«Ψυχολόγος», «κτίστης» ερευνητής, ρεαλιστής, με πειστική φωνή, αλλά κυρίως καλός ακροατής κι όχι φλύαρος, με υπομονή και ικανότητα να προβλέπει την επόμενη κίνηση, πρέπει να είναι ο διαπραγματευτής της Ελληνικής Αστυνομίας. Ορισμένα από αυτά τα χαρακτηριστικά του, κατακτώνται μέσα από εκπαίδευση, άλλα ίσως προϋπήρχαν και αναπτύχθηκαν μέσα από τα «εξειδικευμένα σχολεία» και το εγχειρίδιο της διαπραγμάτευσης, το πολυτιμότερο εργαλείο με τα πρωτόκολλα που πρέπει ακολουθούνται με θρησκευτική ευλάβεια και το οποίο συντάχθηκε από τους «γκουρού» των Ελλήνων εκπαιδευτών για τους αστυνομικούς διαπραγματευτές της Ελλάδος.
Η Αστυνομία της Κρήτης έχει πολλούς λόγους να θεωρείται ως μία από τις πιο αποτελεσματικές στη χώρα. Στους λόγους αυτούς προστίθεται και η πενταμελής κρητική ομάδα διαπραγματευτών, τα ποσοστά επιτυχίας της οποίας, αγγίζουν το απόλυτο, το 100%. Σίγουρα δεν είναι οι αφανείς ήρωες, αφού το έργο τους, αν και για τους ίδιους είναι casus belli, όταν γίνεται γνωστό, μοιραία θα βγει στην επιφάνεια, κάτι θα γραφτεί στα Μέσα, κάτι θα ειπωθεί.
Σε τοπικό επίπεδο η πλειονότητα των περιπτώσεων που χρειάστηκε η συμβολή τους, αφορούσε σε περιστατικά αυτοκτονιών, ενώ προσφάτως κλήθηκαν αθόρυβα να αποτελέσουν μεταξύ άλλων καθηκόντων τους τον συνδετικό κρίκο με τις άλλες ομάδες που συστήθηκαν (προανάκρισης, ανάλυσης πληροφοριών, επιχειρησιακές ομάδες) στην απαγωγή του Μιχάλη Λεμπιδάκη.
Και παρά το ότι δεν είχαν άμεση επαφή με τους απαγωγείς, ωστόσο ο συμβουλευτικός ρόλος τους προς την οικογένεια, αλλά και τους επικεφαλής των άλλων ομάδων είχε το δικό του μερίδιο ευθύνης, για την επιτυχημένη και γνωστή έκβαση της υπόθεσης.
Πρωταρχικός τους στόχος είναι η ανάκτηση της επικοινωνίας με το «υποκείμενο», όπως λέγεται στη γλώσσα τους ο άνθρωπος πάνω στον οποίο θα πρέπει να εφαρμόσουν αυτά που προβλέπουν τα πρωτόκολλα. Κάποιες φορές μπορεί η επαφή αυτή να επιτευχθεί άμεσα, κάποιες άλλες να μην υπάρξει καν. Σε ορισμένες περιπτώσεις το «υποκείμενο» μπορεί να είναι δεκτικό και να θέλει να μιλήσει, σε κάποιες όμως να βρίσκεται υπό την επήρεια ουσιών και οι δίαυλοι επικοινωνίας να είναι δύσκολοι.
Η έλλειψη επικοινωνίας με το «υποκείμενο», για παράδειγμα σε μια ομηρεία ή σε μία υπόθεση επικείμενης αυτοκτονίας, δένει τα χέρια του διαπραγματευτή. Όταν όμως βρεθεί τρόπος επικοινωνίας, τότε ξεκινά η δική του δουλειά. Το κλειδί της υπόθεσης είναι η συλλογή πληροφοριών, να μάθει και να ερευνήσει το παρελθόν του ανθρώπου που έχει «απέναντι» του. Είναι χρήστης ουσιών; Καταθλιπτικός; ‘Εχει καλές ή κακές σχέσεις με την οικογένειά του; Ακολουθεί φαρμακευτική αγωγή; Τι τον ευχαριστεί και τι όχι; Όσα περισσότερα δεδομένα συγκεντρωθούν, τόσο πιο εύκολα- αλλά όχι γρήγορα- θα επιτελέσει το έργο του.
Γι αυτόν τον λόγο, άλλωστε, πολύτιμος συνεργάτης του είναι από τη μία το οικογενειακό περιβάλλον του «υποκειμένου», αλλά και ο ψυχολόγος που υπάρχει στις τάξεις της ΕΛ.ΑΣ. Η προσέγγισή τους έχει να κάνει με την ιδιοσυγκρασία του ατόμου, τις προθέσεις του. Με διαφορετικό τρόπο αντιμετωπίζεται ο ληστής μιας τράπεζας που έχει εγκλωβιστεί και κρατά ομήρους και με άλλο τρόπο ο απελπισμένος που έχασε τη δουλειά του και θέλει να βάλει τέλος στη ζωή του, γιατί τον πνίγουν τα χρέη. Στη δεύτερη περίπτωση τα δεδομένα που έχουν συλλεχθεί, θα είναι η γέφυρα για να περάσουν στο επόμενο βήμα. Το δεύτερο στάδιο θα είναι να τον πείσουν να καταλάβει ότι υπάρχει φως στο τούνελ και τελικώς να «καταθέσει τα όπλα» και να μην προβεί στο απονενοημένο διάβημα. Είναι αυτό που λένε στη δική τους γλώσσα «μείωση του αρνητικού συναισθήματος, αύξηση της λογικής».
