Οι συστάσεις για τον δημοσιογράφο Πάνο Σόμπολο, ο οποίος έχει γράψει ιστορία στο αστυνομικό ρεπορτάζ, περισσεύουν. Στην πολυετή επαγγελματική διαδρομή του-σχεδόν 45 χρόνια-τα έχει δει όλα και έχει καλύψει δημοσιογραφικά ασύλληπτα γεγονότα, με ακρίβεια και ψύχραιμη ματιά. Ακόμα και τώρα, έχοντας αποσυρθεί από την «ενεργό δράση», ο κόσμος δεν τον ξεχνάει. Τον αναγνωρίζει στο δρόμο και με πολλή αγάπη και σεβασμό τον πλησιάζει για να τον χαιρετήσει. «Το είπε ο Σόμπολος!». Ατάκα-σήμα κατατεθέν της εγκυρότητας που διέκρινε πάντα τη μετάδοση των ειδήσεων και των γεγονότων, με αυτή την χαρακτηριστική χροιά της φωνής του.
Η αλήθεια είναι ότι ο Πάνος Σόμπολος είναι «σταρ» στο είδος του, αν και ο ίδιος ουδέποτε συμπεριφέρθηκε σαν σταρ. Σεμνός, γλυκός, συναδελφικός, συμβουλευτικός. Αυτές τις ημέρες βρέθηκε στην Κρήτη και είχε αρκετές συναντήσεις προκειμένου να συγκεντρώσει χρήσιμο υλικό για το νέο του βιβλίο που θα αναφέρεται στην ιστορία της βεντέτας και σε πολύκροτες υποθέσεις. Για το λόγο αυτό άλλωστε είχε βρεθεί το προηγούμενο διάστημα και στη Μάνη.
«Η φιλοξενία των Κρητικών είναι το κάτι άλλο» λέει πραγματικά ενθουσιασμένος, αναγνωρίζοντας το μεγάλο ατού της Κρήτης και των ανθρώπων της.
Σκοπός αυτού του ταξιδιού στην Κρήτη ήταν να έρθει σε επαφή με ανθρώπους που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σχετίζονται με υποθέσεις βεντέτας. «Να βρω ανθρώπους που πήραν μέρος σε βεντέτες, ανθρώπους που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους, τα χωριά τους και πήγαν σε άλλες περιοχές της Κρήτης ή και της Ελλάδας».
Περίπου στα μέσα Δεκεμβρίου αναμένεται να παραδώσει στον εκδοτικό του οίκο το υλικό που θα συγκεντρώσει συνολικά από τα ταξίδια του ανά την Ελλάδα για το νέο του βιβλίο πάνω στο οποίο δουλεύει εδώ και καιρό.
«Πρέπει να βγουν μπροστά ο πρωθυπουργός και ο Αρχιεπίσκοπος»
Ο πολύπειρος δημοσιογράφος εκτιμά ότι η βεντέτα στην Κρήτη δύσκολα θα εκλείψει σε σχέση με τη Μάνη που ήδη έχει εξασθενήσει το φαινόμενο. Χρειάζεται, όπως υπογραμμίζει, να βγουν μπροστά η Πολιτεία και η Εκκλησία ώστε από κοινού να αναλάβουν δράσεις σε σχέση με τη χρήση των όπλων.
«Εδώ στην Κρήτη, κατά την προσωπική μου εκτίμηση, δεν πρόκειται να εκλείψει αυτό το βάρβαρο έθιμο της βεντέτας, αν δεν παρθούν μέτρα από πλευράς πολιτείας και Εκκλησίας για τα θέματα οπλοκατοχής, οπλοφορίας, οπλοχρησίας. Δεν υπάρχει σπίτι, κυρίως στις ορεινές περιοχές, να μην έχει ένα όπλο. Αυτός που έχει όπλο μαζί του στη ζώνη, στην τσέπη ή στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου, το ένα πόδι το έχει μέσα από την πόρτα της φυλακής και το άλλο απ’ έξω. Πόσα εγκλήματα έχω καλύψει που τσακώνονται για ασήμαντη αφορμή και εκείνη τη στιγμή βγάζουν όπλα και σκοτώνονται.
Όσο έχουν τον «διάολο» στη ζώνη και την τσέπη, δεν θα τελειώσει ποτέ. Ο πρωθυπουργός και ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης θα πρέπει να ξεκινήσουν από κοινού μια νέα προσπάθεια, μια «σταυροφορία» όπως λέγαμε και παλαιότερα, να εξαλείψουν αυτό το βάρβαρο έθιμο που έχει ξεκληρίσει οικογένειες, έχει ξεριζώσει φαμίλιες και έχει στείλει στον άλλον κόσμο ακόμα και αθώους ανθρώπους που δεν είχαν καμία σχέση με το έγκλημα της βεντέτας».
Αστυνομικός ρεπορτέρ σχεδόν σαν… ασκητής
Ο Πάνος Σόμπολος αγάπησε με όλο του το είναι το επάγγελμα του και αφοσιώθηκε πλήρως στο αστυνομικό ρεπορτάζ με μεγάλο κόστος, αφού δεν χάρηκε τα παιδιά του μικρά, την οικογένεια του, δεν είχε επί της ουσίας προσωπική ζωή. Ζούσε σχεδόν σαν… ασκητής. Παρά τις δυσκολίες, τις στερήσεις, τις αϋπνίες, τις εντάσεις, πάλι δημοσιογράφος θα γινόταν, αν ξεκινούσε από την αρχή, όπως εξομολογείται. Μία απόφαση που «ριζώθηκε» μέσα του όσο ήταν ακόμα μαθητής της 4ης γυμνασίου. Δημοσιεύτηκε άρθρο του σε τοπική εφημερίδα και πασίχαρος αγόρασε μία «αγκαλιά» εφημερίδες και τις μοίραζε σε συγγενείς και φίλους.
