Ο 17χρονος Άγγελος ήταν ένα φωτεινό πλάσμα που κατά το σύντομο πέρασμά του από τη ζωή, παρέδωσε μαθήματα αγάπης και συγχώρεσης…
Ο 17χρονος Άγγελος ήταν ένα φωτεινό πλάσμα που κατά

Σαν σήμερα πριν από τέσσερα χρόνια ακριβώς  η οικογένεια του 17χρονου Άγγελου Κανάκη αποχαιρέτισε το στερνοπούλι της… Το πέρασμά του από τη γη ήταν σύντομο αλλά καθηλωτικό σαν ηφαιστειακή αστραπή. Ένα φωτεινό πλάσμα που σκόρπιζε χαρά και καλοσύνη και εν τέλει έδωσε ζωή με το θάνατό του. Στις 7 το πρωί της 6ης Δεκεμβρίου του 2018, ανήμερα του Αγίου Νικολάου, χτύπησε το τηλέφωνο και οι γονείς, Κώστας και Μαρία, ενημερώθηκαν ότι μόλις είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία λήψης των οργάνων του μικρότερου παιδιού τους. Εκείνη τη νύχτα άνθρωπος δεν είχε κλείσει μάτι.

«Πάρτε ό,τι είναι γερό,  να μη το φάνε τα σκουλήκια» ήταν η χαρακτηριστική φράση του πατέρα προς τους γιατρούς, μετά από 25 ημέρες στη ΜΕΘ του Βενιζελείου και αφού πλέον τα εγκεφαλικά τεστ έδειχναν ότι όλα είχαν τελειώσει.

Συναντήσαμε τους γονείς ένα απόγευμα Κυριακής του Νοεμβρίου. Δέχθηκαν να μιλήσουν γιατί το θεωρούν χρέος τους. Ήθελαν να το κάνουν και νωρίτερα, όμως όλο το ανέβαλαν… Ήταν βαρύ το πένθος, κόντεψε να τους διαλύσει. Έπειτα συνέβησαν και άλλα δυσάρεστα στην οικογένεια…

Ο Άγγελος τραυματίστηκε βαρύτατα σε τροχαίο, κοντά στο σπίτι του, στο Γάζι, στις 12 Νοεμβρίου του 2018. Θα έκανε μία μικρή  βόλτα με το μηχανάκι του αδερφού του και θα επέστρεφε στο σπίτι. «Μαμά, βάλε μου το φαγητό και έρχομαι…». Αυτή ήταν η τελευταία φράση στη μητέρα του, στην αδυναμία της ζωής του. Στις 6 Δεκεμβρίου δόθηκαν τα όργανά του και στις 7 Δεκεμβρίου κηδεύτηκε στο κοιμητήριο του Αγίου Νικολάου, στο Γάζι.

Τα μάτια του παιδιού μας βλέπουν το φως του ήλιου
Άνοιξε το σύστημα «Εργάνη» για εργαζόμενους κι επιχειρηματίες

«Η δωρεά οργάνων είναι το πολυτιμότερο δώρο ζωής στον συνάνθρωπο και το καλύτερο μνημόσυνο στον άνθρωπο που έχεις χάσει. Δεν θέλει άλλο μνημόσυνο.  Να φεύγει μία ζωή και να κερδίζουν ζωή πέντε, έξι, επτά συνάνθρωποί μας… Να μη διστάζετε. Και ο Θεός το θέλει. Το παιδί μας ζει… Γυρίζει κάπου εδώ τριγύρω..»  μου είπαν εκείνο το Κυριακάτικο απόγευμα που τους επισκέφθηκα στο σπίτι τους.

Κάθονται ο ένας δίπλα στον άλλον, κοιτούν φωτογραφίες από παλιές ευτυχισμένες στιγμές…  Βαπτίσεις, γιορτές, εκδρομές, οικογενειακές μαζώξεις, χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις…

Ο Άγγελος κινδύνευσε από την κοιλιά της μητέρας του. Και όταν γεννήθηκε όμως, ο μικρούλης ταλαιπωρήθηκε. Ήταν μόλις 2,5 μηνών όταν υποβλήθηκε σε επέμβαση λόγω σοβαρού προβλήματος παλινδρόμησης. Οι γιατροί στα νοσοκομεία του Ηρακλείου είχαν ξεγράψει το παιδί. «Δεν έχει καμία ελπίδα…» ξεκαθάρισαν στους γονείς, οι οποίοι το πήραν άρον-άρον και το πήγαν στο Παίδων, στην Αθήνα. «Και τους ευχαριστούμε πάρα πολύ, διότι μας βοήθησαν, μας υποστήριξαν και μας έβγαλαν από το σκοτάδι.. Αυτό το παιδί σάς είπαν ότι θα πεθάνει; Αυτό θα γίνει  δύο μέτρα παλικάρι».