Ο διαπραγματευτής πρέπει να ξέρει γιατί το «υποκείμενο» τού ζητάει κάτι. Υπήρξε περίπτωση που ένας «ταμπουρωμένος» επίδοξος αυτόχειρας, ζητούσε τη γυναίκα του, μπροστά του. Το αίτημα δεν ικανοποιήθηκε, μετά από έρευνα που προηγήθηκε. Κι αυτό γιατί διαπιστώθηκε ότι ο αιτών ήθελε τη σύζυγό του εκεί για να τον δει να πεθαίνει μπροστά τα μάτια της. Αυτό το δεδομένο δεν το φαντάστηκαν, γιατί δεν είναι μάντεις τα άτομα που είχαν αναλάβει τη διαπραγμάτευση. Το συμπέραναν από την έρευνα που έκαναν και η οποία αφορούσε τις μεταξύ τους σχέσεις του παρελθόντος.
Αποτελεί κανόνα- που έχει βέβαια και τις εξαιρέσεις του- ότι ένας και μόνος διαπραγματευτής δεν αρκεί για μια σοβαρή υπόθεση. Κατ’ ελάχιστο απαιτείται η παρουσία δύο διαπραγματευτών, αφού άλλος θα αναλάβει τη συγκέντρωση των πληροφοριών κι άλλος τον «χειρισμό» τους.
Το εγχειρίδιο της διαπραγμάτευσης
Όπως προαναφέρθηκε, η κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή και η αντιμετώπισή της διαφορετική. Σε μια υπόθεση απαγωγής, που αποτελεί μια από τις πιο δύσκολες στην αντιμετώπισή της, η βασική αρχή που τηρείται και μεταφέρθηκε ως τεχνογνωσία από τους ειδικούς του FBI στους Έλληνες αξιωματούχους είναι ότι οι συγγενείς είναι αυτοί που χειρίζονται την κατάσταση. Οι αστυνομικοί συνεργάζονται με τους συγγενείς, δεν αναλαμβάνουν όμως πρωτοβουλίες, εάν δεν το επιθυμούν οι οικείοι.
Στο εγχειρίδιο που υπάρχει γίνεται ειδική αναφορά στη σημασία της απόλυτης μυστικότητας προς τα ΜΜΕ. Είναι αυτονόητο ότι η δημοσιοποίηση διαφόρων λεπτομερειών στον Τύπο δηλώνει την άμεση συνεργασία της οικογένειας με την Αστυνομία, κάτι που γεννά μεγάλους κινδύνους για τη ζωή του ομήρου. Το ίδιο ισχύει και για τη δημοσιοποίηση επιχειρησιακών λεπτομερειών της Αστυνομίας.
Οι διαπραγματευτές δεν το κουνούν ρούπι από το σπίτι ενός απαχθέντος. Στην απαγωγή Λεμπιδάκη, οι διαπραγματευτές βρίσκονταν εκεί σε 24ωρη βάση, παρά το ότι δεν υπήρξαν τηλεφωνικές επικοινωνίες.
Ο διαπραγματευτής πρέπει να μιλήσει ανθρώπινα στον απαγωγέα. Του συστήνεται με το ονοματεπώνυμό του, όχι με το βαθμό ή τις περγαμηνές του. Το ζητούμενο είναι η προσωπική επικοινωνία διαπραγματευτή με απαγωγέα. Αν δεν θέλει να πει το όνομά του, τότε ο διαπραγματευτής να του προτείνει να του δώσει ένα όνομα. Πρέπει όμως να έχει υπομονή και γερό στομάχι, ακόμα και εάν δέχεται ύβρεις. Να τον κάνεις να μιλήσει για τον εαυτό του, να μην του λέει πόσο παράνομο είναι αυτό που κάνει, όχι ειρωνείες και περιφρόνηση. Δεν πρέπει να πιστέψει ότι ο διαπραγματευτής είναι εκεί για να επιβάλει τον νόμο αλλά για να λύσει το πρόβλημά του. Να τον πείσει ότι είναι ασφαλής και να τον καλέσει να παραδοθεί. Να μη του απαντά ποτέ με ένα ξερό όχι. Ακόμα και αν πρέπει εξαρχής να του αρνηθεί. Να του απευθύνει «κλειστές» ή «ανοιχτές» ερωτήσεις. «Κλειστές» είναι αυτές που θα παίρνει ως απάντηση ένα «ναι» ή ένα «όχι». «Ανοιχτές» αυτές που θα τον αναγκάζουν να μιλάει περισσότερο για τον εαυτό του. Να μην προχωρά σε διαπιστώσεις για την ψυχική κατάσταση του «υποκειμένου». Να μην το αποδοκιμάζει, να δείχνει ουδετερότητα και να προσπαθεί να εκφραστεί με τη γλώσσα του δράστη κι όχι με υπηρεσιακή.