Στην πατρίδα μας εμφανίζεται με τα χελιδόνια και σχεδόν μαζί τους μας αποχαιρετά.
Εκτός από το χαρακτηριστικό του λοφίο, έχει και πολύ χαρακτηριστική φωνή που θυμίζει ένα επαναλαμβανόμενο ρυθμικό «που-που-που».
Μέσα στην πόλη μπορούμε να τον συναντήσουμε συνήθως σε δασάκια και πάρκα με ψηλά δέντρα, ιδιαίτερα στις αρχές της άνοιξης κατά την περίοδο της μετανάστευσής του από την Αφρική προς την Ευρώπη.
Ο φτερωτός ασθενής τραυματίστηκε στην Κρήτη και οι άνθρωποι της ΑΝΙΜΑ, τον φρόντισαν βάζοντας του νάρθηκα, μέχρι να αναρρώσει και να μπορεί να ξαναπετάξει.
«Ο πρώτος τσαλαπετεινός της σεζόν, από Κρήτη, με κάταγμα στο ποδαράκι» έγραψαν στην σελίδα τους ,αναρτώντας και την φωτογραφία του ασθενή που παρά το μικρό του ατύχημα, δεν έχασε το στιλ του, που τον κάνει τόσο ξεχωριστό.
Ψάξαμε για να μάθουμε λίγα πράγματα για τον τσαλαπετεινό και σας μεταφέρουμε κάποια κομμάτια από το κείμενο της Ελένης Σαραντίτης μέλους της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας, που διαβάσαμε.
Με τιμές στην Μινωική Κρήτη
«Το ιδιαίτερο και εξαιρετικά θελκτικό παρουσιαστικό των τσαλαπετεινών, η εξοικείωσή τους με τον άνθρωπο, είχε μεγάλη επίδραση στα έθιμα και στις δοξασίες των λαών, όπως λ.χ. σε μεγάλες περιοχές της Αρχαίας Αιγύπτου: εκεί θεωρούνταν ιερά πτηνά και η μορφή τους απεικονίζεται σε τοίχους τάφων και ναών. Τις ίδιες τιμές τούς απέδιδαν και στη Μινωική Κρήτη.
Ο τσαλαπετεινός αποτελεί μια από τις χαρακτηριστικότερες φιγούρες της ελληνικής και ευρωπαϊκής ορνιθοπανίδας, θεωρείται «απαραγνώριστο είδος» διότι δεν συγχέεται με κανένα άλλο πτηνό, τούτο όμως τον θέτει σε διαρκείς κινδύνους: η λαθροθηρία· τον κυνηγούν με σκοπό την ταρίχευση. Πάντως, άμα πιαστεί, εύκολα ημερεύει και κυκλοφορεί άνετα στο σπίτι και στην αυλή· μαθαίνει να εκτελεί διάφορα παραγγέλματα και αφοσιώνεται στα μέλη της οικογένειας. Εάν επιθυμήσει τα πετάγματα και τα ψηλώματα, φεύγει και ξαναγυρνά και ξαναφεύγει αντλώντας το γαλάζιο του ουρανού και τις ευωδιές της εξοχής.
Το είδος περιγράφηκε πρώτη φορά το 1758, από τον Σουηδό φυσιοδίφη Κάρολο Λινναίο στο έργο του Systema Naturae. Πρόκειται για είδος του Παλαιού Κόσμου, που ζει και αναπαράγεται σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική. Στην πατρίδα μας εμφανίζεται με τα χελιδόνια· και σχεδόν μαζί τους μας αποχαιρετά. Αγαπά τις ανοιχτωσιές, αν και τα τελευταία χρόνια μπορεί κανείς να τον δει στα πάρκα, ακόμη και τον χειμώνα, στους κήπους των σπιτιών, στις ταράτσες.
Ορισμένοι από αυτούς δεν φεύγουν, τιμούν τις πόλεις· και οι πόλεις ανταποδίδουν. Πλέον γίνονται επιδημητικοί. Οι γεωργοί το καλοδέχονται το τερπνό αυτό πουλί, γιατί είναι και πολύ ωφέλιμο στις καλλιέργειες. Τρώει κουνούπια, σαλιγκάρια, κάμπιες, σκουλήκια, που τα αναζητά στους κορμούς των δέντρων, στις σχισμές των βράχων, στο χώμα, στα φύλλα.
Η λαϊκή ελληνική ονομασία του πτηνού έχει την εξής ετυμολογία: τσαλαπετεινός < τσαλί (τουρκ. cali) < θάμνος, φρύγανο + πετεινός = κόκορας των θάμνων.
Ο τσαλαπετεινός απαντάται στον ελλαδικό χώρο με πλήθος ονομασίες: αγριοκοκοράκι, εποπάς, κουκλοπετεινός, παρδαλόφτερος, κατσουλοπετείναρο, ξυλοκόκορας, πουπούξιος, κουκουτίκουλι, μουμουζέλα, πίπιζα κ.ά.
Ονομαστός δρομέας, αλλάζει συνεχώς κατευθύνσεις και, όταν ανυψώνεται, οι κινήσεις του είναι κυματιστές· με τις φτερούγες ανοιχτές, μοιάζει με πελώρια πεταλούδα..»