Εισαγγελέας Νίκος Μαρκάκης: «Ξαναγεννήθηκα!»

Το φοβερό ατύχημα, «το καναρίνι στο κλουβί» και η ζωή αλλιώς…

Παίζει μπουζούκι εδώ και αρκετά χρόνια
Παίζει μπουζούκι εδώ και αρκετά χρόνια

Συναντηθήκαμε ένα ηλιόλουστο πρωινό σε καφέ της πλατείας Ελευθερίας. Χαμογελαστός, ευδιάθετος, έτοιμος να ανοίξει την καρδιά του για τα πάντα.
Δεν θα μπορούσε βέβαια να μην με καλωσορίσει εις την αγγλική. Όσοι τον ξέρουν, γνωρίζουν τη δίψα του για μάθηση  αλλά και το χιούμορ του.

Ξεκίνησε να μαθαίνει μόνος αγγλικά σε μεγάλη ηλικία και το χαίρεται. «Μία συμφωνία θα κάνουμε όμως…» και με πιάνει απροετοίμαστη.

«Η συμφωνία είναι ότι δεν κάνουμε καμία συμφωνία. Με ρωτάς ελεύθερα ό,τι θέλεις» ξεκαθαρίζει, επιβεβαιώνοντας για μία ακόμα φορά πόσο ακομπλεξάριστος άνθρωπος είναι.

Η κουβέντα με τον μέχρι πρότινος προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών Ανατολικής Κρήτης, κ. Νίκο Μαρκάκη, είναι χειμαρρώδης και απολαυστική. Δεν περίμενα και κάτι διαφορετικό, για να είμαι ειλικρινής. Υπηρέτησε μία ολόκληρη ζωή στο Δικαστικό Σώμα. Αυτό αναπόφευκτα ήταν δεσμευτικό. Πλέον απαλλαγμένος από τον εισαγγελικό μανδύα, εκφράζεται ελεύθερα και ζει μια ζωή αλλιώς!

«Ξαναγεννήθηκα και περιμένω την βάπτιση…» εξομολογείται και τονίζει με έμφαση μία-μία τις λέξεις. Όμως το σοκ της μεταβατικής περιόδου ήταν ισχυρό, αν και ευτυχώς σύντομο.

«Τη δουλειά μου την αγάπησα με πάθος. Ζούσα και ανέπνεα με τη δουλειά. Στα 38,5 χρόνια υπηρεσίας, δεν είχα ποτέ εκκρεμότητα. Ένα μήνα πριν σκεφτόμουν ότι θα πέσω στο χάος.

Όποιοι λένε ότι δεν υφίστανται ένα σοκ, λένε ψέματα. Ήταν Πέμπτη, 30 Ιουνίου, το μεσημέρι μου έκαναν τα παιδιά στο Εφετείο  μία μικρή δεξίωση αποχαιρετισμού… Το ίδιο βράδυ μου παρέθεσαν δείπνο οι συνάδελφοι εισαγγελείς.

Μετά τις 12 τα μεσάνυχτα που έληγε και επίσημα η υπηρεσία μου, πήγα στο σπίτι και βρέθηκα στο αλλού. Σηκώθηκα το πρωί και έκανα καφέ. Η σύζυγος έφυγε για τη δουλειά της. Και μετά για τρεις ώρες ήμουν στο πουθενά, χάθηκα, σαν να με είχαν πετάξει στο κενό…

Το επόμενο πρωί στις 6 ήμουν με την ψεκαστήρα στην πλάτη και ράντιζα το αμπέλι. Δύο ημέρες μετά έγινε το θαύμα… Απορώ πώς προσαρμόστηκα. Μετά κατάλαβα ότι απασφάλισα… Ήμουν απλά ο εαυτός μου και χαιρετούσα τους ανθρώπους» περιγράφει.

«Το λειτούργημα αυτό έχει πολλές δεσμεύσεις και στερήσεις… Κατεβαίνεις από το δικαστήριο με χίλιες σκέψεις. Μη  νομίζεις ότι δεν λυπούμαστε εμείς. Μας επηρεάζει να βλέπουμε τον άλλον να κλαίει για το παιδί του. Όσο είμαστε στην έδρα, δεν πρέπει να επηρεαζόμαστε. Μετά όμως που κατεβαίνουμε είναι άλλο. Νιώθεις λύπη, συγκίνηση.

Όλοι οι δικαστές καταθέτουν ένα κομμάτι της ψυχής τους  γιατί  πρέπει να παραμερίσουν τα δικά τους βάσανα και προβλήματα για να αποδώσουν δικαιοσύνη».

