Ένα από τα σημαντικότερα χτυπήματα στα κυκλώματα αρχαιοκαπηλίας σε εθνικό επίπεδο αποτελεί η σύλληψη των μελών της χαρακτηριζόμενης από την αστυνομία εγκληματικής οργάνωσης, τα οποία παζάρευαν έναντι αδράς αμοιβής να «διώξουν» στο εξωτερικό αρχαιολογικούς θησαυρούς τεράστιας οικονομικής και πολιτισμικής αξίας.
Οι συλληφθέντες μόνο τυχαία άτομα δεν είναι, όπως έλεγαν με νόημα στελέχη της αστυνομίας, καθώς μέχρι και «ειδικός» για την αξία των αρχαίων αντικειμένων υπήρχε στην πολυπληθή ομάδα των κατηγορουμένων.
Στη δικογραφία που έχει σχηματιστεί αναφέρονται μέχρι στιγμής εννέα άτομα, έξι εκ των οποίων έχουν συλληφθεί και αναζητούνται άλλα τρία.Και αξίζει να αναφερθεί ότι μεταξύ των συλληφθέντων υπάρχει κι ένας συνταξιούχος υπάλληλος της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ένας συνταξιούχος λιμενικός που είχε απασχολήσει πριν περίπου δέκα χρόνια την αστυνομία και τη Δικαιοσύνη για άλλα αδικήματα, κι ένας τεχνίτης- ελεύθερος επαγγελματίας, αλλα κι ένας Ιταλός 69χρονος Ιταλός στον οποίο – εάν κλεινόταν η συμφωνία- θα κατέληγαν, όπως εκτιμούν αστυνομικοί, τα αρχαία. Οι τρεις πρώτοι φέρονται να είναι οι «κεφαλές» του κυκλώματος, σύμφωνα με τις Αρχες.
Συγκεκριμένα, 46χρονος ελεύθερος επαγγελματίας μαζί με τον 56χρονο συνταξιούχο λιμενικό φέρονται από την αστυνομία να είχαν αναλάβει το ρόλο της αναζήτησης αγοραστή, αλλά και ατόμων που κατέχουν αρχαία. Είναι απορίας άξιο, εάν αποδειχθούν οι κατηγορίες που τους αποδίδονται, το πώς είχαν δικτυωθεί τα κυκλώματα αυτά, τα οποία διεθνώς θεωρούνται από τα πιο κλειστά ως προς τα στεγανά τους στη διεθνή εγκληματολογία.
Καταλυτικός ο ρόλος και του συνταξιούχου υπαλλήλου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ο οποίος φέρεται να είχε το ρόλο του εκτιμητή και για την αστυνομία ήταν αυτός που προσδιόριζε την αξία των αντικειμένων για πώληση. Στη σχηματισθείσα από το Τμήμα Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος της Γενικής Περιφερειακής Αστυνομικής Διεύθυνσης Κρήτης αναφέρονται και τα ονόματα ατόμων που κατείχαν αρχαιολογικούς θησαυρούς ηλικίας περίπου 40 ετών.
Δραστηριότητα από το 2020
Σύμφωνα με την ΕΛΑΣ, από το 2020 οι τρεις «βασικοί» του κυκλώματος κατηγορούνται ότι είχαν συγκροτήσει την εγκληματική οργάνωση, αναζητώντας κατόχους αρχαίων που θα ήθελαν να τα πουλήσουν σε ενδιαφερόμενους σε Ελλάδα και εξωτερικό. Τον περασμένο Ιανουάριο οι τρεις προαναφερθέντες ήρθαν σε επαφή με έναν 39χρονο κι έναν 46χρονο που κατείχαν αρχαία και ήθελαν να τα διαθέσουν προς πώληση.
Στο παιχνίδι εκείνη την περίοδο μπήκε κι ένα ακόμη άτομο, το οποίο φέρεται να τους υπέδειξε ως ενδιαφερόμενο τον ηλικιωμένο Ιταλό. Ο τελευταίος, αφού πείσθηκε ότι αξίζει τον κόπο να έρθει στο Ηράκλειο βλέποντας σχετικό υλικό που του απεστάλη, σύμφωνα με πληροφορίες, ήρθε στις 16 Απριλίου στο Ηράκλειο και κατέλυσε σε ξενοδοχείο της πόλης. Από την πρώτη στιγμή τέθηκε σε παρακολούθηση, όπως και τα άλλα μέλη της οργάνωσης, τα τηλέφωνα των οποίων είχαν «παγιδευτεί» από την αστυνομία.
Όπως διαπιστώθηκε, το βράδυ της ίδιας ημέρας ο Ιταλός παρελήφθη από τους τρεις που είχαν για την αστυνομία αρχηγικό ρόλο και μαζί με δύο άτομα που κατείχαν αρχαία πήγαν σε αγροικία σε περιοχή του δήμου Ηρακλείου.
