στη δίκη Λεμπιδάκη

Οι καταθέσεις αστυνομικών που συμμετείχαν στις έρευνες διαρκούσης της απαγωγής του Μιχάλη Λεμπιδάκη, το ξέσπασμα κατηγορουμένων κατά της Αστυνομίας αλλά και το «άδειασμα» της έδρας σε μάρτυρα-ένστολο κυριάρχησαν στην χθεσινή ακροαματική διαδικασία της δίκης για την πολύκροτη υπόθεση.

Το μεγαλύτερο βάρος δόθηκε στην κατάθεση αστυνομικού του Τμήματος Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος αλλά και στην κατάθεση αστυνομικού του Τμήματος Ειδικών Αποστολών Κρήτης.

Ο πρώτος αστυνομικός αναφέρθηκε κυρίως στο περιστατικό που συνέβη στις 6 Ιουλίου του 2017 και ουσιαστικά ήταν εκείνο που έβαλε στο «κάδρο» των Αρχών τους πρώτους τρεις υπόπτους και κατηγορούμενους σήμερα στο εδώλιο. Πρόκειται για τον έλεγχο στο αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν ο 47χρονος «παππούς» από το Ρέθυμνο, ο 45χρονος επιχειρηματίας από το Ρέθυμνο και ο 23χρονος «Βενιαμίν» των κατηγορουμένων, από τα Σφακιά.

Σύμφωνα με την Αστυνομία, από το αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαιναν οι τρεις και κινούνταν επί σχεδόν δύο ώρες στον άξονα Πάνορμο-Μπαλί-Σίσσες και αντίστροφα, εστάλησαν μηνύματα  προς την οικογένεια Λεμπιδάκη, τα οποία εντάσσονται στην 20ή επικοινωνία των δύο πλευρών.

Για την ακρίβεια από τις 11.05 τη νύχτα έως τη 1.10 τα ξημερώματα υπήρξε ανταλλαγή έξι sms. Ο αστυνομικός κατέθεσε ότι επί σχεδόν τέσσερις μήνες ομάδες συναδέλφων του ήταν ακροβολισμένες κατά μήκος του ΒΟΑΚ και ενεργοποιούνταν κάθε φορά που οι απαγωγείς έστελναν εν κινήσει κάποιο sms προς την οικογένεια.

Το Κέντρο Επιχειρήσεων ήταν σε θέση να εντοπίσει το στίγμα μέσω των κεραιών που ενεργοποιούνταν κάθε φορά και έτσι καθοδηγούσε τις ομάδες που βρίσκονταν επί του ΒΟΑΚ για τον εντοπισμό του ύποπτου οχήματος.

Τη νύχτα εκείνη οι αστυνομικές δυνάμεις στάθηκαν τυχερές και κατάφεραν να εντοπίσουν το ύποπτο όχημα, αρχικώς στο ύψος της Παναγίας της Χαρακιανής. Το ακολούθησαν  διακριτικά από απόσταση σε πορεία προς το Ρέθυμνο.

Με «οδηγό» πάντα τις κεραίες, ο αστυνομικός κατέθεσε: «Κλειδώσαμε» ότι ήταν αυτό το αυτοκίνητο καθώς ήταν το μόνο αυτοκίνητο που μπήκε και βγήκε από τη Σκεπαστή εκείνη την ώρα».

Πρόκειται για την ιστορία, στην οποία έχει αναφερθεί εκτενώς η «Π» από την ημέρα της απελευθέρωσης του Μιχάλη Λεμπιδάκη. Το αυτοκίνητο ακινητοποιήθηκε σε δήθεν τυχαίο τροχονομικό έλεγχο. Οι τρεις επιβαίνοντες δεν κρατούσαν κανένα κινητό μαζί τους, οδηγήθηκαν στο αρμόδιο Τμήμα για εξακρίβωση στοιχείων και την επιβολή τροχονομικού ελέγχου και αφέθηκαν ελεύθεροι.