 «Ο δικαστικός μανδύας με έσφιγγε»

Η ψαριά στα Παξιμάδια και στη Γαύδο πήγε περίφημα...
Η ψαριά στα Παξιμάδια και στη Γαύδο πήγε περίφημα...

«Αγαπώ τον άνθρωπο αλλά μέχρι τώρα δεν μπορούσα να εκφράσω την αγάπη μου… Εμένα  μέχρι τώρα ο δικαστικός μανδύας με «έκοβε», με έσφιγγε, με έπνιγε… Τώρα πια ανοίγομαι και εγώ.

Πάω στο παζάρι και μου αρέσει να χαιρετάω γέροντες με ροζιασμένα χέρια διότι μου θυμίζουν τον παππού μου, τον Αλεβιζοκωστή, που ήρθε από τη Μικρά Ασία μετά από 112 μήνες φαντάρος. Εσκισεχίρ, Αφιόν Καραχισάρ,  Σαγκάριος…

Είχε χέρια σαν τα κουπιά. Όταν χαιρετάω, νομίζω ότι είναι ο παππούς μου. Και είπα και στους συναδέλφους: να βλέπετε τον κόσμο σαν τον πατέρα και τη μάνα σας.

Δεν ξέρετε τι δαίμονες παλεύουν μέσα τους. Αυτός μπορεί να έχασε  το παιδί του χθες και δεν είναι υποχρεωμένος να στο πει.

«Είναι ιερό πράγμα να βοηθάς τους αδύναμους»

Πολλά χρόνια πριν, από την εποχή που ήταν προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Ηρακλείου, ο κ. Μαρκάκης επεδίωκε να βγαίνει τακτικά από το γραφείο του και να έρχεται σε επαφή με τον κόσμο.

«Η δουλειά του εισαγγελέα είναι έξω!» τονίζει με έμφαση. Να πιάνει τον παλμό του κόσμου, να βλέπει  τι συμβαίνει γύρω του. Και έχω πει και κάτι: «ο εισαγγελέας που κάθεται στο γραφείο του και περιμένει να του έρθει κάποια μήνυση, έχει αποτύχει».

Ο πρώτος που το είχε ζητήσει αυτό το πράγμα ήταν ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ρούσος Παπαδάκης. Η δουλειά του εισαγγελέα είναι να αφουγκράζεται τον κόσμο, να ακούει τα προβλήματα του, να δέχεται τη γριούλα και το γέροντα, να βοηθάει τους αδύναμους. Δεν υπάρχει πιο ιερό πράγμα από το να βοηθάς τους αδύναμους που δεν έχουν λεφτά να βάλουν δικηγόρους. Να το κάνεις για την ψυχή της μάνας σου, του πατέρα σου, του παππού σου…

«Αν μαγαριστείς μία φορά, μαγαρίστηκες, τέλος!»

Όπως υπερτονίζει, «το προσόν του δικαστή είναι ένα-το λέω και ανατριχιάζω-να εκφέρει τη γνώμη του ελεύθερα και ανεπηρέαστα. Τη λάθος γνώμη, δεν πειράζει, αλλά θέλω τη δική  του γνώμη, τη δική του πρόταση, τη δική του απόφαση. Υπάρχουν βαθμοί δικαιοδοσίας να διορθωθεί αν είναι λάθος. Εγώ θέλω τη γνώμη του δικαστή ανεπηρέαστη.

Στο εκκλησάκι του Τιμίου Σταυρού, στην κορυφή του Κάρταλου!
Στο εκκλησάκι του Τιμίου Σταυρού, στην κορυφή του Κάρταλου!

Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μαθηματικά. Εκδίδει μία απόφαση το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και το δευτεροβάθμιο λέει άλλα. Πάει στον Άρειο Πάγο και λέει άλλα. Άρα αυτό που προέχει είναι η ελεύθερη σκέψη, κόντρα σε οποιοδήποτε συμφέρον και γεγονός. Αυτό ήταν εμένα η σημαία μου. Ποτέ δεν παρενέβη κανείς  στο έργο μου. Ποτέ! Αυτό να το γράψεις πέντε φορές. Τα έβαλα με Θεούς και Δαίμονες. Δεν φοβήθηκα ποτέ, ούτε σκιάχτηκα.

Και όταν μου έγραψαν κάποιοι κύριοι απ’ έξω στα δικαστήρια: «Μαρκάκη ξέρουμε που μένεις», έβαλα το γραμματέα και έγραψε την ακριβή διεύθυνση μήπως και κάνουν κάποιο λάθος. Μόνο τον ταχυδρομικό κώδικα δεν έγραψα. Δεν φοβήθηκα ποτέ. Πήγαινα με τα πόδια. Ξέρεις γιατί; Δεν υπήρξα ποτέ μου εμπαθής.

