Γιάννης Μοσχονάς
του Γιάννη Μοσχονά

Το ημερολόγιο έγραφε «Σάββατο 20 Ιουλίου 1974». Μόλις άρχισε να σουρουπώνει κι εμείς, οι κάτοικοι του μικρού χωριού, πιστοί στο ραντεβού μας, μαζευόμασταν σιγά-σιγά, ο ένας μετά τον άλλον, οι γονείς μαζί με τα παιδιά τους, στη φιλόξενη αυλή της κυράς Ερήνης (Ειρήνης) της Γαρυφαλλιάς, για την καθιερωμένη μας καλοκαιρινή βεγγέρα. Στα δεκάχρονά μου μάτια, η αυλή της κυράς Ερήνης, φάνταζε ως η ωραιότερη αυλή του κόσμου!

Ήταν μεγάλη, για να χωράει όλο το χωριό και γύρω-γύρω είχε παντού όμορφα ευωδιαστά λουλούδια, που ήταν φυτεμένα, άλλα σε παραδοσιακές πήλινες γλάστρες, άλλα σε μεταλλικούς τενεκέδες και άλλα πάλι σε αυτοσχέδια παρτέρια, αλλά όλα ήταν εξίσου όμορφα. Γαρυφαλλιές, τριανταφυλλιές, γαρδένιες, ορτανσίες, κατιφέδες, βιολέτες, γλαδιόλες, γεράνια, αγιόκλημα και βέβαια γιασεμιά.

Πολλά γιασεμιά, που σκόρπιζαν παντού το μεθυστικό τους άρωμα, συμβάλλοντας στη μαγεία της καλοκαιρινής νύχτας.

Εκεί που τέλειωνε η αυλή, από την ανατολική της πλευρά, ξεκινούσε ο κήπος της κυράς Ερήνης. Ένας κήπος με αναρριχώμενα φυτά, με λεμονιές, πορτοκαλιές, ενώ μια τεράστια μπουρνελιά που είχε τις ρίζες της μέσα στον κήπο, έγερνε με τα κλαριά της πάνω από την αυλή, σαν να μας «παρακολουθούσε». Είχαμε λόγους τότε όλοι μας να αισθανόμαστε, πως κάποιος μας παρακολουθεί.

Τα παιδιά, ήμασταν ξαπλωμένα ανάσκελα πάνω στα κιλίμια που στρώναμε κατάχαμα στην αυλή, απελευθερώνοντας τη φαντασία μας να παίζει κυνηγητό με το φεγγάρι και κρυφτό με τ’ αστέρια, στην απέραντη ουράνια «οθόνη» μας.

Εκείνη η βεγγέρα όμως ήταν διαφορετική από όλες τις άλλες. Είχε προηγηθεί πριν από πέντε ημέρες, στις 15 του Ιούλη, το πραξικόπημα της ανατροπής του τότε Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.

Η πιο σημαντική όμως εξέλιξη, έλαβε χώρα την ίδια μέρα, τα ξημερώματα δηλαδή του Σαββάτου της 20ης Ιουλίου του 1974, όπου οι ορδές του «Αττίλα», εισέβαλαν παράνομα, κατά παράβαση του καταστατικού χάρτη του ΟΗΕ, στις Βόρειες ακτές της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ο κυρ Νίκος, ο σύζυγος της κυράς Ερήνης, που ήταν πάντα ενημερωμένος για ό, τι συνέβαινε, αλλά και «προοδευτικός στις ιδέες του», όπως χαρακτηριστικά συνήθιζε να λέει ο πατέρας μου – χωρίς όμως να γνωρίζω τότε τι ακριβώς σήμαινε αυτό – είχε «κολλημένο» το αυτί του εκείνη τη βραδιά σε ένα επιβλητικό μεγάλο ραδιόφωνο με πολλά κουμπιά, σαν να περίμενε κάτι σημαντικό να μάθει.

