυσμένου καφενείου επέμεινε να μου βράσει δυο αυγά από τις κότες της για τον δρόμο της επιστροφής. Ένας πληθωρικός οικοδεσπότης μου έμαθε στην πράξη τη λέξη «αποχερίζω», όπως λένε οι Κρητικοί το να δίνεις κάτι με το χέρι σου και να διαλέγεις το καλύτερο για τον φιλοξενούμενό σου.
Στην αρχή απολάμβανα τις περιποιήσεις αυτές. Ποιος δεν τις καλοδέχεται στις μέρες μας;
Σταδιακά όμως μου ξύπνησαν την επιθυμία και -από ένα σημείο και μετά- την ανάγκη να ανταποδώσω.
Είναι μάλλον φύση αδύνατο το να καταφέρεις να «υποχρεώσεις» έναν Κρητικό.
Το δώρο που θα του κάνεις σπάνια μένει αναπάντητο. Ο διάλογος αυτός κάνει όμως τη σχέση να εξελίσσεται και να βαθαίνει. Ειδικά όταν μπαίνεις στον κόπο να σκεφτείς τι είναι αυτό που έχει νόημα να μοιραστείς με τον άλλο. Στην Κρήτη, τα πεσκέσια στήνουν χορό και πηγαινοέρχονται ακούραστα.
Κι αποτελεί πρόκληση να καταφέρεις να κάνεις το ίδιο στην πόλη, εκεί όπου ούτε δικά μας προϊόντα παράγουμε, ούτε συνηθίζουμε να επιδεικνύουμε απλοχεριά. Η Κρήτη όμως με παρασέρνει να τυλίξω στο αλουμινόχαρτο μερικές φέτες σπιτικό κέικ για να κεράσω τους συνεργάτες στο γραφείο.
Ή να μην κομπλάρω να προσφέρω ένα κριτσίνι στη μέχρι εκείνη τη στιγμή άγνωστη συνεπιβάτισσα στο καράβι.
Απλές χειρονομίες που μας θυμίζουν ότι τα χέρια των ανθρώπων είναι φτιαγμένα για να αγγίζουν και να μοιράζονται.»