Δεν είναι η πρώτη φορά που ανατρέχει στις μικρασιατικές ρίζες της. “Ηταν με μεγάλη επιτυχία η “Αγγελική” η προσφυγοπούλα από τις Ν. Φώκαιες της Σμύρνης της οποίας τη συναρπαστική ιστορία αφηγήθηκε.
Η ηθοποιός και σκηνοθέτρια Κατερίνα Δαμβόγλου, που απέσπασε διθυραμβικές κριτικές γιατί ‘’κατάφερε να συγκεράσει στην ερμηνεία της, τη συγκίνηση, τον πόνο, την ευαισθησία, μαζί με την παιδιάστικη αφέλεια, την τσαχπινιά, το πείσμα, το λυτρωτικό χιούμορ, επιστρέφει με την παράσταση “Αυτοί που έφυγαν, αυτοί που ήρθαν” που θα φιλοξενηθεί στον κατάφυτο κήπο του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου στο πλαίσιο της δράσης “Όλη η Ελλάδα – Ένας Πολιτισμός” .
Οι Fly Theatre, η Κατερίνα και η ομάδα της παρουσιάζουν σημεία που σκιαγραφούν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδος υπό μορφή δραματοποιημένης αφήγησης με ένα συνδετικό για κάθε άνθρωπο τόπο: το τραπέζι/τη μαγειρική.
Η τρίτης γενιάς Μικρασιάτισσα από την Κρήτη Κατερίνα Δαμβόγλου και η τρίτης γενιάς τουρκοκρητικιά Πελαγία-Οζλέμ Τσέγκα συζητούν, νοσταλγούν και μαγειρεύουν.
“Στόχος ήταν” -λέει μιλώντας στην “Π” “να εξερευνήσω πώς περνάμε από τα όσα μας χωρίζουν στα όσα μας ενώνουν, στα όσα μας φέρνουν στην αγάπη. Και ύστερα να τα προσφέρω”.
Εξάλλου, από αρχαιοτάτων χρόνων η κουζίνα με το στρωμένο το τραπέζι είναι ιερός τόπος.
“Το τραπέζι” -συμπληρώνει -”είναι κοινός τόπος για συγγενείς, φίλους, φιλοξενούμενους, αλλά και αγνώστους, παλιούς εχθρούς, άπορους. Εξισωνόμαστε μέσα από την προσφορά, μέσα από όλες τις αισθήσεις. Και γιατί η γλώσσα της κουζίνας, ειδικά όταν βγαίνουμε από τα διατροφικά χούγια μας, μόνο μας γεμίζει:από το στομάχι, στη μύτη, στην καρδιά,ευφραίνει η ψυχή.
Και μην ξεχνάτε, δε θα φάμε εμείς αλλα εσείς”.
Άλλωστε η παράσταση είναι διαδραστική αφού οι θεατές θα δούν ιστορίες απλών ανθρώπων και θα συμμετάσχουν σε αυτές.
Ιστορίες που ξεδιπλώνονται από την δεινή μαγείρισσα και φιλόλογο Πελαγία,την Κατερίνα και τον Αλέξανδρο Μιχαήλ.
Πώς όμως είναι η συνύπαρξή τους επί σκηνής;
“Πολύ συγκινητική” τονίζει η ηθοποιός και σκηνοθέτης της παραστασης. “Μαθαίνουμε η μια από την άλλη. Κι ο Αλεξανδρος, ο τρίτος της παρέας, υπέκυψε στη γοητεία της. Είναι ενας μεστός άνθρωπος με πολλές γνώσεις, ξεχασμένες σε εμάς. Επίσης έχω να δηλώσω πως τρώμε πολυ καλά ακόμα και στις πρόβες. Όλο μας ταΐζει”,
Η Κατερίνα Δαμβόγλου μιλά στην “Π” για την παράσταση, τη συνεργασία της με την δεινή μαγείρισσα και φιλόλογο τουρκοκρητικιά Πελαγία και την δική της Κρήτη.
Το τραπέζι είναι κοινός τόπος για συγγενείς, φίλους αλλά και παλιούς εχθρούς
-Ποιο ήταν το έναυσμα για να ασχοληθείτε με το θέμα;
Η καταγωγή μου και το ενδιαφέρον μου για τη βιωματική μνήμη. Στόχος ήταν να εξερευνήσω πώς περνάμε από τα όσα μας χωρίζουν στα όσα μας ενώνουν, στα όσα μας φέρνουν στην αγάπη. Και ύστερα να τα προσφέρω.
-Γιατί επιλέξατε να ακούσουμε την ιστορία της ανταλλαγής των πληθυσμών μέσα από το φαγητό,τις μυρωδιές και τις γεύσεις;
Για να εγείρουμε όλες τις αισθήσεις. Κυρίως, όμως, γιατί το τραπέζι είναι κοινός τόπος για συγγενείς, φίλους, φιλοξενούμενους, αλλά και αγνώστους, παλιούς εχθρούς, άπορους. Εξισωνόμαστε μέσα από την προσφορά, μέσα από όλες τις αισθήσεις. Από αρχαιοτάτων χρόνων είναι ιερός τόπος. Και γιατί η γλώσσα της κουζίνας, ειδικά όταν βγαίνουμε από τα διατροφικά χούγια μας, μόνο μας γεμίζει:από το στομάχι, στη μύτη, στην καρδιά,ευφραίνει η ψυχή. Και μην ξεχνάτε, δε θα φάμε εμείς, αλλα εσείς.
