Μανόλης Βριθιάς

Ο πατέρας μου έφυγε νωρίς, μόλις στα εβδομήντα του, υποφέροντας από καρκίνο.

Ένας  άνθρωπος έξω καρδιά, φιλότιμος με περισσή καλοσύνη, ψαράς στο οικογενειακό καΐκι, τότε με πανί και κουπιά, να λείπουν βδομάδες, εκείνος με τον παππού και τους δυο γαμπρούς, άντρες των αδελφών του με βαρύ κάματο, να πουλάνε τις ψαριές στη Χερσόνησο, Μάλια, Σίσι και Άγιο Νικόλαο.

Να τους χρωστάνε τα λεφτά και να τους ζητάνε να τα ανταλλάξουν με χωράφια από χαρουπιές, ολόκληρα στρέμματα. Κι ο παππούς να το απορρίπτει: Αγρότης είμαι να μου δώκεις χαρουπιές; Που μυαλό τότε ότι αυτά θα γινόταν οικόπεδα, χρυσορυχεία, για να καλύψουν, τις ανάγκες της ανάπτυξης του απότομου τουρισμού την δεκαετία του εβδομήντα.

Οι φτωχοί άνθρωποι τότε πάλευαν για το καθημερινό μεροκάματο που δεν έφτανε, με πολύ κόπο και πόνο.

Σκύλες εποχές, που γεννούσαν λύκους, φόβο και τρόμο, χιλιάδες μετανάστες στην Γερμανία, απεργίες, διαδηλώσεις και στυγνές δολοφονίες.

Να θυμηθουμε Πέτρουλα, Σκαλιδη, Λαμπράκη.

Λιμενεργάτης έγινε τελικά αφού παντρεύτηκε τελικά τη μάνα μου, εκείνος θαλασσινός κι εκείνη σκληρή ορεσίβια, του έβαλε όρους. Σπίτι δουλειά εδώ.

Τέρμα οι θάλασσες

Μετά τη δουλειά γυρνώντας για το σπίτι του άρεσε να κάθετε στο καφενείο να πιεί δυο ρακές με φίλους ψαράδες κι εκείνοι όποτε είχαν δεύτερα  ψάρια, τα λεγόμενα σκάρτα, αυτά που δεν έπιαναν τιμή καλή στην αγορά, τα μοίραζαν.

Φώναζαν και τον πατέρα μου… Βαρβάκι έλα να πάρεις για το σπίτι.

Γέμιζε ένα μικρό ψάθινο καλάθι που είχε δέσει στη σκάρα του ποδήλατου

Κι ερχόταν στο σπίτι, να σηκώσει τα μπατζάκια και να καθαρίζει τα ψάρια.

Η γειτονιά τότε ούτε δέκα σπίτια άνθρωποι του μόχθου κι αυτοί, σαν κι εμάς στην ίδια μοίρα.

Άμε μωρέ Μανόλη να πάρεις από μια τσανάκα από την Κυραμαρία, την Κυρακαλιόπη, την Κυραλένη. Να φέρω τις τσανάκες να τις γεμίσει καθαρισμένα ψάρια, να τα παω στις γειτόνισσες.

Έτσι γινόταν πάντα,  γιατί  στη γειτονιά τότε υπήρχε πραγματικά αλληλεγγύη, εμείς τα ψάρια, εκείνες ό,τι είχαν, δυό αυγα, μια ντομάτα, παξιμάδι, λίγο λάδι.

Έτσι κυλούσε η ζωή τότε, αυτή ήταν η ομορφιά των ανθρώπων του μόχθου.

Ο πατέρας μου έφυγε είκοσι ένα χρόνια πριν, μόλις στα εβδομήντα του αφήνοντας ένα κενό, που ακόμη τον ονειρεύομαι, ότι ζει και τους βλέπω να ψιλοτσακόνωνται, επειδή το Βαρβάκι το έτσουζε λίγο.

Η μάνα μου ορεσίβια. Ανωγειανή, σκληροτράχηλη, πολύ σκληρή κάποιες φορές, αλλά μεγάλη ψυχή. Στημένος αργαλειός, όσο ζούσε η γιαγιά να  υφαίνουνε ό,τι καλούδια για να συνεισφέρουν στον οικογενειακό προϋπολογισμό.

Σαν μικρός, έκανα τις διαβολιές μου, χανόμουν πολλές φορές στη παραλία του Καράβολα, με άλλους από την γειτονιά, έσκουζε η μάνα μου να με ψάχνει όλη μέρα, απόγευμα πια πεινασμένος και κουρασμένος γύριζα σπίτι.

‘Ελα μέσα, που ήσουν όλη μέρα; Να μπω επιφυλακτικά, να με βουτίξει με τα χέρια της και με τη κομμένη βίτσα από τη λεμονιά, να μου τις μετράει στον πισινό και στα μπούτια. Ακόμη τις θυμάμαι που τσούζανε.

