Εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης και ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων

 «Δίχως ένα ισχυρό, δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα που οδηγεί σε πολίτες με ολοκληρωμένη μόρφωση, διακυβεύεται όχι μόνο η κοινωνική πρόοδος, αλλά και η ίδια η δημοκρατική λειτουργία του κράτους». Αυτό τονίζει μεταξύ άλλων με την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα  συνέντευξη του στην «Π» ο Πρύτανης του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου Νίκος Κατσαράκης στην οποία παρουσιάζει τις θέσεις του για το φλέγον θέμα του επίμαχου νομοσχεδίου για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια.

Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει, «η ισότιμη πρόσβαση στη δημόσια, δωρεάν, ποιοτική ανώτατη εκπαίδευση διασφαλίζει την κοινωνική κινητικότητα και συνοχή. Αντιθέτως, η ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων θα οδηγήσει στην περαιτέρω εμπορευματοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης και θα εντείνει τις κοινωνικές ανισότητες». Αναλυτικά η συνέντευξη του Πρύτανη έχει ως εξής:

Καταρχήν θα ήθελα τον σχολιασμό σας σε σχέση με τον ίδιο τον τίτλο του νομοσχεδίου «ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου – Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων» και να ρωτήσω αν επιβεβαιώνεται στην ουσία του ή αν είναι παραπλανητικός.

Το νομοσχέδιο δεν αντιμετωπίζει σε καμιά περίπτωση τα ουσιαστικά προβλήματα της ανώτατης εκπαίδευσης και των δημόσιων Πανεπιστημίων στη χώρα μας. Δεν περιλαμβάνει, για παράδειγμα, καμία απολύτως πρόβλεψη για την αύξηση της κρατικής επιχορήγησης στα Πανεπιστήμια, την ενίσχυση των Ιδρυμάτων με εκπαιδευτικό-ερευνητικό, εργαστηριακό και διοικητικό προσωπικό, τη λήψη μέτρων για την επίλυση του προβλήματος της ανεύρεσης φοιτητικής στέγης ειδικά στα νησιωτικά-περιφερειακά Πανεπιστήμια, την ανανέωση των παλαιών κτηριακών & εργαστηριακών υποδομών των Ιδρυμάτων, κ.α.

Το νομοσχέδιο συντηρεί, ταυτόχρονα, ένα ασφυκτικό, υπερ-ρυθμιστικό, γραφειοκρατικό πλαίσιο λειτουργίας για τα δημόσια Πανεπιστήμια που υποβαθμίζει το αυτοδιοίκητο των Ιδρυμάτων και υπομονεύει την αναπτυξιακή τους πορεία (π.χ. γραφειοκρατικό πλαίσιο λειτουργίας των ΕΛΚΕ και των οικονομικών υπηρεσιών των Πανεπιστημίων, θεσμοθέτηση πληθώρας επιτροπών και διοικητικών μονάδων χωρίς την απαραίτητη στελέχωση των Ιδρυμάτων με διοικητικό προσωπικό, κ.α.).

Κατά συνέπεια, το νομοσχέδιο δεν αναβαθμίζει, ούτε ενισχύει ουσιαστικά τα δημόσια Πανεπιστήμια. Αντιθέτως, θεσμοθετεί την ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων κατά παράβαση του άρθρου 16 του Συντάγματος που στην παράγραφο 5 αναφέρει ρητά ότι «η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση…» και στην παράγραφο 6 ότι «οι Καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί».

Ειδικότερα, το παρόν νομοσχέδιο θεσμοθετεί την ίδρυση Νομικών Προσώπων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΝΠΠΕ) – παραρτημάτων ξένων Πανεπιστημίων με ελάχιστες ουσιαστικά ακαδημαϊκές προδιαγραφές, δίχως καν την υποχρέωση να οργανώνουν δεύτερο και τρίτο κύκλο σπουδών, δηλαδή μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές. Η διδασκαλία και η έρευνα είναι όμως άρρηκτα συνδεδεμένες στα Πανεπιστήμια σε ολόκληρο τον κόσμο…

