Αθέατες πτυχές της πολύκροτης υπόθεσης που αφορά στην εκκένωση του κτηρίου του Ευαγγελισμού στις 29 Σεπτεμβρίου (που πραγματοποιήθηκε παραμονές των αυτοδιοικητικών εκλογών), αποκαλύπτει σήμερα η «Π», από τις οποίες προκύπτει ότι η προετοιμασία και η συμφωνία της αστυνομικής επέμβασης είχε συμφωνηθεί στη λεπτομέρεια της, πριν από τη συνεδρίαση της Συγκλήτου που έγινε στις 20 Ιουλίου.
Τα στοιχεία αυτά, που προέρχονται από επίσημα έγγραφα τα οποία παρουσιάζει σήμερα η «Π» και έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον με δεδομένο το γεγονός ότι το επίμαχο θέμα της συζήτησης της εκκένωσης του Ευαγγελισμού,-παρά την κορυφαία σοβαρότητα του-, τέθηκε στη συνεδρίαση της Συγκλήτου, ως θέμα εκτός ημερήσιας διατάξεως. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η Σύγκλητος κλήθηκε να αποφασίσει χωρίς να πάρει στα χέρια της συγκεκριμένη εισήγηση, αλλά μέσα από την προφορική ενημέρωση που είχε από τον ίδιο τον Πρύτανη για την εξέλιξη των πραγμάτων. Στη συνέχεια εκδόθηκε η θετική απόφαση της Συγκλήτου την οποία αμφισβητούν ευθέως και εγγράφως με κοινή ανακοίνωση τους οι Σχολές Κοινωνικών Επιστημών και Φιλοσοφικής.
Όπως έχει γράψει η «Π», στην ανακοίνωσή τους οι δύο σχολές ξεκαθάρισαν δηκτικά ότι «τέτοια φαινόμενα υπέρμετρης και παράνομης αστυνομικής βίας δεν έχουν θέση σε μία ευνομούμενη πολιτεία και στο δημοκρατικό δημόσιο Πανεπιστήμιο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρόσκληση των αστυνομικών δυνάμεων προήλθε από τον πρύτανη, χωρίς να έχει εξασφαλιστεί η σύμφωνη γνώμη της Συγκλήτου. Άλλωστε, στη μόνη άτυπη συζήτηση που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Ιούλιο σχετικά με το κτήριο του Ευαγγελισμού, αρκετά μέλη της συνέλευσης διατύπωσαν σοβαρές ενστάσεις ως προς την πιθανότητα αστυνομικής καταστολής».
Τι δείχνουν τα επίσημα έγγραφα
Σύμφωνα με τα επίσημα έγγραφα που παρουσιάζει η «Π», σε πρώτη φάση (12 Ιουλίου) η Πρυτανεία απευθύνεται στην Πολεοδομία, την Εισαγγελία Πρωτοδικών και την Αστυνομική Διεύθυνση, τις οποίες ενημερώνει για τις παράνομες οικοδομικές εργασίες που πραγματοποιούνται στον Ευαγγελισμό και ζητά την παρέμβαση τους. Στην απάντηση της η Αστυνομική Διεύθυνση (14 Ιουλίου) αφού ενημερώνει για τον έλεγχο που έγινε και για τη σύλληψη ατόμου που εκτελούσε εργασίες, ζητά από την Πρυτανεία να δηλώσει «εγγράφως και ρητά τη βούληση της σχετικά με την εκκένωση του κτηρίου και την απομάκρυνση των ατόμων που παραμένουν σε αυτό».
Από το κείμενο αυτό η Αστυνομική Διεύθυνση, με τον πιο καθαρό τρόπο αποσαφηνίζει την κατάσταση, ζητώντας ξεκάθαρη εντολή από την Πρυτανεία για να παρέμβει. Στη συνέχεια ακολουθεί επίσημο κείμενο της Πρυτανείας στις 17 Ιουλίου, με το οποίο ζητά ευθέως και χωρίς περιστροφές, από την Αστυνομία να παρέμβει «στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της ώστε να αποδοθεί το κτήριο με ασφάλεια στο Πανεπιστήμιο Κρήτης».