Η κ. Μαρία πιστεύει τώρα πια ότι ήταν προδιαγεγραμμένο να φύγει νωρίς ο Άγγελος…

Από 12-13 ετών, όταν δεν πήγαινε σχολείο, δούλευε πάντα στο μεροκάματο. Ήταν οικογένεια  βιοπαλαιστών. Εργαζόταν μόνο ο πατέρας και ο μικρός  ήθελε να βοηθάει. Και όταν  χρειάστηκε να δουλέψει και η μητέρα  ως καθαρίστρια για να συνεισφέρει οικονομικά, ο Βενιαμίν της οικογένειας δεν το δέχθηκε με τίποτα. Το είχε πάρει κατάκαρδα. «Δεν δέχομαι να είμαστε τέσσερις άνδρες και να δουλεύει η μάνα μας. Τώρα στοπ» της είχε πει ορθά-κοφτά.

Ήταν νέος «παλιάς κοπής» και ιδιαίτερα αγαπητός στη γειτονιά αφού πάντα προσφερόταν να βοηθήσει, ακόμα και ανθρώπους τους οποίους δε γνώριζε.

«Μαμά, βάλε μου φαγητό και έρχομαι…», όμως δε γύρισε ποτέ!

Ήταν Δευτέρα, 12 Νοεμβρίου 2018. Το σχολείο του Άγγελου, το 6ο ΕΠΑΛ, είχε κατάληψη. Θα έκαναν μία εκδρομή. Επέστρεψε νωρίς στο σπίτι, δεν είχε τι να κάνει και άρχισε να ασχολείται με το μηχανάκι του αδερφού του που ήταν παρκαρισμένο από κάτω. Το έπλυνε, το γυάλιζε, το έφτιαχνε… Έκοβε το μυαλό και έπιαναν τα χέρια του. Του άρεσε να γίνει  ηλεκτρολόγος-ηλεκτρονικός.

Γύρω στη 1.15 το μεσημέρι ενημέρωσε τη μητέρα του ότι θα πήγαινε με το μηχανάκι να πάρει καφέ στο θείο του και θα επέστρεφε. «Μην αργήσεις» του φώναξε. Δεν είχε κλειδί  και εκείνη ήθελε να φύγει. Θα του άφηνε το φαγητό στο τραπέζι.

Η ώρα περνούσε και ο Άγγελος παρέμενε άφαντος. «Ξεχάστηκε;» αναρωτήθηκε η μητέρα. Στις 2 παρά 20 τηλεφώνησε ο μεσαίος γιος και τη ρώτησε αν είχε επιστρέψει ο μικρός επειδή δεν είχε δίπλωμα και η αστυνομία «έγραφε».

Στις 2 παρά δέκα ήταν η σειρά του μεγάλου γιου να τηλεφωνήσει.  «Μαμά, ο μικρός χτύπησε στο Τσαλικάκι, μόνο έλα».

Η Μαρία Σηφάκη δεν είχε ακόμα αντιληφθεί  την σοβαρότητα της κατάστασης. Στο επόμενο λεπτό το τηλέφωνο χτύπησε ξανά. Ήταν και πάλι ο μεγάλος γιος της. «Μαμά ακόμα στο σπίτι είσαι;».

Όπως περιγράφει, ούτε και η ίδια θυμάται πώς έφθασε στο σημείο. Είδε τον κόσμο μαζεμένο. «Ο μεγάλος είχε λιποθυμήσει και τον είχαν συνεφέρει οι άνθρωποι. Μόλις μπήκα στο ασθενοφόρο, λέω τελείωσε. Βγήκα έξω και τα δάχτυλα μου τα είχα καρφώσει στο πρόσωπο μου. Ούρλιαζα. Τελείωσε ο Άγγελος μας».

Καθ’ οδόν για το Βενιζέλειο ενημερώθηκαν και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Όλοι σε άθλια κατάσταση. Λιποθυμική.