Είναι, κατά τη γνώμη μου, προφανές ότι ένας σημαντικός αριθμός των 33 κολεγίων που ήδη λειτουργούν στη χώρα μας ως ιδιωτικοί φορείς μεταλυκειακής εκπαίδευσης, θα εξελιχθούν σχεδόν αυτόματα σε ιδιωτικά Πανεπιστήμια, καθώς πληρούν τις υποτυπώδεις προδιαγραφές που θέτει το νομοσχέδιο. Το αποτέλεσμα θα είναι ότι τριετή προγράμματα σπουδών των ιδιωτικών κολλεγίων θα αντιστοιχηθούν ακαδημαϊκά με τετραετή ή ακόμη -υπό ελάχιστες προϋποθέσεις- και με πενταετή προγράμματα σπουδών στα δημόσια Πανεπιστήμια, υποβαθμίζοντας συνολικά την αξία των πτυχίων χιλιάδων νέων.

Τη στιγμή μάλιστα που εκκρεμεί ακόμη η απόδοση επαγγελματικών δικαιωμάτων σε χιλιάδες απόφοιτους πιστοποιημένων πενταετών προγραμμάτων σπουδών των δημόσιων Πανεπιστημίων που αποδίδουν ενιαίο και αδιάσπαστο τίτλο σπουδών μεταπτυχιακού επιπέδου (integrated master).

-Άρα η συνύπαρξη δύο διαφορετικών προσεγγίσεων από τη μια πλευρά της παιδείας ως δημόσιο αγαθό και από την άλλη πλευρά της παιδείας ως προνόμιο και εμπόρευμα στον τίτλο του νομοσχεδίου στην ουσία τους αλληλοεξουδετερώνονται… Και εδώ το ερώτημα είναι η παιδεία είναι δημόσιο αγαθό ή προνόμιο και εμπόρευμα;

Η παιδεία αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, τον καθρέπτη του μέλλοντος μιας κοινωνίας. Η εκπαίδευση είναι ανθρώπινο δικαίωμα, αποτελεί δημόσιο αγαθό και αδιαπραγμάτευτη υποχρέωση της Πολιτείας απέναντι στην κοινωνία. Επιπλέον, η εκπαίδευση έχει σημαντικό αντίκτυπο στη λειτουργία της δημοκρατίας και των θεσμών, καθώς διαμορφώνει την κρίση των νέων. Δίχως ένα ισχυρό, δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα που οδηγεί σε πολίτες με ολοκληρωμένη μόρφωση, διακυβεύεται όχι μόνο η κοινωνική πρόοδος, αλλά και η ίδια η δημοκρατική λειτουργία του κράτους.

Το δημόσιο Πανεπιστήμιο προσφέρει, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, σε όλους τους πολίτες υψηλό επίπεδο σπουδών ανεξαρτήτως της κοινωνικής προέλευσης και των οικονομικών τους δυνατοτήτων. Επιπρόσθετα, η ισότιμη πρόσβαση στη δημόσια, δωρεάν, ποιοτική ανώτατη εκπαίδευση διασφαλίζει την κοινωνική κινητικότητα και συνοχή. Αντιθέτως, η ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων θα οδηγήσει στην περαιτέρω εμπορευματοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης και θα εντείνει τις κοινωνικές ανισότητες.

Συμπερασματικά, η ποιοτική, δημόσια, δωρεάν εκπαίδευση και η ισότιμη πρόσβαση στη γνώση αποτελούν συλλογικά κοινωνικά αγαθά που οφείλουμε να προστατεύσουμε και να ενισχύσουμε. Αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σε ένα ελεύθερο, δημοκρατικό, συμπεριληπτικό, δημόσιο Πανεπιστήμιο.

–  Γιατί κατά την άποψή σας είναι κομβικό να υποστηριχθεί το δημόσιο πανεπιστήμιο;

Τα δημόσια Πανεπιστήμια της χώρας μας παρέχουν υψηλού επιπέδου προπτυχιακή και μεταπτυχιακή εκπαίδευση και προετοιμάζουν άρτια τις νέες και τους νέους για την κοινωνία και την επαγγελματική τους ζωή. Αυτό αποδεικνύεται από το επίπεδο των αποφοίτων των ελληνικών Πανεπιστημίων που είναι, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, περιζήτητοι στην Ελλάδα και -κυρίως- στο εξωτερικό (βλ. γιατροί στη Γερμανία και σε άλλες χώρες, μηχανικοί και επιστήμονες πληροφορικής στην Ολλανδία, κ.α.).

