Ο κ. Γρηγόρης Πασπάτης
Ο κ. Γρηγόρης Πασπάτης

Οι εξευτελιστικοί μισθοί, η έλλειψη κινήτρων και η πανδημία στέλνουν το επιστημονικό δυναμικό σε ιδιωτικές δομές και εξωτερικό.

Ένας γιατρός με τριάντα χρόνια υπηρεσίας και διευθυντική θέση αμείβεται με περίπου 200 ευρώ παραπάνω από ένα ειδικευόμενο.

Οι εξευτελιστικές αποδοχές οδηγούν πολλούς νοσοκομειακούς γιατρούς επεμβατικών ειδικοτήτων στην απόφαση να συνταξιοδοτηθούν πρόωρα προκειμένου να εργαστούν στον ιδιωτικό τομέα όπου πληρώνονται… ασύγκριτικα καλύτερα.

Την ίδια ώρα τα νοσοκομεία αδειάζουν από έμπειρο υγειονομικό προσωπικό, που δεν έχει κίνητρα να παραμείνει στο δημόσιο.

Για το πως λειτουργεί και στο θέμα αυτό το δημόσιο σύστημα υγείας που χρειάζεται τομές οι οποίες προκαλούν  τριβές με αποτέλεσμα να τις αποφεύγουν διαχρονικά οι πολιτκές ηγεσίες μιλά στην “Π” ο πρώην πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Ηρακλείου συντονιστής διευθυντής της Γαστρεντερολογικής Κλινικής του Βενιζελείου κ. Γρηγόρης Πασπάτης.

Η συζήτηση με τον κ. Πασπάτη ακολουθεί:

Ερωτ.: Γιατί πολλοί νοσοκομειακοί γιατροί επιλέγουν την πρόωρη συνταξιοδότηση για να εργαστούν στον ιδιωτικό τομέα;

Απαντ.: Οι νοσοκομειακοί γιατροί των επεμβατικών -και κατά κάποιον τρόπο πιο  «εμπορικών»- ειδικοτήτων κρίνουν συχνά ότι είναι προς το άμεσο βιοποριστικό τους συμφέρον να μεταπηδήσουν από το δημόσιο νοσοκομείο σε ιδιωτικές δομές υγείας, όπου και οι αποδοχές είναι ασύγκριτα καλύτερες, αλλά ακόμα και τα ωράρια εργασίας πολλές φορές.

Και αυτό γίνεται λόγω των αναξιοπρεπών και εξευτελιστικών μισθών που εδώ και χρόνια παρέχει το ελληνικό δημόσιο σύστημα υγείας, αλλά επιπλέον και λόγω της κατάστασης που επικρατεί στα δημόσια νοσοκομεία και την οποία επέτεινε σοβαρά η συγκυρία της πανδημίας της COVID-19. Αυτό δεν αφορά πλέον μόνο τους ιδιαίτερα έμπειρους γιατρούς, αλλά και νεότερους ακόμα.

«Μόνο τα πανεπιστημιακά  νοσοκομεία θα επιβιώσουν»

Ερωτ.: Τι ειπτώσεις έχει αυτό στη λειτουργία των νοσοκομείων;

Απαντ.: Είναι δεδομένο ότι οι έμπειροι γιατροί φεύγουν από το σύστημα και δυστυχώς δεν αντικαθίστανται ούτε από νέους, λόγω σειράς παραγόντων, κυρίως λόγω ανυπαρξίας κινήτρων, επιστημονικών και εισοδηματικών. Πρέπει να συνυπολογιστεί ότι η Ελλάδα ουσιαστικά σε μεγάλο βαθμό έχασε μια ολόκληρη γενιά γιατρών, που ήδη από την έναρξη της οικονομικής κρίσης το 2010-11 και ενώ έμπαινε στο δημόσιο σύστημα υγείας, έφυγε για το εξωτερικό.

Για να έχετε μια τάξη μεγέθους, το Ηράκλειο έχασε στην πράξη περίπου διακόσιους γιατρούς εκείνη την περίοδο. Ως πρόεδρος του ΙΣΗ την εποχή εκείνη είχα επισημάνει ότι την κρίση στα νοσοκομεία θα την πληρώσουμε την επόμενη δεκαετία. Η γενιά αυτή των γιατρών φυσικά και δεν θα επιστρέψει στο ΕΣΥ όσο συνεχίζουν να υφίστανται τόσο σοβαρά αντικίνητρα.

Το τοπίο της στελέχωσης των μεγάλων δημόσιων νοσοκομείων με ιατρικό προσωπικό είναι ήδη εξαιρετικά βεβαρυμένο, ιδίως σε συγκεκριμένες και κρίσιμες για τη «βαριά» επεμβατική ιατρική δραστηριότητα ειδικότητες. Τα μόνα νοσοκομεία που θα επιβιώσουν σχετικά καλύτερα είναι τα πανεπιστημιακά, λόγω ευελιξίας που υφίσταται θεσμικά στις δυνατότητες απασχόλησης του ιατρικού προσωπικού και στον ιδιωτικό τομέα. Αντίθετα, στα υπόλοιπα νοσοκομεία μόνο μέσα από απογευματινά ιατρεία μπορεί να υπάρξει εισοδηματική ενίσχυση των γιατρών.