Ειδικότερα, στις 12 Ιουλίου το Πανεπιστήμιο Κρήτης απευθύνεται στη Διεύθυνση Υπηρεσίας Δόμησης του Δήμου Ηρακλείου, στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Ηρακλείου και την Αστυνομική Διεύθυνση Ηρακλείου στο οποίο περιγράφει ότι στον Ευαγγελισμό «έχουν εισέλθει και παραμένουν παράνομα για είκοσι και πλέον έτη, άγνωστα άτομα, παρά τη θέληση του Πανεπιστημίου Κρήτης και έχουν καταλάβει τους χώρους του τους οποίους και χρησιμοποιούν χωρίς καμία άδεια έγκριση ή συναίνεση του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Το κτήριο δε χρησιμοποιείται για διδασκαλία ή έρευνα και εξ ορισμού η χρήση του δεν διέπεται από τις διατάξεις για το «ακαδημαϊκό άσυλο». Το Πανεπιστήμιο Κρήτης έχει αποδείξει με σειρά αποφάσεων και ενεργειών τη βούληση του να προβεί στην αποκατάσταση και την ανακατασκευή του κτηρίου, γεγονός το οποίο δεν έχει καταστεί δυνατό λόγω της παρουσίας των καταληψιών σε αυτό. Όπως προκύπτει από αυτοψία που πραγματοποιήθηκε σήμερα (12/7/23) στο κτήριο διαπιστώθηκε ότι πραγματοποιούνται σε αυτό, χωρίς καμία άδεια αρμόδιας Αρχής και προφανώς χωρίς τη συναίνεση του Πανεπιστημίου Κρήτης παράνομες οικοδομικές εργασίες με ελλιπή μέτρα ασφαλείας. Για το λόγο αυτό παρακαλούμε για τις δικές σας ενέργειες κατά το λόγο της αρμοδιότητας σας».
Στο κείμενο της Πρυτανείας απαντά η Γενική Περιφερειακή Αστυνομική Διεύθυνση Κρήτης «την 14-7-2023 και περί ώρα 8:30 Αστυνομικοί υφισταμένων Υπηρεσιών μας διενήργησαν έλεγχο ως προς τη νομιμότητα εκτέλεσης εργασιών. Κατά τον έλεγχο κατελήφθη ημεδαπός ως προσωρινός υπεύθυνος ο οποίος με τη συνδρομή έτερων ατόμων, προέβαινε σε εργασίες συντήρησης στην όψη του κτηρίου από τη νότια και δυτική πλευρά με τη χρήση ικριωμάτων και συγκεκριμένα στην αποξήλωση τους της υφιστάμενης επένδυσης μέρους της τοιχοποιίας του κτηρίου με νέα, έκτασης τουλάχιστον 50 τ.μ. στερούμενοι έγκρισης εργασιών δόμησης μικρής κλίμακας του άρθρου 29 Ν.4495/2017.
Οι παραπάνω προσήχθησαν στο Α’ Αστυνομικό Τμήμα Ηρακλείου. Κατόπιν των ανωτέρω ενημερώθηκε η Εισαγγελέας Υπηρεσίας, η οποία αφού εκτίμησε το είδος και την έκταση των εργασιών ενέκρινε ότι δεν υφίσταται αξιόποινη συμπεριφορά που να δικαιολογεί την κίνηση ποινικής διαδικασίας και παρήγγειλε να σταλεί έγγραφο από το Α’ Αστυνομικό Τμήμα Ηρακλείου προς τη Διεύθυνση Πολεοδομίας / Τμήμα Ελέγχου Αδειών Δόμησης του Δήμου Ηρακλείου, προκειμένου να αποστείλει υπαλλήλους της για να ενεργήσουν αυτοψία προς την επιβολή των αντίστοιχων διοικητικών κυρώσεων.
Το ανωτέρω έγγραφο εστάλη άμεσα. Ως προς τα λοιπά αναφερόμενα στο παραπάνω σχετικό έγγραφο σας παρακαλούμε όπως μας δηλώσετε εγγράφως και ρητά τη βούληση σας σχετικά με την εκκένωση του κτηρίου και την απομάκρυνση των ατόμων που παραμένουν σε αυτό, προκειμένου η υπηρεσία μας να προβεί στο σχεδιασμό και τις λοιπές ενέργειες σε συνεργασία με τις συναρμόδιες υπηρεσίες και φορείς» .