Δυστυχώς, οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες διαβίωσης στη χώρα μας για τις νέες και τους νέους επιστήμονες δεν είναι οι καλύτερες, με αποτέλεσμα πολλές/οί να μεταναστεύουν εξ ανάγκης σε άλλες χώρες αναζητώντας ένα καλύτερο επαγγελματικό μέλλον.

Τα 24 δημόσια Πανεπιστήμια στην Ελλάδα συμβάλλουν επίσης σημαντικά στην έρευνα και την επιστημονική πρόοδο προς όφελος της κοινωνίας. Παράλληλα, διευκολύνουν την κοινωνική κινητικότητα παρέχοντας ίσες, κατά το δυνατό, δυνατότητες μόρφωσης και ανέλιξης σε όλες τις νέες και όλους τους νέους ανεξαρτήτως της κοινωνικής τους προέλευσης. Για όλους αυτούς τους λόγους, πρώτη προτεραιότητα της Πολιτείας θα έπρεπε να είναι η γενναία, ουσιαστική στήριξη των δημόσιων Πανεπιστημίων κι όχι η ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων κατά παράβαση του άρθρου 16 του Συντάγματος.

–  Υπάρχει ένα επιχείρημα που αναφέρει ότι αφού πολλά παιδιά φεύγουν σε ιδιωτικά Πανεπιστήμια του εξωτερικού γιατί να μη δημιουργηθούν τέτοιες δομές στον τόπο μας ώστε να μην αναγκάζονται να ξενιτεύονται τα παιδιά μας.

Σύμφωνα με στοιχεία της UNESCO, το 2023 σπούδαζαν στο εξωτερικό περίπου 40.500 φοιτήτριες/τές. Οι περισσότεροι εξ αυτών στο Ηνωμένο Βασίλειο (~9.500), τη Γερμανία (~4.300), την Κύπρο (~4.200), τη Βουλγαρία (~4.200), την Τουρκία (~2.800), τη Γαλλία (~2.300), τις ΗΠΑ (~2.100), την Ιταλία (~1.500), τη Ρουμανία (~1.000) και την Ελβετία (~800). Ο ελληνικός πληθυσμός που σπουδάζει στο εξωτερικό αποτελεί λιγότερο από το 10% του φοιτητικού πληθυσμού που σπουδάζει στην Ελλάδα.

Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό μάλιστα από αυτούς τους φοιτητές/τριες πηγαίνουν στο εξωτερικό για μεταπτυχιακές σπουδές, προσδοκώντας να αναζητήσουν στη συνέχεια μια καλή θέση εργασίας στη χώρα που επιλέγουν να σπουδάσουν. Μόλις ένα πολύ μικρό ποσοστό των Ελληνίδων και των Ελλήνων που φοιτούν σε άλλη χώρα παρακολουθεί προπτυχιακές σπουδές, κυρίως σε σχολές υψηλής ζήτησης και μεγάλης δυσκολίας εισαγωγής μέσω των πανελλαδικών εξετάσεων, όπως για παράδειγμα είναι οι Σχολές Ιατρικής, Νομικής, Ψυχολογίας, κ.α.

Η ίδρυση των ιδιωτικών Πανεπιστημίων δε θεωρώ συνεπώς ότι θα έχει αξιοσημείωτη επίδραση στην ανακοπή της «ροής» χιλιάδων νέων για σπουδές στο εξωτερικό, ιδίως αν σκεφτούμε ότι οι προπτυχιακές/οί και κυρίως οι μεταπτυχιακές/οί φοιτήτριες/ητές από την Ελλάδα που έχουν την οικονομική δυνατότητα να σπουδάσουν σε κάποιο φημισμένο Πανεπιστήμιο του εξωτερικού, το κάνουν από επιλογή και δεν πρόκειται να αλλάξουν τη γνώμη τους για να σπουδάσουν σε ένα αμφίβολης ποιότητας ιδιωτικό Πανεπιστήμιο στη χώρα μας.