Αυτά όμως δεν αφορούν αφενός όλους τους γιατρούς και αφετέρου μιλάμε για μια ξεχωριστή απασχόληση, που δεν έχει να κάνει με τη νοσοκομειακή εργασία. Επιπλέον, και αυτό είναι πολύ σημαντικό, πέρα από τις εξευτελιστικές αποδοχές, είναι εντελώς αντιπαραγωγικό και απωθητικό και το υπάρχον σύστημα μη αξιολόγησης των γιατρών, που ουσιαστικά καταργεί κάθε δυναμική για όσους θέλουν να κάνουν ιατρική αιχμής για να εξελιχθούν επιστημονικά και επαγγελματικά.

Οι αξιολογήσεις των υπηρετούντων ιατρών του ΕΣΥ δια μεθόδων όπως της «ανατάσεως των χειρών» απάδουν σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν συμβαίνουν ούτε σε χώρες της υποσαχάριας Αφρικής. Αυτά, δυστυχώς, τα έχω γράψει κατ’ επανάληψη δημόσια σε ανύποπτους χρόνους, και στην «Καθημερινή» και στην «Πατρίδα», αλλά εις ώτα μη ακουόντων…

«Οι… σταλινικές αμοιβές στην Ελλάδα»

Ερωτ.: Ποιες είναι σήμερα οι αμοιβές των γιατρών στην Ελλάδα σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες;

Απαντ.:  Ενδεικτικά, οι γιατροί με θέση διευθυντή λαμβάνουν αποδοχές περίπου 2.000 ευρώ, ενώ αντίστοιχα στην Ευρώπη οι ίδιες θέσεις 8.000 έως 10.000 ευρώ. Επιπλέον, υπάρχει σαφής εξίσωση των μισθών προς τα κάτω, ένα φαινόμενο που -επιτρέψτε μου την υπερβολή- θα ζήλευε ακόμα κι ο Στάλιν, γιατί ένας γιατρός με τριάντα χρόνια υπηρεσίας και διευθυντική θέση λαμβάνει στην πράξη περίπου διακόσια ευρώ παραπάνω από έναν ειδικευόμενο γιατρό.

Είναι μια πρωτοφανής κατάσταση, που η συντριπτική πλειοψηφία των έμπειρων γιατρών του ΕΣΥ αντιλαμβάνεται ως ευθέως προσβλητική. Θα μου πουν κάποιοι, στη χώρα μας το επίπεδο αμοιβών είναι συγκεκριμένο, πόσο μπορούν να απέχουν οι αποδοχές των γιατρών;

Το ακούω ασφαλώς, αλλά από τη μία εδώ μιλάμε για ανθρώπους με πολύ υψηλή εξειδίκευση και πολύ μεγάλη εμπειρία που πάνω τους ουσιαστικά διαρθρώνεται το εθνικό μας σύστημα περίθαλψης και από την άλλη συζητάμε για το πώς θα παραμείνουν βιώσιμα τα μεγάλα νοσοκομεία και το δημόσιο σύστημα υγείας. Ε, δεν πρέπει να κρυβόμαστε, με τις παρούσες συνθήκες αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο.

Πώς διατηρείται σιωπηλά το φακελάκι

Ερωτ.: Γιατί στην χώρα μας οι πολιτκές των εκάστοτε κυβερνήσεων δεν περιλαμβάνουν το θέμα αυτό στην ατζέντα τους, ενώ παράλληλα διατηρούν “σιωπηλά” το φακελάκι;

Απαντ.: Νομίζω ότι προτιμούν να βολεύονται off the record με το γεγονός ότι οι παλιότερες γενιές πολιτών έχουν «εκπαιδευτεί» να δίνουν επιπλέον χρήματα σε γιατρούς είτε για να εξασφαλίσουν καλύτερη περίθαλψη είτε για να τους ευχαριστήσουν για τις υπηρεσίες τους. Ευτυχώς οι νεότερες γενιές δεν το κάνουν αυτό, οι νοοτροπίες αλλάζουν, όσο κι αν αυτό προσθέτει ένα αντικίνητρο για τους γιατρούς να απασχοληθούν στο δημόσιο νοσοκομείο.

Αναξιοκρατία και πισωγυρίσματα

Από εκεί και πέρα, όμως, το δημόσιο σύστημα υγείας χρειάζεται τομές και οι τομές δημιουργούν τριβές και αυτές δυστυχώς τις αποφεύγουν οι πολιτικές ηγεσίες διαχρονικά. Για να μην πούμε ότι πολλές φορές έχουμε και πισωγυρίσματα, όπως με την επιβολή της έλλειψης αξιοκρατίας στην επιλογή των διευθυντών που έχει επιβληθεί εδώ και περίπου δεκαπέντε χρόνια κατά παράβαση κάθε λογικής. Αν δεν πάμε άμεσα σε πολιτικές επιλογές ρήξης με κακές πρακτικές και δραστικής αλλαγής σε συγκεκριμένα σημεία, οι συνέπειες για το δημόσιο νοσοκομείο -πολύ φοβάμαι- θα είναι οδυνηρές.