Ο έλεγχος αυτός έδωσε στην ΕΛΑΣ τη δυνατότητα να ταυτοποιήσει τα τρία άτομα χωρίς να αποκαλυφθεί η επιχείρηση. Από την άλλη,  βέβαιοι ότι υπήρχε κινητό από το οποίο είχαν αποσταλεί τα επίμαχα sms, κατάλαβαν ότι είχε πεταχτεί σε κάποιο σημείο υπό το φόβο του τροχονομικού ελέγχου και έτσι αφού έμειναν εκεί όλη τη νύχτα, με το πρώτο φως της ημέρας «ξεσκόνισαν» την περιοχή για να βρουν την συσκευή.

Πράγματι βρέθηκε τμήμα της, δυστυχώς όχι το επίμαχο τμήμα της πλακέτας. Στην πορεία από τα εγκληματολογικά εργαστήρια εντοπίστηκε και ένα αποτύπωμα του 23χρονου Σφακιανού. Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε, η κρίσιμη κάρτα sim δεν έχει βρεθεί.

Ο αστυνομικός διατύπωσε την άποψη ότι η συσκευή είχε καταστραφεί σκοπίμως, αμφισβητώντας τον ισχυρισμό του 23χρονου ότι λόγω εκνευρισμού μετά από μία συνομιλία που είχε, εκσφενδόνισε το κινητό από το παράθυρο με αποτέλεσμα να σπάσει.

κατηγορούμενοι στη δίκη Λεμπιδάκη

Κατά της Αστυνομίας κατηγορούμενος

Η κατάθεση του προαναφερόμενου αστυνομικού προκάλεσε το ξέσπασμα κατηγορουμένου στην υπόθεση με αφορμή ερώτηση συνηγόρου υπεράσπισης για το εάν ο συγκεκριμένος ένστολος συμμετείχε στην επιχείρηση σύλληψής του. Φαίνεται ότι ακόμα θυμάται την μπουνιά που είχε δεχτεί στο μάτι κατά την επεισοδιακή σύλληψή του, γι’ αυτό και χθες έδειχνε το σημάδι που έχει μείνει.

Ο 45χρονος Ρεθυμνιώτης, ο οποίος είναι από τους κατηγορούμενους εκείνους που αρνούνται πλήρως την εμπλοκή τους, επιτέθηκε φραστικά στον μάρτυρα και εν συνεχεία εξαπέλυσε «πυρά» κατά της ΕΛΑΣ συνολικά. «Μήπως συλλάβατε άλλο; Εσύ δεν ήσουν που μου είπες «παίξατε και χάσατε;». Να λήξει πια αυτό το θέατρο» είπε και πετάχτηκε όρθιος. «Δεν γίνεται αυτό το πράγμα.

Η Αστυνομία αντί να υπερασπίζεται τους πολίτες, κατασκευάζει σενάρια ματαιοδοξίας». Μάλιστα σε κατάσταση υπερέντασης, απευθυνόμενος στους συνηγόρους, φώναξε: «Τι κάνετε; Τους ντρέπεστε; Φοβάστε; Έχετε εξάρτηση από την Αστυνομία; Πού είναι η συσκευή; Πού είναι η κάρτα sim;». Την ίδια ώρα ο 23χρονος συγκατηγορούμενος του άρχισε να αποκαλεί «λαμόγια» τους αστυνομικούς καθώς  «βρίσκεται άδικα στη φυλακή εδώ και 14 μήνες».

Υπό το κλίμα έντασης και αναστάτωσης, το δικαστήριο διέκοψε για δέκα λεπτά. Με την επιστροφή της έδρας, η πρόεδρος προειδοποίησε τον 45χρονο ότι την επόμενη φορά θα αποβληθεί από την αίθουσα.

«Ζητώ συγγνώμη από το δικαστήριο για την συμπεριφορά μου. Όμως θέλω να καταλάβετε ότι και οι ψυχικές αντοχές του ανθρώπου έχουν όρια» είπε ο κατηγορούμενος. «Αυτό θέλω να καταχωρηθεί στα πρακτικά» ζήτησε η πρόεδρος.

