Αντιμέτωπα με την κλιματική αλλαγή σε όλη την Ευρώπη- και την Κρήτη- βρίσκονται τα οικοσυστήματα των ποταμών και ειδικά των χειμάρρων, προκαλώντας τον προβληματισμό και εντείνοντας την προσοχή των επιστημόνων. Τα οικοσυστήματα των χειμάρρων αποστραγγίζουν πάνω από τη μισή επιφάνεια της γης και είναι κοινά υδάτινα σώματα σε όλη την Ευρώπη και ειδικά στη Μεσόγειο.
Ωστόσο, είναι ιστορικά αγνοημένα οικοσυστήματα από τους ερευνητές, σε σύγκριση με τα ποτάμια μόνιμης ροής, ενώ και στη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ευρωπαϊκή Οδηγία για το Νερό) δεν αναφέρονται ως μια ευδιάκριτη κατηγορία.
Από ποτάμια… χείμαρροι!
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες η έρευνα αυτών των διαδεδομένων και μοναδικών οικοσυστημάτων έχει ανθήσει και τα θέματα διαχείρισής τους έχουν λάβει περισσότερη προσοχή καθώς όλα τα σενάρια κλιματικής αλλαγής προβλέπουν επέκτασή τους σε παγκόσμια κλίμακα. Πολλά ποτάμια μόνιμης ροής «χειμαρροποιούνται» και υπάρχουν ενδείξεις ότι οι χείμαρροι θα γίνουν ο κυρίαρχος τύπος υδάτινων σωμάτων στο μέλλον.
Στο πλαίσιο αυτού του προβληματισμού και με την υποστήριξη του COST (Ευρωπαϊκή Συνεργασία στην Επιστήμη και την Τεχνολογία, www.cost.eu), ένα πυκνό δίκτυο Ευρωπαίων επιστημόνων από διαφορετικούς κλάδους, που δραστηριοποιούνται στην υδρολογία, την οικολογία, τη βιογεωχημεία και τις κοινωνικές επιστήμες, δημιούργησε την κοινοπραξία SMIRES (Science and Management of Intermittent Rivers and Ephemeral Streams, www.smires.eu, 2016-2020).
Το SMIRES είχε ως στόχο τη συγκέντρωση της διάσπαρτης γνώσης για τους χειμάρρους σε όλη την Ευρώπη, την καλύτερη κατανόηση αυτών των ιδιαίτερων οικοσυστημάτων, την επισήμανση των σημαντικών ερευνητικών κενών και τη διαμόρφωση προτάσεων για τη διαχείριση, την προστασία και την αποκατάσταση των διαφορετικών τύπων χειμάρρων σε όλη την Ευρώπη.
Προκειμένου να αξιολογηθεί και να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στα οικοσυστήματα των ποταμών και να επισημανθούν τα επιστημονικά κενά, έγινε πρόσφατη έρευνα από την κοινοπραξία SMIRES, στην οποία συμμετείχε και το Εργαστήριο Υδροβιολογίας του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Κρήτης-Πανεπιστήμιο Κρήτης.
Τα αποτελέσματά της έδειξαν ότι η εκτίμηση της οικολογικής ποιότητας των ποταμών, με βάση την Ευρωπαϊκή Οδηγία για το Νερό, θα πρέπει να βασίζεται σε δείκτες που, παράλληλα με τους ήδη υπάρχοντες, θα έχουν τη δυνατότητα να διαχωρίζουν τις αλληλοεπιδράσεις μεταξύ των υφιστάμενων ανθρώπινων πιέσεων και των φυσικών πιέσεων, όπως είναι οι ξηρασίες ή οι πλημμύρες, που σήμερα λόγω της κλιματικής αλλαγής, είναι συχνότερες, πλήττουν σοβαρά τα ευαίσθητα οικοσυστήματα των ποταμών και τα οδηγούν σε οικολογική υποβάθμιση.
Οι δείκτες που χρειάζεται να διαμορφωθούν θα πρέπει επίσης να μπορούν να αναγνωρίζουν όχι μόνο τις τοπικές ιδιαιτερότητες των μελετώμενων συστημάτων αλλά και να διαχωρίζουν τους ποταμούς μόνιμης ροής από τους χειμάρρους.
Τα παραπάνω συμπεράσματα δημοσιεύτηκαν πρόσφατα στο περιοδικό Journal of Applied Ecology και προέκυψαν από μια μεγάλη έρευνα σε 406 ποτάμια οκτώ ευρωπαϊκών χωρών, ανάμεσα στις οποίες και η Ελλάδα, με δείγματα από την Κρήτη και την κεντρική Ελλάδα και με τη συμμετοχή αντίστοιχα του Εργαστηρίου Υδροβιολογίας του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Κρήτης-Πανεπιστήμιο Κρήτης (https://www.nhmc.uoc.gr ) και του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (https://www.hcmr.gr).
Το Εργαστήριο Υδροβιολογίας του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Κρήτης-Πανεπιστήμιο Κρήτης, με υπεύθυνη την Δρ Αικατερίνη Βορεάδη και με τη συμμετοχή της ερευνήτριας Ελεάνας Καζίλα, MSc, συμμετείχε στην έρευνα με επιστημονικά δεδομένα από 47 σταθμούς από ποτάμια όλης της Κρήτης.
Το παραπάνω εργαστήριο διαθέτει την ανάλογη εμπειρία, καθώς δραστηριοποιείται από το 1987 στα ποτάμια οικοσυστήματα και ειδικά σε αυτά των χειμάρρων.
Εξάλλου, ένα μεγάλο ποσοστό των ποταμών του νησιού ανήκει σε αυτήν την κατηγορία κι αυτό επιβεβαιώθηκε από το Σχέδιο Διαχείρισης των Λεκανών Απορροής Ποταμών του Υδατικού Διαμερίσματος Κρήτης (GR13) που χρηματοδοτήθηκε από την Ειδική Γραμματεία Υδάτων και συντονίστηκε με επιτυχία από τη Δ/νση Υδάτων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Κρήτης υπό την επίβλεψη του Δρ Μαρίνου Κριτσωτάκη, προκειμένου να εφαρμόσει την Ευρωπαϊκή Οδηγία για το Νερό στην Κρήτη.