-Η παράσταση θα παρουσιαστεί σε ύφος documentation theatre. Τι θα δουν δηλ. οι θεατές της παράστασης;
Θα δουν αυτούς που έφυγαν αυτούς που ήρθαν. Θα ακούσουν αλήθειες και βιώματα που συνέβησαν σε εμάς τους επι σκηνής. Θα δείτε ιστορίες απλών ανθρώπων και θα συμμετάσχετε σε αυτές. Απο δω δε θα τα πω… περάστε πρώτα κι αποκιάς βγάζετε πόρισμα…
-Είστε μικρασιάτισσα 3ης γενιάς. Από πού ήταν η καταγωγή σας;
Από το Αϊβαλί και τις Νέες Φωκαίες. Στα μέρη αυτά δεν έχω πάει. Μόλις που πρόλαβα την Κωνσταντινούπολη. Η αλήθεια, όμως, είναι πως ακόμα και στην Κωνσταντινούπολη αυτόματα μου βγήκε μια μελαγχολική νοσταλγία. Όλα κατι μου θύμιζαν. Όταν αργότερα καναμε την «Αγγελική», ιστορία που μου προσέφερε η οικογένεια της αλλά βρίσκεται και στο βιβλίο της κας Τσιριμονακη, ετοιμαζόμασταν να επισκεφτούμε με την παρασταση τη Σμύρνη. Δυστυχώς τότε ξεκίνησαν τα επεισόδια. Η Οζλέμ, που μας είχε προσκαλέσει, κι η ίδια αποφάσισε πώς ώρα ήταν να γυρίσει στον τοπο των προγόνων της… κι ετσι χάθηκε η ευκαιρία.
Η Αγγελικη ήταν Μικρασιάτισσα. Ήταν επισης η καλυτερη φίλη της γιαγιάς μου. Ο πατέρας μου τη θεωρεί δεύτερη μάνα του. Έπρεπε να πάρω την πρωτοβουλία να ασχοληθώ θεατρικά με το θέμα για να ανοίξουν τα στόματα των συγγενών μου. Εως τότε μονο τραγούδια και αναγνώσματα, και φυσικά η κουζίνα, ήταν οι εμπειριες μου.
Το γεγονός της καταγωγής σας πώς λειτούργησε μέσα στην παράσταση; Συμπαθητικά.
Η Πελαγία συναντιέται με κομμάτια της ψυχής της. Και αυτά μας προσφέρει
-Συναντιέστε επί σκηνής με τη δεινή μαγείρισσα και επίσης τρίτης γενιάς τουρκοκρητικιά, τη φιλόλογο Πελαγία-Οζλέμ Τσέγκα. Πώς είναι η συνάντηση επί σκηνής;
Πολύ συγκινητική. Μαθαίνουμε η μια από την άλλη. Κι ο Αλεξανδρος, ο τρίτος της παρέας, υπέκυψε στη γοητεία της. Είναι ένας μεστός άνθρωπος με πολλές γνώσεις, ξεχασμένες σε εμάς. Επίσης έχω να δηλώσω πως τρώμε πολυ καλά ακόμα και στις πρόβες. Όλο μας ταΐζει. Αυτη της η προσφορά ενημέρωσε τη δημιουργία της παράστασης. Για την ίδια, που δεν ειναι επαγγελματίας ηθοποιός, αυτη η διαδικασία και η έκθεση είναι εως και ψυχοθεραπεία. Συναντιέται με κομμάτια της ψυχής της. Και αυτά μας προσφέρει.
-Ποιες αναμνήσεις έφερε μαζί της και ποιες εσείς;
Θα προτιμούσα να μη σας πω. Να μην τα προδώσω.
-Ποια φράση του έργου σας συγκινεί και σας αντιπροσωπεύει;
Δυο. Μια ανήκει σε έναν απλό άνθρωπο και μια είναι παράφραση από λόγια της Μάγια Άντζελου. Μαζί ειπώνονται: νοσταλγια είναι πράμα παλιό που το θυμάσαι, ιστορία πράμα παλιό που δεν το θυμάσαι. Μπορεί να μη θυμάσαι τι σου είπε κάποιος, τι σου έκανε… αλλά ξεχνάς πώς σε έκανε να αισθανθείς;
Και μια ακόμα. Αλλα δε θα σας την πω. Μόνο το τέλος της. Λόγια της Οζλέμ: Μεσοπέλαγο.
«Θα έδινα κρίταμο, θυμάρι και θρούμπι από την Κρήτη»
Αν η κ. Οζλέμ ή κάποιος από την άλλη πλευρά του Αιγαίου σας ζητούσε να του μιλήσετε για την δική σας Κρήτη τι θα του λέγατε;
Θα έδινα κρίταμο, θυμάρι, θρούμπι και θα του μίλαγα για το πέλαγο που μας ενώνει, το απέραντο μπλε και τα βράχια, τα φαράγγια και τους οικισμούς με τη συνεχή ιστορία που φτάνει και τα πέντε ή τα δέκα χιλιάδες χρόνια.