Οι γονείς περιγράφουν ότι μόλις οι γιατροί  έβαλαν το παιδί στον αξονικό τομογράφο και είδαν ότι έχει πάθει αποκόλληση ο εγκέφαλος, τους ξεκαθάρισαν ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Όμως εκείνοι αρνούνταν να το δεχθούν. «Μας είπαν αμέσως για τη δωρεά οργάνων. Εμείς με το φτωχό μας το μυαλό, ελπίζαμε. Λέγαμε «υπάρχει Θεός». Διαβεβαιώναμε τους ανθρώπους  ότι το παιδί κάθε μέρα βελτιώνεται. Από μόνοι μας το λέγαμε και οι γιατροί μας κοιτούσαν καλά-καλά».

Όπως εξομολογείται η Μαρία Σηφάκη, για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της, μιλούσε όλη τη μέρα στο τηλέφωνο με τον πνευματικό της. «Γνωριζόμαστε πάνω από 20 χρόνια και ήξερε καλά και το παιδί.

Ο άνθρωπος μιλούσε μεταφορικά αλλά εμείς δεν καταλαβαίναμε… Μας έλεγε ότι  η Παναγία το φροντίζει, η Παναγία κάνει ό,τι μπορεί… Τι μπορούσε να σου πει.. Όταν σου λέει ο ίδιος ο γιατρός ότι υπάρχει αποκόλληση του εγκεφάλου και δεν υπάρχει καμία ελπίδα. «Με κλειστά τα μάτια» μας είχε πει για τη δωρεά.

Απλά εμείς είχαμε ανάγκη να πιαστούμε από κάπου διότι δεν μπορούσαμε να δεχθούμε ότι αυτό το πλάσμα, με την τόση ζωντάνια και την τόση ευθύτητα, έφυγε από τη ζωή. Δεν ήταν δυνατόν να μη το ξαναδούμε, να μην το ξανακούσουμε… Είναι δυνατόν; Υπάρχει Θεός;

Πάλευα τόσα χρόνια να το κρατήσω στη ζωή, με τόσα εμπόδια και έφθασε 17 ετών για να μου το πάρει; Γιατί δεν τον πήρε στην κοιλιά μου, μόνο με άφησε να τον κάνω 17 ετών, ολόκληρο παλικάρι.

Κατάλαβα όμως ότι ήρθε στη ζωή μας και μας έδωσε χαρές, μαθήματα αγάπης και συγχώρεσης».

Οι γονείς του Άγγελου κοιτούν φωτογραφίες από παλιές ευτυχισμένες στιγμές και θυμούνται… δακρύζουν, χαμογελούν, συγκινούνται…
Ο Χάρης Μαμουλάκης

Το ταρακούνημα και η μεγάλη απόφαση

Οι μέρες περνούσαν και δυστυχώς τα πρώτα σημάδια σηψαιμίας είχαν αρχίσει. Όμως η μητέρα δεν μπορούσε να το συνειδητοποιήσει. Είχε ακόμα πλήρη άρνηση. «Έμπαινα στην Εντατική με φυσιολογικό όρο και κολόνια να καθαρίσω το παιδί μου γιατί θεωρούσα ότι δεν το καθαρίζανε… «Δεν το καθαρίζετε το παιδί μου γι’ αυτό μυρίζει» και με κοιτούσαν οι κοπέλες καλά-καλά. Και ο γιος μου μύριζε από την σηψαιμία».

Όπως εξομολογείται είχε φθάσει στο σημείο να τους πει: «μπορείτε να το φτιάξετε και ας είναι φυτό. Να το έχω εγώ σπίτι, να το βλέπω… Πού φθάνει του ανθρώπου το μυαλό όταν δεν θέλει να δεχθεί κάτι», λέει κουνώντας το κεφάλι της.

Την 20η μέρα επισκέφθηκαν το παιδί στη ΜΕΘ για μία ακόμα φορά οι παππούδες του. Και το ταρακούνημα ήταν μεγάλο.

«Ο πατέρας μου και η συγχωρημένη η μαμά μου-δεν άντεξε και έφυγε τον  ίδιο χρόνο-μπήκαν μέσα στην Εντατική και γυρίζει η μάνα μου και μου λέει: άνθρωπος είσαι ή σκύλος; Δεν βλέπεις μωρέ ότι το παιδί έχει φύγει και κάθεσαι και του κάνουν πειράματα; Τόσο πολύ το μισείς;  Ξύπνα! Το παιδί έχει τελειώσει…». Η γιαγιά έπαιξε μία στην πόρτα και έφυγε.

