Τα χαμόγελα έχουν επιστρέψει μετά την επιτυχή έκβαση της επιχείρησης στο σπήλαιο του Σάρχου
Τα χαμόγελα έχουν επιστρέψει μετά την επιτυχή έκβαση της επιχείρησης στο σπήλαιο του Σάρχου

Δυσκολότερη από τη διάσωση – θρίλερ των 12 παιδιών και του προπονητή τους σε σπήλαιο της Ταϊλάνδης ήταν εκείνη που είχε γίνει 16 χρόνια πριν, στο σπήλαιο του Σάρχου, όπου τρεις νεαροί σπηλαιολόγοι είχαν εγκλωβιστεί στα έγκατα της γης για σχεδόν 100 ώρες.

Οι μαρτυρίες των πρωταγωνιστών διασωστών είναι συγκλονιστικές. Ο άθλος της Ταϊλάνδης που συγκίνησε την παγκόσμια κοινή γνώμη επαναφέρει στο προσκήνιο αθέατες πτυχές ενός άλλου πρωτόγνωρου μέχρι τότε άθλου που γράφτηκε επί κρητικού εδάφους. Μία επιχείρηση που δεν είχε προηγούμενο και απασχόλησε και τότε τα διεθνή μέσα ενημέρωσης.

Ο Μεθόδιος Ψωμάς, η Χρύσα Μαυρόκωστα και η Ρωσίδα φοιτήτρια Βικτώρια Ντουκμάσοβα είδαν και πάλι το φως του ήλιου χάριν σε μία γιγαντιαία προσπάθεια διάσωσης με συμμετέχοντες απ’ όλη την Ελλάδα που κατέφθασαν στο Ηράκλειο για την επιχείρηση σωτηρίας αυτών των τριών νέων ανθρώπων.

«Δεν γνωρίζαμε αν είναι ζωντανοί», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο διοικητής της 1ης ΕΜΑΚ Στέφανος Κολοκούρης. Και αυτό, προσθέτει, «είναι το στοιχείο που διαφοροποιεί τη διάσωση στην Κρήτη από εκείνη που παρακολουθήσαμε στην Ταϊλάνδη».

«Η αγωνία είχε κορυφωθεί, και εμείς σπεύσαμε όσο γινόταν πιο γρήγορα, και εκεί χαράματα ήταν ακόμα, αντικρίσαμε ήδη να υπάρχουν δυνάμεις της ΕΜΑΚ, πάρα πολλά ασθενοφόρα, πάρα πολλά αυτοκίνητα της πυροσβεστικής υπηρεσίας, άνδρες του στρατού της υπηρεσίας υποβρυχίων καταστροφών, βατραχάνθρωποι, οι οποίοι όμως δεν μπορούσαν να επέμβουν γιατί δεν ήταν σπηλαιολόγοι, απλώς μας βοηθούσαν για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε στα βάθη του σπηλαίου, με πρώτο στόχο αρχικά να δούμε αν ήταν εν ζωή τα άτομα αυτά, και στην συνέχεια να μπορέσουμε να τους απεγκλωβίσουμε», θυμάται ο πρόεδρος σήμερα της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας Κ. Μερδενισιάνος.

Για τον διοικητή της 1ης ΕΜΑΚ κ. Κολοκούρη η κατάσταση στο σπήλαιο της Κρήτης ήταν πιο περίπλοκη από εκείνη της Ταϊλάνδης.

«Εμάς ήταν στην αρχή πιο ανηφορικό το σπήλαιο, όταν έμπαινες υπήρχαν στενά περάσματα και έπρεπε το σώμα μας να πάρει την μορφή του περάσματος, να στρίβουμε πολλές φορές για να μπούμε μέσα, και νιώθεις ότι σε πλακώνει η γη, ότι είσαι στα έγκατα της γης, και μετά πήγαινε πάρα πολύ κατηφορικά. Είχε απότομη κλίση.

Από το δεύτερο και στο τρίτο επίπεδο και στο τέταρτο στην συνέχεια, η κλίση ήταν απότομη. Και μάλιστα με ποτάμι μέσα, υπόγειο ποτάμι, υπόγεια ρεύματα -όπως στην Ταϊλάνδη- δηλαδή ήταν ένα σπήλαιο γεμάτο με νερό που κατέληγε σε ένα σιφόνι που ήταν το τελευταίο επίπεδο για μας».

Για να αντιμετωπιστούν όλα αυτά αποτελεσματικά δεν υπήρχε άλλος τρόπος από τη συνεργασία υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ από την πλευρά του ο Γεώργιος Καφκάς, πυρονόμος και αυτός σήμερα στην 1η ΕΜΑΚ.

«Συνεργάστηκαν» – υπογραμμίζει – «πολλές υπηρεσίες, ο ΟΤΕ, ο στρατός, η ΔΕΗ. Προσπαθήσαμε να έχουμε στο σπήλαιο και φωτισμό, να έχουμε επικοινωνία με τα ασύρματα τηλέφωνα του στρατού, είχαμε τραβήξει καλώδια, είχαμε τραβήξει ρεύμα, φως από γεννήτριες μέχρι κάτω. Ήταν επιχείρηση που συμμετείχαν πάνω από 180 άτομα».

Κατά γενική ομολογία, το μέγεθος αυτής της επιχείρησης διάσωσης, λόγω της ιδιομορφίας της, ήταν πρωτοφανές για τα ελληνικά χρονικά. Αλλά το πιο σημαντικό απ’ όλα ήταν η αφαίρεση της λάσπης και άμμου από το σημείο απόφραξης του σπηλαίου. Μια υπεράνθρωπη προσπάθεια που έγινε εκ περιτροπής, απ’ όλους τους εθελοντές σπηλαιολόγους, κυρίως με τα χέρια.