– Θα ήθελα να μας περιγράψετε την πραγματικότητα που βιώνετε μέσα στο Πανεπιστήμιο, σε σχέση με την υποχρηματοδότηση και την υποστελέχωση που είναι αποτέλεσμα της πολιτικής που ασκείται…

Σε πρόσφατη ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου (ΕΛΜΕΠΑ) αποτυπώνεται ότι, μεταξύ 2009 και 2023, παρατηρείται μια πάρα πολύ μεγάλη μείωση του ακαδημαϊκού, εργαστηριακού και διοικητικού ανθρώπινου δυναμικού του ΕΛΜΕΠΑ, που υπερβαίνει το 22% για το ακαδημαϊκό/εργαστηριακό προσωπικό και το 36% για το διοικητικό προσωπικό.

Ο αριθμός των ενεργών προπτυχιακών φοιτητών στα έντεκα ακαδημαϊκά Τμήματα του ΕΛΜΕΠΑ ανέρχεται σήμερα σε ~8400 και ο συνολικός αριθμός των μελών ΔΕΠ σε 170. Κατά συνέπεια, ο λόγος φοιτητών ανά μέλος ΔΕΠ αντιστοιχεί σε ~49, τη στιγμή που στην Ευρώπη των 27 χωρών αντιστοιχούν μόλις 13 φοιτητές ανά μέλος ΔΕΠ.

Όσον αφορά την κρατική επιχορήγηση του τακτικού προϋπολογισμού για τις λειτουργικές δαπάνες του ΕΛΜΕΠΑ, η κατάσταση είναι επίσης απογοητευτική: 6.750.000€ για το 2009 και μόλις 3.547.783€ για το 2023. Παρατηρείται συνεπώς μείωση της κρατικής επιχορήγησης για τις λειτουργικές δαπάνες του Ιδρύματος από το 2009 στο 2023 κατά 47,4%!

Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2019 (τελευταία χρονιά που αναφέρονται στοιχεία για την Ελλάδα και όλες τις χώρες), η μέση δημόσια δαπάνη ανά φοιτητή στη χώρα μας ήταν ~1780 ευρώ, δηλαδή περίπου στο 17,5% του ευρωπαϊκού μέσου όρου (10.132 ευρώ). Στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, για το ίδιο έτος, η δημόσια χρηματοδότηση ήταν 3.533 και 2.759 ευρώ ανά φοιτητή, αντίστοιχα…

Η ανάπτυξη ωστόσο του ΕΛΜΕΠΑ βάσει του εγκεκριμένου από τη Σύγκλητο Στρατηγικού Σχεδίου Ανάπτυξης, περιορίζεται σημαντικά και από τις τεράστιες καθυστερήσεις που παρατηρούνται, ήδη από το 2021, στην υλοποίηση του Τομεακού Εθνικού Προγράμματος Ανάπτυξης του ΥΠΑΙΘΑ (που χρηματοδοτείται από τους πόρους του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων) και έχουν δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα στη συντήρηση και την ανανέωση των κτηριακών υποδομών του ΕΛΜΕΠΑ, στην ανακαίνιση και την επέκταση των φοιτητικών εστιών και στην αγορά νέου εκπαιδευτικού και ερευνητικού εξοπλισμού για τις ανάγκες των 11 ακαδημαϊκών Τμημάτων και των 28 ερευνητικών εργαστηρίων του Πανεπιστημίου.

Η απολύτως απαραίτητη προκήρυξη ανταγωνιστικών ερευνητικών / αναπτυξιακών έργων για τα Πανεπιστήμια με πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ 2021-2027 που έχει πρόσφατα εξαγγείλει το ΥΠΑΙΘΑ, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αντισταθμίσει τις τεράστιες ανάγκες σε προσωπικό, λειτουργικές δαπάνες και υποδομές που έχουν τα Πανεπιστήμια και τις οποίες η Πολιτεία οφείλει να υποστηρίξει με προσλήψεις μόνιμου προσωπικού, αύξηση του τακτικού προϋπολογισμού στα επίπεδα του ευρωπαϊκού μέσου όρου και χρηματοδότηση των αναγκαίων υποδομών μέσα από το Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης.

Σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες, η εξαιρετική και με αυταπάρνηση εργασία του μόνιμου ακαδημαϊκού/ερευνητικού και διοικητικού προσωπικού, των επί συμβάσει μεταδιδακτορικών ερευνητών και των μεταπτυχιακών/διδακτορικών φοιτητών του ΕΛΜΕΠΑ, έχει οδηγήσει, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, στην καταξίωση του Πανεπιστημίου στην ακαδημαϊκή κοινότητα και σε ολόκληρη την κοινωνία, επενδύοντας στην ποιοτική προπτυχιακή & μεταπτυχιακή εκπαίδευση, στην έρευνα & την καινοτομία, καθώς και στη διασύνδεση με την κοινωνία και τις παραγωγικές δυνάμεις της Περιφέρειας, της χώρας, αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης μέσω της συμμετοχής μας στη Συμμαχία Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων “Athena”.

Σε καμία όμως περίπτωση αυτή η κατάσταση υποστελέχωσης και υποχρηματοδότησης του ΕΛΜΕΠΑ όπως και όλων των δημόσιων Πανεπιστημίων δεν μπορεί να συνεχιστεί, καθώς θα έχει σίγουρα δυσμενείς επιπτώσεις στην ανοδική, αναπτυξιακή πορεία και τη δυναμική του Πανεπιστημίου τα επόμενα χρόνια.

– Αν παρακολουθήσει κάποιος τις δημόσιες αναφορές που γίνονται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης θα διαπιστώσει μια εν γένει αντίφαση. Από τη μια πλευρά βλέπουμε ότι βρίσκονται στις υψηλότερες θέσεις σε παγκόσμιες λίστες αξιολόγησης σε επίπεδο επιστημονικής έρευνας και επιτευγμάτων και από την άλλη βλέπουμε κυβερνητικά στελέχη να προβαίνουν σε απαξιωτικές αναφορές σε σχέση με τη λειτουργία τους (τα παρουσιάζουν περίπου ως κέντρα ανομίας). Πως το σχολιάζετε αυτό;

Τα δημόσια Πανεπιστήμια στην Ελλάδα διατηρούν ένα υψηλότατο επίπεδο προπτυχιακής και μεταπτυχιακής εκπαίδευσης, συμβάλλουν σε πολύ μεγάλο βαθμό στην παραγωγή νέας γνώσης μέσω της έρευνας που διεξάγουν, έχουν εξαιρετικές διεθνείς συνεργασίες με σημαντικά Πανεπιστήμια στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ κατατάσσονται πολύ υψηλά στις παγκόσμιες λίστες αξιολόγησης.

Μάλιστα, περισσότερα από τα μισά Πανεπιστήμια της χώρας μας συγκαταλέγονται στο 1-5% των καλύτερων ΑΕΙ σε σύνολο ~30.000 Πανεπιστημίων σε όλο τον κόσμο! Το ΕΛΜΕΠΑ, σύμφωνα με τη διεθνή κατάταξη της SCImago για το 2023, ανήκει στο Q1 των Πανεπιστημίων παγκοσμίως, ενώ κατατάσσεται ήδη στη 10η θέση μεταξύ των 24 ελληνικών Πανεπιστημίων και στη 2η θέση όσον αφορά την καινοτομία.

(https://www.scimagoir.com/rankings.php?sector=Higher+educ.&country=GRC&year=2017)

Αυτές οι σημαντικές διακρίσεις των ελληνικών δημόσιων Πανεπιστημίων έχουν επιτευχθεί μάλιστα σε συνθήκες έντονης υποχρηματοδότησης και υποστελέχωσης σε σχέση με τα Πανεπιστήμια στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Είναι συνεπώς απαράδεκτες οι απαξιωτικές αναφορές από ΜΜΕ και κορυφαίους πολιτειακούς παράγοντες για τα Πανεπιστήμια που ως στόχο έχουν να τα υποβαθμίσουν στη συνείδηση των πολιτών και να προετοιμάσουν το έδαφος για τη συρρίκνωση του δημόσιου Πανεπιστημίου προς όφελος των ιδιωτικών συμφερόντων στη μεταλυκειακή και ανώτατη εκπαίδευση.

Το φοιτητικό κίνημα ξεσηκώθηκε διότι πλήττεται καίρια ο δημόσιος χαρακτήρας της ανώτατης εκπαίδευσης, οι κινητοποιήσεις των φοιτητριών/τών έχουν μια σαφή γενεσιουργό αιτία. Η συκοφάντηση των δημόσιων Πανεπιστημίων και του φοιτητικού κινήματος πρέπει να σταματήσει και η Πολιτεία οφείλει να στηρίξει και να ενισχύσει ουσιαστικά τα Πανεπιστήμια ώστε να συνεχίσουν απρόσκοπτα το έργο τους και την ανοδική τους πορεία σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, εκπροσωπώντας επάξια τη χώρα μας.