Στο κείμενο αυτό απαντά με τη σειρά της η Πρυτανεία, στις 17 Ιουλίου, με πολύ ξεκάθαρο τρόπο λέγοντας ότι «ως Πανεπιστήμιο δεν έχουμε τη δυνατότητα να αδειάσουμε το κτήριο και να μπορέσουμε να εργαστούμε μέσα σε αυτό» και ζητά ευθέως και χωρίς περιστροφές, από την Αστυνομία να παρέμβει «στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της ώστε να αποδοθεί το κτήριο με ασφάλεια στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Έχει ιδιαίτερη αξία η τεκμηρίωση του αιτήματος της Πρυτανείας προς την Αστυνομική Διεύθυνση Ηρακλείου, στην οποία αναφέρει: «Σε συνέχεια του ανωτέρω σχετικού εγγράφου σας και αφού δεν εκρίθη αξιόποινη συμπεριφορά των παρεμβαινόντων (καταληψιών;) οι οποίοι καθαίρεσαν την εξωτερική τοιχοποιία ξένης περιουσίας ( ιδιοκτησίας του Πανεπιστημίου Κρήτης) σας αναφέρουμε εκ νέου τα κάτωθι:
α) Το κτήριο τελεί υπό κατάληψη εδώ και 21 χρόνια.
β) Είναι ένα νεοκλασικό κτήριο το οποίο έχει υποστεί εμφανείς φθορές στο χρόνο και στο οποίο δε μας επιτρέπεται η πρόσβαση για την αποκατάσταση τόσο της στατικής επικινδυνότητας του όσο και της συντήρησης και ανακαίνισης αυτού.
γ) Ουδείς μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια των επιδημούντων σ΄αυτό, αλλά και τυων διερχομένων, ιδίως σε μια περίοδο όπου η σεισμική διέγερση του νησιού βρίσκεται σε έξαρση.
δ) Οι Πρυτανικές Αρχές του Πανεπιστημίου Κρήτης έχουν προβεί διαχρονικά σε ενέργειες προς τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας για την απόδοση του κτηρίου στο Πανεπιστήμιο. Το κτήριο αποτελεί σημαντικό περιουσιακό στοιχείο του Πανεπιστημίου Κρήτης. Το Πανεπιστήμιο Κρήτης επιθυμεί να εργαστεί στην κατεύθυνση της ανοικοδόμησης και της αποκατάστασης του κτηρίου για να αποδοθεί στην Πανεπιστημιακή Κοινότητα και στην κοινωνία γενικότερα.
στ) Το Πανεπιστήμιο δεν αντιμάχεται ιδέες άλλων ανθρώπων, απλά απαιτεί σεβασμό της περιουσίας του, που σε τελικό βαθμό είναι δημόσια περιουσία.
ζ) Ως Πανεπιστήμιο δεν έχουμε τη δυνατότητα να αδειάσουμε το κτήριο και να μπορέσουμε να εργαστούμε μέσα σε αυτό.
Ζητούμε λοιπόν από τα αρμόδια όργανα της πολιτείας να κινηθούν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, ώστε να αποδοθεί το κτήριο με ασφάλεια στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.
Επικυρώνει τις ενέργειες του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Κρήτης Καθηγητή κ. Γεωργίου Κοντάκη και τα υπ΄αριθμ. 16543/12-07-2023και 16844/693/17-07-2023 έγγραφα που απηύθηνε στις αρμόδιες αρχές για το ζήτημα της πραγματοποίησης παράνομων οικοδομικών αδειών σε κτήριο το οποίο ανήκει στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Επαναλαμβάνει το αίτημα προς τα αρμόδια όργανα της πολιτείας να κινηθούν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, ώστε να αποδοθεί το κτήριο με ασφάλεια στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Αιτείται την αρωγή της Πολιτείας με τη μορφή χορήγησης γρήγορης και γενναίας οικονομικής ενίσχυσης με στόχο την άμεση αξιοποίηση του κτηρίου ώστε να αποφευχθεί πιθανή αρνητική συνέπεια ανακατάληψης».