Ένα εκατομμύριο ευρώ
Οι πρώτες εκτιμήσεις των αρχαίων αντικειμένων ως προς την αξία τους υπολογίζεται ότι υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο ευρώ. Συγκεκριμένα βρέθηκαν 7 κιβωτιόσχημες λάρνακες, εκ των οποίων δύο σώζουν αετοματικά καλύμματα, υστερομινωικής ΙΙΙΑ2-Β περιόδου (1400-1300 π.χ.), προερχόμενες από ταφικά σύνολα, κάποιες εκ των οποίων περιέχουσες οστά, 88 αγγεία ιδίας περιόδου αλλά και λίθινης εποχής.
Για την υπόθεση η αστυνομία εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία αναφέρεται:
«Από το Τμήμα Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος της Γενικής Περιφερειακής Αστυνομικής Διεύθυνσης Κρήτης εξαρθρώθηκε εγκληματική οργάνωση που δραστηριοποιείτο στην παράνομη αγοραπωλησία αρχαιοτήτων, αποσκοπώντας στον προσπορισμό μεγάλου οικονομικού οφέλους.
Για την υπόθεση συνελήφθησαν έξι (6) μέλη της οργάνωσης, μεταξύ των οποίων και τα αρχηγικά, ενώ στη δικογραφία που σχηματίστηκε περιλαμβάνονται ακόμα τρία (3) άτομα, που αναζητούνται. Σε βάρος τους σχηματίστηκε δικογραφία για εγκληματική οργάνωση και παραβάσεις των νομοθεσιών περί κατοχής και εμπορίας αρχαιοτήτων και περί όπλων.
Όπως προέκυψε, τρεις από τους δράστες, τουλάχιστον από το έτος 2020, είχαν συγκροτήσει εγκληματική οργάνωση παράνομης κατοχής και εμπορίας αρχαιοτήτων με διακριτούς ρόλους και συγκεκριμένα οι δύο εξ αυτών είχαν το ρόλο εντοπισμού αρχαιοτήτων ή κατόχων αρχαιοτήτων, της ανεύρεσης ενδιαφερόμενου αγοραστή και της ρύθμισης των λεπτομερειών για την ολοκλήρωση της παράνομης αγοραπωλησίας, ενώ ο τρίτος είχε το ρόλο του εκτιμητή της πολιτιστικής και χρηματικής αξίας των αρχαίων αντικειμένων, λόγω εξειδικευμένων γνώσεων που κατείχε από προηγούμενη επαγγελματική εμπειρία.
Ως προς το χρονικό της υπόθεσης, στα μέσα Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους, τρεις από τους δράστες ήρθαν σε επαφή με δύο άλλους, οι οποίοι κατείχαν παρανόμως αρχαιότητες και επιθυμούσαν να διαθέσουν προς πώληση. Στη συνέχεια, ήρθαν σε επαφή με έτερο δράστη, που τους υπέδειξε ενδιαφερόμενο αλλοδαπό υπήκοο για την αγορά.
Στο πλαίσιο αυτό, βραδινές ώρες της 16-04-2023 ο αλλοδαπός έφτασε στο Ηράκλειο Κρήτης και παρελήφθη από τους τρεις πρώτους δράστες. Την επόμενη ημέρα, αφού παρέλαβαν και τους άλλους δύο δράστες μετέβησαν σε αγροικία αγροτικής τοποθεσίας του Δήμου Ηρακλείου, όπου συναντήθηκαν με τους δύο που κατείχαν τις αρχαιότητες.
Η αποδόμηση της εγκληματικής οργάνωσης πραγματοποιήθηκε σε συντονισμένη αστυνομική επιχείρηση κατά τη διάρκεια της συνάντησης, τη Δευτέρα 17 Απριλίου 2023, με τη συμμετοχή και του Τ.Ε.Κ.Α.Μ. Κρήτης, ενώ στις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε οικίες, σε επιχείρηση και σε αποθηκευτικό χώρο αυτής εντοπίστηκαν συνολικά και κατασχέθηκαν:
- 7 κιβωτιόσχημες λάρνακες, εκ των οποίων δύο σώζουν αετοματικά καλύμματα, υστερομινωικής ΙΙΙΑ2-Β περιόδου (1400-1300 π.χ.), προερχόμενες από ταφικά σύνολα, κάποιες εκ των οποίων περιέχουσες οστά,
- 88 αγγεία ιδίας περιόδου αλλά και λίθινης εποχής,
- 3 κυνηγετικά όπλα, σκοπευτικό πιστόλι, 38 φυσίγγια διαφόρων διαμετρημάτων και μεταλλική ράβδος και
- ηλεκτρονικός υπολογιστής και φορητοί δίσκοι αποθήκευσης ψηφιακών αρχείων.
Οι κατασχεθείσες αρχαιότητες αξιολογούνται ως ιδιαίτερα σπάνιες και εκτιμάται ότι η αξία τους υπερβαίνει το ποσό του 1.000.000 ευρώ.
Οι συλληφθέντες, με τη δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος τους, οδηγήθηκαν στην αρμόδια εισαγγελική Αρχή, ενώ η προανάκριση και οι έρευνες για τη διακρίβωση του πλήρους εύρους της εγκληματικής τους δραστηριότητας συνεχίζονται».