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΙΤΕ
θα συρρικνωθούν τα δημόσια της περιφέρειας
Σε σύντομο χρόνο η συρρίκνωση των δημόσιων πανεπιστημίων και ειδικά της περιφέρειας

– Ποια κατά τη γνώμη σας είναι η βασική στόχευση του νομοσχεδίου; Ποια είναι η νέα πραγματικότητα που δημιουργεί και πως θα επηρεάσει την ίδια την κοινωνία.

Η ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων θα οδηγήσει στην ακόμη μεγαλύτερη εμπορευματοποίηση του δημόσιου αγαθού της εκπαίδευσης, θα δημιουργήσει φοιτητές πολλών ταχυτήτων με μοναδικό κριτήριο την κοινωνική τους τάξη, ενώ παράλληλα θα συντελέσει σε σύντομο χρονικό διάστημα στη συρρίκνωση των δημόσιων Πανεπιστημίων, ειδικά στην περιφέρεια, όπως στο Ιόνιο, το Αιγαίο, τη Θράκη, την Ήπειρο, τη Δυτική Μακεδονία, την Πελοπόννησο και την Κρήτη.

Το νομοσχέδιο καταργεί το ενιαίο σύστημα πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση και την ισονομία μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Στα δημόσια Πανεπιστήμια θα έχουν πρόσβαση όσες/οι υποψήφιες/οι συγκεντρώσουν τα μόρια της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ) του Τμήματος για το οποίο ενδιαφέρονται. Αντίθετα, στα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, θα εισάγονται οι υποψήφιες/οι που θα συγκεντρώσουν τα μόρια της ΕΒΕ του Επιστημονικού Πεδίου, πολλαπλασιαζόμενη επί τον ελάχιστο συντελεστή 0,8.

Με αυτό τον τρόπο, θα μπορούν να εισαχθούν στις ιδιωτικές Ιατρικές Σχολές υποψήφιοι/ες με ~9.300 μόρια (ΕΒΕ 2023 3ου Επιστημονικού Πεδίου × 0,8), τη στιγμή που για το 2023 η βάση εισαγωγής στην Ιατρική Σχολή στην Αλεξανδρούπολη ήταν 18.300 μόρια και στην Αθήνα 19.000 μόρια. Επίσης, για πρώτη φορά, θα επιτρέπεται η εισαγωγή στα ελληνικά (ιδιωτικά) Πανεπιστήμια και όσων μαθητών/τριών κατέχουν το Διεθνές Απολυτήριο (π.χ. International Baccalaureate ή αντίστοιχο τίτλο), το οποίο μέχρι σήμερα δεν εξασφάλιζε την πρόσβαση στα δημόσια Πανεπιστήμια της Ελλάδας.

Τέλος, τα δημόσια Πανεπιστήμια, ειδικά τα περιφερειακά, θα χάσουν κι άλλους/ες φοιτητές/τριες, πέρα από τις δεκάδες χιλιάδες θέσεις που έμειναν κενές από το 2021 και μετά εξαιτίας της ΕΒΕ. Αναμένεται περαιτέρω συρρίκνωση των δημόσιων ΑΕΙ, με το μέλλον για τα περιφερειακά Πανεπιστήμια να είναι δυσοίωνο, καθώς όπως έχει ήδη προαναγγείλει το ΥΠΑΙΘΑ θα οδηγηθούμε, μέσα από την «αναδιάρθρωση» του χάρτη της ανώτατης εκπαίδευσης, σε κλείσιμο δεκάδων Τμημάτων.

Το αναμενόμενο κοινωνικό, οικονομικό, πολιτισμικό και εθνικό κόστος από την απομείωση των περιφερειακών Πανεπιστημίων θα είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από τα «έσοδα» των ιδιωτικών μεταλυκειακών εκπαιδευτηρίων που πιθανότατα θα μετεξελιχθούν σε ιδιωτικά Πανεπιστήμια στα μητροπολιτικά κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.