Μετά από μία εξαντλητική διαδικασία, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Ηρακλείου εξέδωσε αργά χθες το βράδυ καταδικαστική απόφαση σε βάρος ηλικιωμένου Ηρακλειώτη για τις κατηγορίες της αποπλάνησης και του βιασμού ενός 8χρονου κοριτσιού.
Αν και το κατηγορητήριο αναφερόταν σε κατ’ εξακολούθηση πράξεις, το δικαστήριο έκρινε ένοχο τον κατηγορούμενο για μία περίπτωση, διατηρώντας αμφιβολίες για τις άλλες περιγραφόμενες περιπτώσεις.
Στον ηλικιωμένο επιβλήθηκε κατά συγχώνευση συνολική ποινή κάθειρξης 12 ετών. Η έφεσή του αποφασίστηκε να έχει αναστέλλουσα δύναμη (πράγμα που σημαίνει ότι δεν θα οδηγηθεί στην φυλακή) υπό τους όρους: της εμφάνισης κάθε πρώτο πενθήμερο στο αρμόδιο Αστυνομικό Τμήμα, της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, να εξακολουθήσει να διαμένει σε άλλη περιοχή από αυτήν που βρίσκεται η οικογενειακή του εστία και να μην προσεγγίζει την ανήλικη και την οικογένειά της.
Την ενοχή του ηλικιωμένου πρότεινε νωρίτερα και ο εισαγγελέας έδρας, ο οποίος δήλωσε πεπεισμένος για τα όσα ανέφερε το κοριτσάκι.
Το περιεχόμενο της καταγγελίας είχε «κεραυνοβολήσει» την οικογένεια τού κατηγορούμενου, ο οποίος έχει παιδιά και εγγόνια, και είχε προκαλέσει σοκ σε όλη τη γειτονιά. Μάλιστα, λόγω της εμπλοκής του σε αυτήν την ιστορία, υποχρεώθηκε από τη Δικαιοσύνη να εγκαταλείψει το σπίτι του και να ζήσει σε άλλη περιοχή προκειμένου να μην βρίσκεται κοντά στην 8χρονη και στην οικογένειά της με τους οποίους ήταν γείτονες.
Στην απολογία του ο ηλικιωμένος δήλωσε αθώος, ανέφερε ότι η ιστορία αυτή έχει προκαλέσει μεγάλο κακό στον ίδιο και στην οικογένειά του, καθώς έχει σημαδέψει τις ζωές τους. Από πλευράς του είχε αφεθεί να εννοηθεί ότι η καταγγελία αυτή ενδεχομένως έγινε για οικονομικούς λόγους επειδή την περίοδο εκείνη οι γονείς της ανήλικης -οικονομικοί μετανάστες- ήταν άνεργοι.
Οι γονείς του παιδιού κατέθεσαν ότι ουδέποτε είχε περάσει από το μυαλό τους κάτι τέτοιο, καθώς ο κατηγορούμενος φαινόταν σοβαρός άνθρωπος, ενώ οι μεταξύ τους σχέσεις ήταν τυπικές αλλά καλές. «Δεν μας αντιμετώπιζαν σαν ξένους» είπε ο πατέρας.
Το 8χρονο κορίτσι επισκεπτόταν συχνά το σπίτι των γειτόνων, καθώς έπαιζε με τις ώρες με το εγγόνι του κατηγορούμενου. Την ημέρα της καταγγελίας, το κοριτσάκι επέστρεψε στο σπίτι του μετά από ένα τέταρτο. Η μητέρα το ρώτησε πώς και γύρισε τόσο γρήγορα και η 8χρονη της απάντησε ότι έλειπε το εγγονάκι. «Και πού ήσουν εσύ;» τη ρώτησε ξανά. «Με τον παππού» απάντησε το παιδί.
Αυτό κίνησε τις υποψίες της μητέρας, η οποία άρχισε να κάνει ερωτήσεις στο κορίτσι σχετικά με τη συμπεριφορά του ηλικιωμένου.
Οι απαντήσεις του παιδιού αναστάτωσαν τη μάνα, η οποία ξύπνησε τον σύζυγό της για να τον ενημερώσει. Η πρώτη κίνηση που έκαναν ήταν να πάνε το παιδί στο νοσοκομείο για να εξεταστεί, χωρίς ωστόσο να διαπιστωθεί κάποιο ιδιαίτερο εύρημα πλην κάποιας ερυθρότητας.
Η μητέρα υποστήριξε ότι δεν είχε καταλάβει το παραμικρό, ενώ ο πατέρας κατέθεσε ότι αν και δεν έχει μιλήσει ποτέ με την κόρη του για το θέμα αυτό, την πιστεύει. «Δεν θα έλεγε ποτέ ψέματα. Είναι καλό παιδί».