κατηγορούμενοι στη δίκη Λεμπιδάκη

Το μυστικό του Βρασκά Σφακίων

Αστυνομικός του Τμήματος Ειδικών Αποστολών Κρήτης αναφέρθηκε με λεπτομερή τρόπο στις παρακολουθήσεις υπόπτων στην περιοχή του Βρασκά και της Ίμβρου. Η ιστορία του Βρασκά είναι μία «πονεμένη» ιστορία για την ΕΛΑΣ, ο μάρτυρας ωστόσο αναφέρθηκε αποκλειστικά στο κομμάτι που είχε αναλάβει να φέρει εις πέρας με συναδέλφους του, κατόπιν  οδηγιών που είχαν λάβει για την παρακολούθηση συγκεκριμένων προσώπων.

Κάποια από τα πρόσωπα αυτά βρίσκονται στο εδώλιο, οι περισσότεροι ωστόσο είναι εκτός κατηγορητηρίου.

Ο αστυνομικός περιέγραψε με γλαφυρό τρόπο τις δυσκολίες της συγκεκριμένης πολυήμερης παρακολούθησης δεδομένου ότι ο Βρασκάς είναι σχεδόν ακατοίκητος και τις νύχτες δεν κυκλοφορεί …ψυχή. Ανέφερε ότι τούς άφηναν τα αυτοκίνητα σε μακρινή απόσταση, περπατούσαν πεζοί και οχυρωμένοι σε σημεία που τους παρείχαν φυσική κάλυψη μέσα στο σκοτάδι, παρακολουθούσαν τους υπόπτους με διόπτρες νυκτός.

Περιέγραψε ότι οι συνωμοτικές κινήσεις των υπόπτων ενίσχυσαν τις υποψίες τους. Έμπαιναν και έβγαιναν με προφυλάξεις σε ένα σπίτι που φαινόταν  σφραγισμένο με σβηστά φώτα. Ακόμα και όταν έμπαιναν στα αυτοκίνητά τους για να αποχωρήσουν, διέσχιζαν κάποια απόσταση μέχρι να ανοίξουν τα φώτα τους. Ο αστυνομικός αναφέρθηκε με βεβαιότητα σε συγκεκριμένα πρόσωπα, καταγράφοντας  και κάποιες κινήσεις τους.

Για παράδειγμα αναφερόμενος σε πρόσωπο που έχει απασχολήσει σε πολύκροτη υπόθεση, περιέγραψε ότι τον είδε να εξέρχεται από το σπίτι μέσα στο σκοτάδι και μάλιστα κατά την έξοδό του σκόνταψε. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση της έδρας ανέφερε ότι δεν υπήρχε αμφιβολία ότι επρόκειτο για “μυστικές συναντήσεις”.

Ο ίδιος μάρτυρας συμμετείχε και στην επιχείρηση απελευθέρωσης του Μιχάλη Λεμπιδάκη, το ξημέρωμα της 2ας Οκτωβρίου. Όπως περιέγραψε, ο “φύλακας” ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ. Με χαμόγελο περιέγραψε τη στιγμή που μπήκαν στην σοφίτα όπου κρατούνταν αλυσοδεμένος ο 54χρονος επιχειρηματίας. “Ήταν εμφανώς αδύναμος, χαρούμενος που μας είδε και ψύχραιμος θα έλεγα”.

Σε αντίθεση με τις προαναφερόμενες καταθέσεις, η έδρα «άστραψε και βρόντηξε» στην περίπτωση άλλου μάρτυρα αστυνομικού, ο οποίος δεν μπόρεσε να πει και πολλά στην κατάθεσή του, επικαλούμενος το μεγάλο χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει. Τόσο η πρόεδρος όσο και η εισαγγελέας επέκριναν τη στάση του μάρτυρα, υπενθυμίζοντάς του την αστυνομική του ιδιότητα. Μάλιστα η πρόεδρος προανήγγειλε ότι θα προχωρήσει στην υποβολή αναφοράς.

Η δίκη θα συνεχιστεί με το νέο έτος, στις 10 Ιανουαρίου, με την κατάθεση άλλων αστυνομικών.