Όπως υπογραμμίζει «αν μαγαριστείς μια φορά, μαγαρίστηκες. Τέλος. Στη ζωή μου ένα διαμέρισμα απέκτησα. Αλλά έζησα με πάθος αυτό για το οποίο σπούδασα. Το ρούφηξα. Δεν με έπαιρναν ποτέ τηλέφωνο διότι ήξεραν. Στην αρχή με έπαιρναν επιχειρηματίες, πολιτικοί, διάφοροι παράγοντες, αλλά γρήγορα σταμάτησαν…».

 «Μπήκε το καναρίνι στο κλουβί…»

Χειρίστηκε αμέτρητες υποθέσεις, πολλές από αυτές τρανταχτές. Ξεχωρίζει την υπόθεση των Ζωνιανών με τα ΑΤΜ, το 2007. Ξημεροβραδιαζόταν και εκείνος στην Ασφάλεια Ηρακλείου. «Έβαλα το καναρίνι στο κλουβί» ήταν το προσυμφωνημένο σύνθημα στο τηλέφωνο με τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Κ. Καρούτσο, ο οποίος είχε σπεύσει στην Κρήτη για την υπόθεση των Ζωνιανών, μετά από παραγγελία του εισαγγελέα του ανώτατου δικαστηρίου, Γ. Σανιδά. «Έφευγαν στις 6 το πρωί οι ομάδες από την Ασφάλεια για τη μεγάλη επιχείρηση και αυτό ήταν το σύνθημα».

Θυμάται μετά τους κατηγορούμενους όλους στο γραφείο του. «Τους κέρασα όλους τσιγάρο. Τους είπα, παιδιά, εδώ έχω το ρόλο του εισαγγελέα και εσείς του κατηγορούμενου. Θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Πέστε μου την αλήθεια και δεν θα χάσετε…».

Επισημαίνει ότι από την υπόθεση των Ζωνιανών, έχει  κρατήσει την ανάλυση της ΕΛ.ΑΣ σχετικά με τα στίγματα από τις κεραίες. «Είναι σαν βιβλίο και τους είπα ότι αυτό πρέπει να διδάσκεται στις σχολές σε σεμινάρια. Έχουμε τους καλύτερους αστυνομικούς του κόσμου…».

Για κυνήγι, αν και όπως παραδέχεται, λυπάται τους λαγούς
Για κυνήγι, αν και όπως παραδέχεται, λυπάται τους λαγούς

«Και οι κρατούμενοι έχουν ψυχή…»

Μία άλλη υπόθεση που τον έχει σημαδέψει είναι η μεγάλη εξέγερση στις φυλακές Αλικαρνασσού, την 1η Σεπτεμβρίου του 2007. «Ήταν 360 κρατούμενοι στην ταράτσα. Είχαν ανάψει φωτιές. Χαμός. Είχε έρθει τότε ο στρατηγός ο Σύρος, μία αντρούκλα. Βγήκα στην ταράτσα και μου φώναζαν οι σωφρονιστικοί να γυρίσω πίσω. Σε πληροφορώ ότι δεν μου άγγιξε κανείς. Και οι κρατούμενοι έχουν ψυχή. Συναντήθηκα με δύσκολους κρατούμενους, με σκληρούς κακοποιούς, όμως πάντα τους έβλεπα όλους ίσα. Ποτέ, μα ποτέ, δεν μίλησα σε μάρτυρα ή σε κατηγορούμενο στον ενικό. «Εσείς, κύριε…» πάντα. Η προσωπικότητα του ανθρώπου είναι αδιαπραγμάτευτη και ατσαλάκωτη. Πρώτα είσαι άνθρωπος και μετά κατηγορούμενος.

«Αν σηκωθώ όρθιος, θα «φάω» τον κόσμο»

Στη διάρκεια της συζήτησης, ο κ. Μαρκάκης αναφέρθηκε και στη φοβερή περιπέτεια υγείας που είχε πριν από πολλά χρόνια οπότε και καθηλώθηκε για ένα χρόνο σε ένα κρεβάτι σε κατάσταση πλήρους ακινησίας.

Ήταν 9 Αυγούστου του ’89. Καταραμένη μέρα την αποκαλεί. Ήταν με την σύζυγο του στα Ιταλο-βουλγαρικά σύνορα όταν έπεσε πάνω τους μία νταλίκα. Έμεινε ένα χρόνο καθηλωμένος σε ένα κρεβάτι και άλλα τρία χρόνια πήγαινε στην υπηρεσία με πατερίτσες και μπαστούνι.

«Έλεγα τότε ότι αν καταφέρω να σηκωθώ όρθιος, θα «φάω» τον κόσμο» και αυτή την υπόσχεση την τηρεί τώρα πια ακόμα περισσότερο αφού δεν αφήνει καμία μέρα ανεκμετάλλευτη. Είναι μέσα σε όλα.

