Το τελευταίο αντίο στην Ολυμπία Δρακακάκη-Δεσποτάκη που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 92 ετών, είπαν χθες, στο Ζουνάκι Κυδωνίας, συγγενείς και φίλοι. Είναι η γυναίκα που σε ηλικία 12 ετών τον Αύγουστο του 1944 βίωσε την εκτέλεση των τεσσάρων αδελφών της και των δύο πρώτων ξαδέλφων της από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής στο ολοκαύτωμα του Κακόπετρου. Μια ανυποψίαστη και φιλόξενη Κρητικιά, η Μαρία Δεσποτάκη – μητέρα της εκλιπούσας, αναγκάστηκε να μαγειρέψει και να κάνει το τραπέζι σε Γερμανούς στρατιώτες, που όπως αποδείχτηκε, ήταν οι δολοφόνοι των τεσσάρων γιών της.
Η Ολυμπία Δεσποτάκη είχε άλλα πέντε αδέρφια. Τον Μανόλη, τον Θεοφάνη, τον Σπύρο, τον Χαράλαμπο και τον Αναστάση. Οι δυο τελευταίοι Χαράλαμπος και Αναστάσης ήταν δίδυμοι. Το θλιβερό γεγονός συνέβη στο χωριό της τον Κακόπετρο, τη Δευτέρα 28 Αυγούστου 1944, όταν οι Γερμανοί εκτέλεσαν τα τέσσερα από τα πέντε αδέρφια της. Τον Μανόλη, τον Σπύρο, τον Χαράλαμπο και τον Αναστάση. Το 2006, η Ολυμπία Δεσποτάκη περιέγραψε στην Χανιώτισσα λογοτέχνη Πηνεπόλη Ντουντουλάκη τον χαμό των τεσσάρων αδερφών της τον Αύγουστο του 1944.
Την συγκλονιστική αφήγησή της δημοσίευσε στην “Π” ο συνεργάτης της εφημερίδας κ. Γιώργος Α. Καλογεράκης. Μεταξύ άλλων στη διήγηση της ανάφερε: “…Οι γυναίκες κουβαλήσανε τ’αδέρφια μου στο σπίτι του θείου μου, γιατί η μητέρα μου φοβήθηκε μην έρθουν πάλι οι Γερμανοί και κάψουν το σπίτι και δε βρει ούτε πτώματα να θάψει. Το πρωί σηκωθήκανε, βάλανε τα παιδιά πάνω στις πόρτες και τα κατεβάσανε ένα ένα. Στο πρώτο έβαλε τον ώμο η μητέρα μου αλλά στη μέση του δρόμου έπεσε κάτω και λιποθύμισε.
Τα κηδέψανε στον Μιχαήλ Αρχάγγελο. Νεκροθάφτες ήταν η εξαδέλφη μου η Σοφία Δεσποτάκη και η Χρυσάνθη η Τσιχλάκη. Τα αδέλφια μου θάφτηκαν δυο-δυο, ο Μανόλης και ο Σπύρος μαζί και τα δίδυμα σε άλλο τάφο. Όταν εγύρισε η Σοφία στο σπίτι της ετρέχανε τα αίματα από τα ρούχα της. Ούτε παπάς υπήρχε να τους κηδέψει, ούτε ψάλτης να τους ψάλλει. Μόλις εκτελέστηκαν τα αδέρφια μου φόρεσα μαύρο τσεμπεράκι. Μέχρι το ’51 που παντρεύτηκα δεν έβαλα κοντό μανίκι, ούτε έβγαλα τις μαύρες κάλτσες. Το τσεμπεράκι το φορούσα μέχρι που έγινε η εκταφή των αδελφών μου.
Ήμουν τότε 15 χρονών. Μετά την κηδεία, μόλις εγυρίσανε οι πικραμένες γυναίκες στα σπίτια τους, εκόψανε κομμάτι από μαύρο ρούχο και κρεμάσανε σε κάθε εξώπορτα ένα μαύρο σταυρό. Θυμάμαι αξέχαστα που έσκισε η μητέρα μου το τσεμπέρι της γιαγιάς μου και εκρέμασε σταυρούς και στις δύο εξώπορτές μας. Εκεί εμείνανε οι σταυροί μέχρι το ’51 που αρραβωνιάστηκα.
Τότε πήγε η θεία μου η Ελασία και λέει: Περιμένεις γαμπρό και θα έχεις τους σταυρούς στην πόρτα σου; Και τότε η μητέρα μου έβγαλε τους σταυρούς. Οχτώ μέρες μετά την κηδεία η μητέρα μου ξεκίνησε να πάει στον κήπο. Βλέπει, όπως επήγαινε στο δρόμο, ξερασμένα αίματα, κοντυλοφόρους, μαντηλάκια πεσμένα κάτω, χτενάκια, ό,τι είχαν τ’αδέρφια μου στις τσέπες τους. Πάει εκείνη, παίρνει το σκαπέτι, επήρε το χώμα με το αίμα, το’βαλε στην άκρη του δρόμου κι έχτισε με τα χέρια της έναν τοίχο και σκέπασε το αίμα, να μην το φάνε οι σκύλοι.
Επήγαινε και θύμιαζε εκεί μέχρι που έφτιαξε ο μακαρίτης ο πατέρας μου ένα εικονοστάσι στο ίδιο σημείο. Ο πατέρας μου είχε τέσσερα πρώτα ξαδέλφια και μια εξαδέλφη στον Άστρικα. Μόλις έμαθαν για το κακό ήρθαν όλοι στα συλλυπητήρια. Συνενοηθήκανε τα πέντε αδέλφια και κάνανε εκεί, στον Άστρικα, τα εννιάμερα. Τα σαράντα έγιναν στον Κακόπετρο. Είχαν φέρει πάρα πολλά στεφάνια. Οι νονοί των αδελφών μου, οι φίλοι, οι συγγενείς μας, είχανε στολίσει τον Άι Γιώργη γύρω γύρω. Όταν έγινε η εκταφή, ο πρώτος τάφος που ανοίχτηκε ήταν ο δικός μας”.