Άκουγε προσεκτικά τις ειδήσεις από την Ντόιτσε Βέλε και το Μπι Μπι Σι, για τις εξελίξεις στην Κύπρο και την Ελλάδα και στη συνέχεια ενημέρωνε και τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους στην αυλή. Η χούντα των Αθηνών είχε κηρύξει γενική επιστράτευση από τις 9.30 το πρωί της ίδιας μέρας, ενώ το απόγευμα είχαμε ενημερωθεί από το μεγάφωνο της κοινότητας του χωριού, ότι θα έπρεπε το βράδυ να γίνει συσκότιση σε όλο το χωριό και  να μείνουμε όλοι στα σπίτια μας.

Ήταν όμως μάλλον αδύνατο να πειθαρχήσουμε σε έναν τέτοιου είδους εγκλεισμό, όπως επίσης αδύνατο ήταν να χάσουμε την όμορφη βεγγέρα, την μοναδική μας δυνατότητα για κοινωνική συναναστροφή.

Έτσι, μείναμε στην αυλή της κυράς Ερήνης και του κυρίου Νίκου με κλειστά τα φώτα και ανοιχτά τα μάτια και τα αυτιά μας, σε κάθε ήχο που έφτανε από τον ουρανό. Ομολογώ πως όλοι μας νιώθαμε τότε έναν φόβο να μας κυριεύει, που για εμάς τα παιδιά ήταν ακόμα μεγαλύτερος, αφού δεν ξέραμε και τι ακριβώς συνέβαινε.

Όσο η νύχτα προχωρούσε, τα γιασεμιά της κυράς Ερήνης που μοσχοβόλαγαν, μεθούσαν τις αισθήσεις μας και μαζί με τη δροσιά της νύχτας αλλά και την κόπωση της ημέρας, καταλάγιαζαν την παιδική μας ζωντάνια, πριν να παραδοθούμε στην «αγκαλιά του Μορφέα». Εκείνο το βράδυ όμως δεν κοιμήθηκε κανένα παιδί στην όμορφη αυλή και όχι βέβαια χωρίς λόγο.

Οι ενήλικες είχαν πάρει τώρα τη «σκυτάλη». Η μια κουβέντα έφερνε την άλλη και η συζήτηση είχε «ανάψει» για τα καλά. Οι γυναίκες και εμείς τα παιδιά περιοριστήκαμε στο ρόλο του ακροατή, αλλά οι ανδρικές φωνές ακούγονταν όλο και πιο έντονες.

Ο λόγος τους ήταν καταγγελτικός, και οι λέξεις που κυριαρχούσαν στη συζήτηση ήταν, «χούντα», «ΝΑΤΟ», «Αμερικάνοι», «Τούρκοι», «Αττίλας» και άλλες. Ο κυρ Νίκος, είπαμε πως ήταν προοδευτικός και είχε ένα μεγάλο ελάττωμα για την εποχή εκείνη.

Δεν μπορούσε να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Κάθε φορά που ένιωθε το δίκιο να τον πνίγει, το άνοιγε κι όταν το άνοιγε έλεγε πολλά. Δεν τα έλεγε βέβαια μόνος του εκείνη τη βραδιά, αλλά τα μοιραζόταν με όλους σχεδόν τους άνδρες της παρέας, που ο καθένας είχε κάτι να συμπληρώσει, διαμαρτυρόμενος για την άθλια πολιτική κατάσταση…

Ο μόνος που δεν είχε μιλήσει καθόλου όλο το βράδυ, ήταν ο Μανώλης του Μηνά, εκ φύσεως ολιγομίλητος, που είπε όμως την τελευταία κουβέντα προτού καληνυχτίσουμε: «Εγώ ξέρω ένα πράμα. Τα σκ@τ@ που δε βρωμούνε, καλύτερα να μην τα σκαλίζουμε». Μετά σηκωθήκαμε όλοι και αφού ευχαριστήσαμε τους οικοδεσπότες της βεγγέρας, μοιραστήκαμε τις καληνύχτες και αποχωρήσαμε.

Η επόμενη μέρα ξημέρωσε με την συγκλονιστική αποκάλυψη ενός γεγονότος που αφορούσε το χωριό μας, αλλά κυρίως τους παρευρισκόμενους στη χθεσινοβραδινή βεγγέρα.