Τότε πια και αφού έγινε και το δεύτερο εγκεφαλικό τεστ, όπως προβλέπει το πρωτόκολλο, οι γονείς αμέσως έδωσαν την έγκριση τους  να προχωρήσει η διαδικασία.

 Το μοιρολόι  του αποχαιρετισμού

Υπέγραψαν το πρωί της 5ης Δεκεμβρίου. Το ίδιο απόγευμα η μητέρα πήγε ξανά στο νοσοκομείο για να αποχαιρετίσει το σπλάχνο της. «Ξαναπήγα νωρίς το απόγευμα  μαζί με φίλες, συγγενείς, το νονό του…  Μείναμε για δύο-τρεις ώρες για μοιρολόι δυνατό. Μας ζήτησαν να φύγουμε κατά τις 8 το βράδυ. Η διαδικασία ξεκίνησε στις 3 τα ξημερώματα, του Αγίου Νικολάου, και ολοκληρώθηκε στις 7 το πρωί. Στις 7 Δεκεμβρίου μετέφεραν για ένα δίωρο την σορό στο σπίτι μας. Τους διαμήνυσα ότι όποιος σύρει φωνή ή κλάψει, θα φύγει από το σπίτι. Ο Άγγελος αγαπούσε το γέλιο και δεν ήθελε να κλαίμε».

Ο Άγγελος μου φανερώθηκε μία νύχτα που κόντεψα να πεθάνω

Η κ. Μαρία πιστεύει ακράδαντα ότι ο Άγγελος της είναι πλέον ο άγγελος που τους προσέχει και τους προστατεύει από ‘κει που είναι.

Το παιδί της φανερώθηκε, όπως περιγράφει, σε μία δύσκολη στιγμή. «Πριν λίγο καιρό είχα ξαπλώσει να κοιμηθώ και άκουσα την καρδιά να πεταρίζει πολύ έντονα… Δεν μπορούσα να ανασάνω, να βγάλω φωνή… Εκείνη την ώρα τον βλέπω, είδα την σκιά του και εγώ σε άλλο χρόνο, σε άλλη διάσταση… Και του λέω παιδί μου να κάτσω πιο μέσα γιατί θα πέσεις από το κρεβάτι.. Και νιώθω το χέρι του στο στήθος και στην πλάτη και με σηκώνει όρθια και παίρνω αναπνοή… Και βγαίνω έξω και του λέω «Κώστα, το παιδί μας απόψε ήρθε και εγώ θα πέθαινα στο κρεβάτι… δεν κοιμηθήκαμε εκείνο το βράδυ… πήγαμε δύο μέρες μετά στον καρδιολόγο και μου είπε ότι έχω καρδιακή ανεπάρκεια…».

Αποκαλύπτει ακόμα ότι το παιδί τους έχει δώσει όνειρα και μηνύματα ότι είναι πολύ καλά. «Στα 40 τον ονειρεύτηκε ο μεγάλος μου γιος. Γελούσε, λέει, με την καρδιά του.

-Εμείς μουγκρίζουμε που δεν σε βλέπουμε και εσύ γελάς;

-Εσείς δεν έχετε μυαλό. Ξέρετε πώς περνάω εγώ; Σαν βασιλιάς…Να μην κλαίτε και να μην στεναχωριέστε και θέλω αδερφέ μου ό,τι έχετε στο μυαλό σας με τον Μανόλη, να το συνεχίσετε».

Ο κ. Κώστας και η κ. Μαρία δεν μετανιώνουν δευτερόλεπτο για την απόφαση τους. Νιώθουν ηθική ικανοποίηση. Θα ήταν μεγάλη τους χαρά, όπως εξομολογούνται, να συναντούσαν κάποια στιγμή τους λήπτες, εφόσον θα το επιθυμούσαν και οι ίδιοι.

Είναι μεγάλη παρηγοριά ότι τα μάτια του παιδιού τους βλέπουν το φως του ήλιου και δεν έχουν βυθιστεί για πάντα στο σκοτάδι. «Εγώ τουλάχιστον την ημέρα που υπογράψαμε, λέει η μητέρα,  άφησα αυτή την επιθυμία: ο άνθρωπος που πήρε τα μάτια του, αν το θέλει, να έρθει να μας συναντήσει κάποια στιγμή. Γιατί έβλεπα τα μάτια του και έπαιρνα δύναμη… Τον κοίταζα στα μάτια και έπαιρνα δύναμη.

Τα παιδιά που φεύγουν από τη ζωή, αφήνουν πολύ έντονο το αποτύπωμά τους…».