Δεν θυμάμαι από τον πατέρα μου κάτι τέτοιο, αλλά η μάνα μας είχε πάρει το κουμάντο του σπιτιού, εκείνη χειριζόταν τα πάντα, ακόμη και το βδομαδιάτικο ο πατέρας μας στα χέρια της το άφηνε, ήξερε δίκαια να το διαχειριστεί.

Πέρασαν τα χρόνια, εμείς μεγαλώναμε, παντρεύτηκε η αδελφή μου, τα έξοδα πολλά, να χτίσουμε ένα σπίτι ακόμη, να πιάσει δουλειά λαντζέρισσα σε ξενοδοχείο των ανιψιών της, να  δουλέψει σκληρά αρκετά χρόνια για να μπει στη αναπηρική σύνταξη πρόωρα.

Και μετά σπίτι να μαγειρεύει για δέκα, να μεγαλώνει τα παιδιά της αδελφής μου και να μοιράζει φαγητό στη γειτονιά.

Οκτώ μήνες τόσο υπέφερε ο πατέρας μας πριν πεθάνει.

Οκτώ μήνες πλάι του να μην λείψει ούτε στιγμή, υπομένει μαζί του,να υποφέρει μαζί του, να πονάει μαζί του.

Κι εκείνη να συνεχίζει να μαγειρεύει ένα μεγάλο τσικάλι φαί να μείνει για μας και το άλλο να το μοιράσει στη γειτονιά.

Έλα μωρέ Μανόλη δυο πιάτα φαί είναι,  συγχωρούν του πατέρα σου.

Την  θυμάμαι να βλέπει τις  ειδήσεις και να κλαίει, να βλέπει τον πόλεμο, τις  χαροκαμένες μάνες, τα κύματα των προσφύγων, τα  πνιγμένα παιδιά στο Αιγαίο, τα ουρλιαχτά των μανάδων στις καμένες πόλεις και χωριά και να κάνει το σταυρό της.

Βοήθησε τους Παναγία μου έλεγε, για να της  απαντώ ότι η Παναγία δεν μπορεί να βοηθήσει μπροστά στο  μίσος και την φρίκη αυτών των πολέμων που σκοπό έχουν μόνο το κέρδος, μόνο τα λεφτά!

Άγια γυναίκα,όπως όλες οι μανάδες του κόσμου. Σήμερα δυο χρόνια μετά το φευγιό της, ξαναστρέφω  το βλέμμα  σε αυτές τις μανάδες. Την Σύρια μάνα που της έκαψαν τις πόλεις και τα χωριά, την Ιρακινή και την Αφγανή μάνα που της έκαναν το ίδιο, την Ουκρανέζα  μάνα  που της   φύτεψαν έναν πόλεμο  για να μοιράσουν τους δρόμους του πετρελαίου, την Παλαιστίνια μάνα που αγωνίζεται να έχει υπόσταση, κι ένα κομμάτι  γης που της αρνούνται για  πατρίδα.

Την Κουβάνα μάνα που στέκεται αξιοπρεπής, όρθια και περήφανη μέσα από ένα εξαγριωτικό οικονομικό εμπάργκο, που έχουν επιβάλλει οι ΗΠΑ στο νησί.

Στην Ελληνίδα εργαζόμενη μάνα και στην Τουρκάλα μάνα, που έχασαν τα παιδιά τους πρόσφατα η μία στα Τέμπη και η άλλη στο μεγάλο σεισμό, αλλά για τον ίδιο αποτρόπαιο λόγο  την έλλειψη βασικών υποδομών και μέτρων  ασφάλειας και που αν ενωθούν είναι οι μόνες που μπορούν να αποτρεψουν,ένα πόλεμο για το μοίρασμα του πλούτου στο Αιγαίο, ακόμη και έναν μεγάλο πόλεμο που μας απειλεί.

Έφυγες πλήρης ημερών, είδες εγγόνια, δισέγγονα, μόνο που έφυγες μόνη, σε ένα θάλαμο νοσοκομείου χωρίς να σου κλείσω τα μάτια.

Λένε πως όταν πεθάνουν οι γονείς δυο τινά μπορούν να συμβούν ή τα αδέλφια να σμίξουν περισσότερο, ή να κοπεί ο ομφάλιος λώρος μια για πάντα.

Με τα  αδέλφια μου, έγινε το δεύτερο, δύσκολο αλλά υποφερτό.

Η ζωή προχωράει, όλα αλλάζουν, μέσα σε αυτά κι εμείς, το μέλλον είναι δύσκολο κι εγώ θα συνεχίσω εκεί που ήμουν πάντα, στο πλάι των πολλών, εκείνων που παλεύουν για το δίκιο,  πάντα ρομαντικός και αμετανόητος, σε έναν δρόμο που δεν έχει πισωγύρισμα, αλλά  όπως είπε και ο Νίκος Μπελογιάννης έχει το ΩΡΑΙΟ (την ομορφιά των ανθρώπων)

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ (την ομορφιά του αγώνα για δίκαιη και όμορφη ζωή) και το

ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ  (ο έρωτας).