Μπορεί να έχουν περάσει 37 χρόνια από την πρώτη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου να προχωρήσει στην προκήρυξη του πολυσυζητημένου Πολιτιστικού Κέντρου, αλλά αν ανατρέξει κανείς στην περίοδο εκείνη θα διαπιστώσει ότι η προσέγγιση που γινόταν συνολικά στο θέμα του πολιτισμού και ειδικότερα στις ανάγκες που θα πρέπει να καλύψει η μεγάλη αυτή υποδομή αντανακλά τόσο εύγλωττα ανάγκες της κοινωνίας που εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα.
Να σημειωθεί ότι η απόφαση αυτή, η οποία ποτέ δεν υλοποιήθηκε, χάθηκε μέσα στις γραφειοκρατικές διαδρομές της τροποποίησης του σχεδίου πόλης που ήταν προϋπόθεση για να προχωρήσει το έργο, και χρειάστηκε δεκαετίες για να τερματίσει. Σήμερα ευτυχώς η εξέλιξη του οραματικού έργου της κατασκευής του Πολιτιστικού Κέντρου δείχνει να έχει μπει σε ράγες και να έχει αναχαιτίσει τα προβλήματα του παρελθόντος, με την ευχή όλων να έχει αίσια κατάληξη η ολοκλήρωσή του.
Η πρώτη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου να προκηρύξει το οραματικό αυτό έργο για το Ηράκλειο αναδεικνύει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο το διαχρονικό και βαθύ αναπτυξιακό έλλειμμα της πόλης σε επίπεδο πολιτιστικών δομών, που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη δυναμική που ανέπτυξε η πόλη όλα τα προηγούμενα χρόνια στον τουρισμό και την εμπορική δραστηριότητα.
Ανάμεσα στα ενδιαφέροντα στοιχεία της επίμαχης απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου Ηρακλείου του 1981, την οποία ανέσυρε από το αρχείο της η τότε γραμματέας του Σώματος και πρόεδρος της Επιτροπής Πολιτικής Αναπτύξεως και Κοινωνικής Μέριμνας κ. Αγγέλα Σμυρνάκη, είναι η προσπάθεια να χτιστούν διάσπαρτοι πυρήνες πολιτισμού σε ολόκληρη την πόλη μέσα από την αξιοποίηση του μνημειακού πλούτου της.
Όπως χαρακτηριστικά αναφερόταν στη σχετική εισήγηση της Επιτροπής, την οποία υιοθέτησε το Δημοτικό Συμβούλιο, «σε αντιπαράθεση με τον σημερινό τρόπο ζωής και τον τρόπο ανάπτυξης της πόλης που τείνει να πλατύνει την κοινωνική αποξένωση, οι πολιτιστικές εκδηλώσεις μπορούν να έχουν περιεχόμενο και μορφή που να προωθούν την επικοινωνία και την κοινωνική συνοχή των κατοίκων της πόλης.
Θα πρέπει να πούμε ότι δεν υποστηρίζουμε το «ενιαίο» του Πολιτιστικού Κέντρου, δηλαδή τη συγκέντρωση όλων των πολιτιστικών λειτουργιών σε έναν χώρο αλλά την αποκέντρωσή τους. Θα πρέπει παράλληλα να αξιοποιηθούν όλα τα πολιτιστικά στοιχεία, όπως τα Νεώρια, τα τείχη τα παλαιά κτήρια που υπάρχουν στην πόλη και έτσι να αποτελέσουν ένα σημαντικό παράδειγμα συσχετισμού της παράδοσης με την ανάπτυξη και την πρόοδο».
Όλα αυτά σε μια χρονική περίοδο που, σύμφωνα με τα στοιχεία της ίδιας επιτροπής, «το ποσοστό του κρατικού προϋπολογισμού που δίδεται στην τοπική αυτοδιοίκηση στις χώρες της Ευρώπης είναι κατά μέσο όρο 25%, ενώ στην Ελλάδα φτάνει μόλις το 1,2%».
Σε ό,τι αφορά το καθ’ αυτό έργο του Πολιτιστικού Κέντρου, η προσέγγιση που γινόταν ήταν να καλύψει έναν ευρύτερο κύκλο δραστηριοτήτων. Προέβλεπε εκτός από τη δημιουργία κλειστού θεάτρου 800 θέσεων, ένα μικρότερο κυκλικό θέατρο 300 θέσεων, θεατρικό εργαστήρι, τμήμα κινηματογράφου, μουσικής, χορού, ωδείο, κέντρο εικαστικών τεχνών, κέντρο σπουδών και μελετών, μουσείο φυσικής βοτανικής. Προέβλεπε ακόμα τη δημιουργία παιδότοπου και παιδικού σταθμού, καφετέριας, γραφείων και εστιατορίων.
Όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει η κ. Σμυρνάκη, «η προσέγγιση που γινόταν τότε σε σχέση με το Πολιτιστικό Κέντρο ήταν πολύ διαφορετική από αυτό που σήμερα δρομολογείται, το οποίο απέχει πολύ από αυτό που ονειρευτήκαμε.
Σε κάθε περίπτωση εξακολουθεί να παραμένει επίκαιρο ζητούμενο για την πόλη οι δράσεις του πολιτισμού να διαχέονται, να αφήνουν παντού το αποτύπωμά τους και να συνδέονται λειτουργικά με τα ιστορικά μνημεία της και τα αξιόλογα κτήρια της πόλης, που παραμένουν αναξιοποίητα και είναι άμεση η ανάγκη να διασωθούν και να αναδειχτούν. Αυτό άλλωστε έχει αποδειχθεί τόσο περίτρανα με την υλοποίηση των εκδηλώσεων «καθ’ οδών», που έχουν τόσο μεγάλη επιτυχία».