Συνεχίζει ακάθεκτος τα μαθήματα αγγλικών, έχει σπουδάσει βυζαντινή μουσική, παίζει πολλά χρόνια μπουζούκι, είναι «γκατζετάκιας», έχει συλλογή με οχήματα αντίκες, έχει χήνες και κότες, τρυγάει, παράγει το δικό του κρασί, κυνηγάει (αν και όπως παραδέχεται τους λυπάται τους λαγούς και περισσότερο συμμετέχει για την εμπειρία), ψαρεύει με μοναδικές εξορμήσεις στα Παξιμάδια και στη Γαύδο, ανεβοκατεβαίνει βουνά και πλέον βάζει πλώρη για τις επικείμενες αυτοδιοικητικές εκλογές, στο δήμου Φαιστού, ως γέννημα-θρέμμα Τυμπακιανός.

Για ψάρεμα με τον φίλο του καπετάνιο, Γιώργο Κηλαϊδάκη
Για ψάρεμα με τον φίλο του καπετάνιο, Γιώργο Κηλαϊδάκη

Υποψήφιος στο δήμο Φαιστού

«Έχω χορτάσει από αξιώματα και απ’ όλα.  Εγώ αγρότης είμαι. Γεννήθηκα στα χώματα. Κοίτα τα χέρια μου. Έμαθα πέντε γράμματα, έκανα τον κύκλο μου και πάω ήσυχος στο σπίτι μου. Δεν είμαι πολιτικός, ποτέ δεν γράφτηκα σε κόμματα και οργανώσεις, αλλά έχω μία εμπειρία που μπορώ να βοηθήσω και αγάπη για τον τόπο αυτό. Δεν έχω κανένα συμφέρον. Ούτε εγώ, ούτε τα παιδιά μου. Γι’ αυτόν τον παντέρμο τόπο με νοιάζει» λέει στην «Π», γνωστοποιώντας ότι θα κατέλθει στο πλευρό του δημάρχου Φαιστού, Γρηγόρη Νικολιδάκη.

Έχει όραμα και όρεξη για παρεμβάσεις που μπορούν να αλλάξουν το τοπίο και να αναβαθμίσουν τον τόπο.

«Τα θερμοκήπια τελείωσαν, ο τουρισμός είναι το μέλλον. Να ανοίξει ο παραλιακός, από την Αγία Γαλήνη μέχρι το Καλαμάκι. Το φαντάζεστε αυτό περιποιημένο και φωτισμένο;».

 «Με τον Ζαχ. Κοκκινάκη προϊστάμενο, δεν φοβόμασταν τίποτα»

Στη διάρκεια της κουβέντας μας, δεν  θα μπορούσε να μην αναφερθεί στους συναδέλφους του στο Εφετείο και ιδιαίτερα στον προϊστάμενο του, κ. Ζαχαρία Κοκκινάκη, ο οποίος έχει αφήσει ανεξίτηλη την σφραγίδα του στο χώρο της δικαιοσύνης. «Αν μου λείπει κάτι είναι ότι ήμασταν μια παρέα και ο ένας βοηθούσε τον άλλον αμέσως».

Όπως λέει,  στην αρχή της υπηρεσιακής του διαδρομής, υπηρέτησε   12,5 χρόνια στα Δωδεκάνησα, τα 9,5 στην Κάρπαθο. «Το παράπονο μου το μεγάλο είναι ότι δεν γνώρισα τα παιδιά μου όταν ήταν μικρά. Εξορισμένος τόσα χρόνια εκεί. Το λέω και δακρύζω…

Είχα την τύχη εδώ  να γνωρίσω έναν υπέροχο άνθρωπο, τον Ζαχαρία Κοκκινάκη, ψυχούλα. Ο πατέρας μου, ο φίλος μου, ο δάσκαλος μου. Άπλωνε τις φτερούγες του και μας αγκάλιαζε όλους. Γνώστης. Άνθρωπος εξαίρετος από πλευράς ήθους και χαρακτήρα, εξαίρετος οικογενειάρχης και εξαίρετος προϊστάμενος.

Ήταν ο Κοκκινάκης στο γραφείο, δεν φοβόμουνα να ανέβω πουθενά. Η ψυχολογική κατάσταση του εισαγγελέα που βλέπει τον προϊστάμενο  του παρόντα, είναι διαφορετική. Μου εμπιστευόταν όμως δύσκολες δικογραφίες. Έδινα τα πάντα για να τον βγάλω  ασπροπρόσωπο. Για μένα ήταν τίτλος τιμής η εμπιστοσύνη του Ζαχαρία Κοκκινάκη.