Θύελλα αντιδράσεων έχει προκαλέσει το γεγονός ότι εκατοντάδες παιδιά μένουν εκτός των ΚΔΑΠ του Δήμου Ηρακλείου, σύμφωνα με σχετική ερώτηση την οποία κατέθεσαν προς τους yπουργούς Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας και Εσωτερικών, οι βουλευτές του ΚΚΕ Μανώλης Συντυχάκης, Γιάννης Δελής, Μαρία Κομνηνάκα, Διαμάντω Μανωλάκου. Όπως τονίζουν στο κείμενο τους οι βουλευτέ:
«Sοβαρές είναι οι καταγγελίες μονογονεϊκών οικογενειών, ανέργων, ΑμΕΑ, τρίτεκνων και πολύτεκνων οικογενειών, που ενώ πληρούν τα εισοδηματικά κριτήρια και τις άλλες προϋποθέσεις για τα ΚΔΑΠ, φέτος, με πλήρη φάκελο, δεν έχουν λάβει το voucher που δικαιούνται και παραμένουν εκτός δομών.
Πετάχτηκαν έξω, μολονότι υπάρχουν κενές θέσεις, επειδή τα voucher χορηγούνται με βάση τη μοριοδότηση και μέχρι εξαντλήσεως του προϋπολογισμού. Έτσι, πολλές οικογένειες, αν και “δυνητικά δικαιούχοι”, αποκλείστηκαν, απλώς και μόνο επειδή η χρηματοδότηση δεν επαρκεί για όλους.
Λιγότερα voucher στον δήμο Ηρακλείου
Όπως προκύπτει από το κείμενο της ερώτησης των βουλευτών «τα voucher στον δήμο Ηρακλείου είναι τουλάχιστον 50% – 60 % λιγότερα σε σχέση με πέρυσι, ενώ η ΕΕΤΑΑ κατά την πάγια τακτική της συντηρεί τη θολή εικόνα και δεν δίνει αναλυτικά στοιχεία για τα voucher που τελικά ενεργοποιούνται ανά δήμο, στοιχείο που καταρρίπτει τα μεγάλα λόγια της κυβέρνησης για τους τάχα “αυξημένους” προϋπολογισμούς.
Η κατάσταση με τον αποκλεισμό των παιδιών από τα ΚΔΑΠ έχει συνέπειες και στους εργαζόμενους σε αυτά, αφού έρχονται αντιμέτωποι με τον κίνδυνο του κλεισίματος των δομών και συνεπώς με ενδεχόμενη απόλυση ή μετατροπή σε μερικής απασχόλησης των συμβάσεων τους που λήγουν στις 31 Αυγούστου.
Οι εργαζόμενοι αυτοί είναι συμβασιούχοι, παρά την πολυετή και σημαντική εργασία τους, γεγονός που αποδεικνύει ότι τα ευρωπαϊκά προγράμματα που δημιουργούνται με την επίκληση στην «ισότητα των γυναικών στην εργασία», χαρακτηρίζονται από προσωρινότητα, χωρίς να στοχεύουν στην καθολική κάλυψη των αναγκών με ποιοτικά αναβαθμισμένους όρους για όλα τα παιδιά.
Ευθύνη για αυτή την απαράδεκτη κατάσταση έχουν διαχρονικά οι δημοτικές αρχές στον δήμο Ηρακλείου που αποδέχονται τον χαρακτήρα προσωρινότητας και αποσπασματικότητας των ΚΔΑΠ, δε διεκδικούν την ουσιαστική αναβάθμιση και λειτουργία τους και τη μονιμοποίηση των εργαζόμενων, αλλά υλοποιούν τη γενικότερη κατεύθυνση ιδιωτικοποίησης ακόμα και των ισχνών προνοιακών δομών που έχουν απομείνει στην Τοπική Διοίκηση.
Να σημειωθεί ότι αυτές οι σημαντικές κοινωνικές δομές των Κέντρων Δημιουργικής Απασχόλησης Παιδιών αποτελούν στήριγμα για τις λαϊκές οικογένειες και πολλές φορές τη μοναδική διέξοδο εξωσχολικής παιδαγωγικής, καλλιτεχνικής, αθλητικής, πολιτισμικής κλπ. δραστηριότητας.
Συνεπώς, με τον αποκλεισμό των παιδιών, το δικαίωμά τους στον πολιτισμό, τον αθλητισμό και τη δημιουργία, αποτελεί πολυτέλεια, στην οποία -φυσικά- πρόσβαση θα έχουν μόνο όσοι μπορούν να αντέξουν το κόστος, την ώρα μάλιστα, που το πενιχρό οικογενειακό εισόδημα των λαϊκών οικογενειών εξανεμίζεται από τον εφιάλτη της ακρίβειας σε βασικά προϊόντα διατροφής και πρώτης ανάγκης, το κόστος της Ενέργειας και των καυσίμων.
Ταυτόχρονα, ο αποκλεισμός των παιδιών φέρνει τις λαϊκές οικογένειες αντιμέτωπες με το πρόβλημα φύλαξης των παιδιών όταν και οι δύο γονείς δουλεύουν απογευματινές ώρες. Η κυβέρνηση συνειδητά συρρικνώνει και υποβαθμίζει τις δημόσιες δομές, ενώ συγχρόνως ενισχύει τις ιδιωτικές, ακολουθώντας την αντιλαϊκή πολιτική και όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων.
Οι κοινωνικές δομές απαξιώνονται και καταργούνται, ιδιαίτερα δε όπου υπάρχει πεδίο κερδοφορίας για τους ιδιώτες, οι οποίοι ήδη κυριαρχούν σε σχέση με τις δημόσιες – δημοτικές δομές χρηματοδοτούμενοι αφειδώς από δημόσιους πόρους.
Χρειάζεται ενίσχυση των δομών και μονιμοποίηση των εργαζομένων
Οι δομές αυτές για το παιδί και τις ανάγκες του δεν μπορεί παρά να λειτουργούν ως δημόσιες δωρεάν δομές με ενιαίο επιστημονικό παιδαγωγικό πλαίσιο και κοινή διοικητική αρχή πανελλαδικά (του υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Πολιτισμού), με διεύρυνσή τους για την κάλυψη των αυξανόμενων αναγκών, με κρατική χρηματοδότηση, μονιμοποίηση του υπηρετούντος προσωπικού και πρόσληψη όλου του αναγκαίου προσωπικού, ώστε να μη μετατρέπεται και αυτή η ανάγκη του παιδιού και της οικογενείας σε πεδίο αγοράς».