Το μάθαμε, όταν ο Μανώλης του Μηνά χτύπησε πρωί-πρωί την πόρτα μας. Όταν του ανοίξαμε, μπήκε μέσα στο σπίτι και σχεδόν συνωμοτικά και χαμηλόφωνα μας εκμυστηρεύτηκε την εμπειρία του από την προηγούμενη βραδιά. Μόλις πήγε λέει σπίτι του, επιστρέφοντας από τη βεγγέρα, κάποιος του χτύπησε την πόρτα. Όταν την άνοιξε, αντίκρισε μπροστά του έναν χωροφύλακα, που τον καλησπέρισε και του ζήτησε να περάσει μέσα.

Ο Μανώλης υποδέχτηκε στο σπίτι του τον απρόσμενο νυχτερινό επισκέπτη και αφού του προσέφερε ένα ποτήρι με νερό που του ζήτησε εκείνος, ο χωροφύλακας του αποκάλυψε το λόγο της επίσκεψής του: «Ήμουν όλο το βράδυ κρυμμένος στον κήπο, δίπλα στην αυλή και άκουσα όλη τη συζήτηση που κάνατε», είπε ο χωροφύλακας στο Μανώλη που είχε μείνει άναυδος. Τότε σκέφτηκα πως, η γερμένη μπουρνελιά στην αυλή, δεν ήταν τελικά η μόνη που μας «παρακολουθούσε» εκείνο το βράδυ.

Ο χωροφύλακας συνεχάρη τον Μανώλη, διότι όπως του είπε, «ήσουν ο μόνος που μίλησες λογικά απόψε και φρόντισε αύριο να το μάθουν και οι υπόλοιποι της συντροφιάς, πως και οι τοίχοι έχουν αυτιά, και να προσέχουν στο εξής γι αυτά που θα λένε». Είχαμε μείνει τότε όλοι με το στόμα ανοικτό.

Για εμένα και την ακατέργαστη παιδική μου συνείδηση, ήταν ό, τι πιο δυσάρεστη, ό, τι πιο φρικτή και άθλια αποκάλυψη είχα βιώσει μέχρι τότε στη ζωή μου.

Την ίδια άποψη εξακολουθώ να διατηρώ μέχρι και σήμερα…

ΚΥΠΡΟΣ 1974
Την αποφράδα εκείνη ημέρα της 20ης Ιουλίου του 1974, η Κύπρος χωρίστηκε στα δύο και το λεγόμενο «Κυπριακό» έγινε από τότε συνώνυμο κάθε άλυτου μεγάλου προβλήματος. Εχθές, συμπληρώθηκαν 47 χρόνια από την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο και ουσιαστικά τίποτα δεν έχει αλλάξει. Αντιθέτως μάλιστα, οι επιθετικές διαθέσεις της Τουρκίας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου έχουν γίνει εντονότερες.

Το άλυτο επί 47 χρόνια «Κυπριακό», έχει περιέλθει σήμερα σε στρατηγικό αδιέξοδο, από μια διαχείριση αποτυχημένων ηγεσιών, που παλινδρομεί μεταξύ δηλώσεων, ανακοινώσεων, διαβημάτων, συστάσεων, προειδοποιήσεων, διαβουλεύσεων και άγονων διπλωματικών επαφών.

Οι Ελληνοκύπριοι, βιώνουν αυτές τις μέρες, την απόλυτη ταπείνωση, από τη διχοτόμηση του Νησιού τους και την, όπως όλα δείχνουν, οριστική απώλεια πλέον και του Βαρωσίου.

Οι μέρες εκείνες του Ιούλη του 1974, συνέβαλαν στην μετέπειτα πολιτική μου ενηλικίωση. Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα «συμπυκνώθηκαν» τα γεγονότα, ως ιστορία μπροστά στα μάτια μου. Οι παιδικές μου αναμνήσεις εκείνου του καλοκαιριού, μου υπόσχονται να μην ξεχνώ όσο ζω, το πόσο σημαντικά είναι – και όχι δεδομένα – για τη ζωή μας, η ελευθερία, η δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ, όλα όσα έζησα στην όμορφη αυλή της κυράς Ερήνης, αφού ξανάρχονται ένα-ένα στη σκέψη μου, κάθε φορά που μυρίζω γιασεμί…

https://moschonas.wordpress.com