Μέσα σε αυτές τις τέσσερις και πλέον δεκαετίες της επαγγελματικής του πορείας, ο κ. Σόμπολος ποτέ, όπως λέει, δεν διαπραγματεύτηκε κάποιες αρχές. Η ενημέρωση, όπως υπογραμμίζει με έμφαση, πρέπει να είναι πέρα και πάνω από συμφέροντα, δεσμεύσεις, παρατάξεις, θρησκείες και εμπάθεια.
«Με αγαπούσαν οι παράνομοι γιατί ποτέ δεν τους δίκασα»
Ο Πάνος Σόμπολος έχει καλύψει πολλά και σκληρά περιστατικά, αποτρόπαια και κτηνώδη. Όμως αυτή η τριβή με τη φρίκη, δεν ατσάλωσε την ψυχή και την καρδιά του. Με τα χρόνια έγινε ακόμα πιο μαλακός και περισσότερο ανθρώπινος, όπως αποκαλύπτει. Ένα πράγμα μόνο τον λύγιζε: τα εγκλήματα με μικρά παιδιά.
Όσο για τους παράνομους, όπως λέει, τον αγαπούσαν, τον σέβονταν και τον βοηθούσαν αν χρειαζόταν κάτι στη δουλειά του.
«Είχα άριστες σχέσεις μαζί τους και κάποιους τους στήριξα ακόμα και να βρουν εργασία για την επανένταξη τους στην κοινωνία. Με αγαπούσαν διότι δεν μπέρδεψα ποτέ το ρόλο του δημοσιογράφου με το ρόλο του αστυνόμου, του εισαγγελέα, του δικαστή… Δεν ήθελα να καταδικάσω εγώ τον παράνομο, δεν είναι η δουλειά του δημοσιογράφου να καταδικάζει τον παράνομο, ούτε να τον αθωώνει. Η δουλειά του είναι να καταγράφει τα γεγονότα με ακρίβεια».
Δεν παραλείπει να καυτηριάσει τη «δημοσιογραφία» του διαδικτύου, εκείνη που αναλώνεται στην αναπαραγωγή μιας είδησης, χωρίς καμία απολύτως διασταύρωση, ενώ απεχθάνεται, όπως τονίζει, τους θεατρινισμούς κατά τη μετάδοση ενός γεγονότος. «Ο δημοσιογράφος δεν είναι ηθοποιός». Όσο για το έγκλημα, αναμφίβολα έχει προσλάβει σκληρότερη μορφή αφού κάποιος φθάνει στο σημείο να στραγγαλίσει, για παράδειγμα, μια γιαγιά για πέντε ευρώ.
Τουλάχιστον στο παρελθόν, οι παράνομοι παλιάς κοπής, είχαν και μία, ας το πούμε, «δεοντολογία». Και κάπως έτσι μάς αφηγήθηκε την ιστορία του «αυτιά». Όχι, του δημοσιογράφου, αλλά του περιβόητου διαρρήκτη με τη γραβάτα και το τσαντάκι. Ο Πάνος Σόμπολος τον «βάπτισε» έτσι και έμεινε στα αστυνομικά χρονικά. Πάνω από 400 διαρρήξεις είχε διαπράξει. Οι αστυνομικοί της Σήμανσης εντόπιζαν αντί για δακτυλικά αποτυπώματα, το «αυτί» του διαρρήκτη.
Είχε την τακτική να ακουμπάει το αυτί του στην πόρτα για να ακούσει τι γίνεται μέσα στο σπίτι. Το επόμενο βήμα ήταν να χτυπήσει το κουδούνι. Αν κάποιος άνοιγε την πόρτα, προσποιούνταν ότι ζητούσε κάποιο συγκεκριμένο όνομα. Έλεγε ένα «συγνώμη, λάθος» και αποχωρούσε κύριος. Όταν δεν έπαιρνε απόκριση, προχωρούσε στο παρασύνθημα και στη διάρρηξη.
Κάπως έτσι ο «αυτιάς» είχε εισβάλει σε διαμέρισμα στην Καλλιθέα. Όμως η ένοικος ήταν ετοιμόγεννη και δυσκολευόταν να σηκωθεί από το κρεβάτι. Ταράχτηκε η δύσμοιρη μόλις αντίκρισε τον «αυτιά» στην κρεβατοκάμαρα. Κόντεψε να αποβάλει από τον τρόμο. Περισσότερο όμως πανικοβλήθηκε ο «αυτιάς», ο οποίος προσπάθησε με κάθε τρόπο να την καθησυχάσει, να την ηρεμήσει, να της ζητήσει κατ’ επανάληψη συγνώμη και να εξαφανιστεί τρέχοντας.
Αμέτρητες και οι δύσκολες στιγμές στην επαγγελματική του διαδρομή του γνωστού δημοσιογράφου. Χαρακτηριστικό το στιγμιότυπο εκείνο που ενώ βρισκόταν στο Τεπελένι λόγω των αναταραχών για τις παρατράπεζες του Μπερίσα, σφαίρες πέρασαν ξυστά και από τις δύο πλευρές του κεφαλιού του όσο καθόταν σε ένα πεζούλι και έγραφε για το βραδινό δελτίο της ΕΡΤ. Οι σφαίρες «καρφώθηκαν» στον τοίχο. «Ψέλλισα “ευτυχώς δεν άφησα τα κοκαλάκια μου εδώ”. Μία φράση που την έχω πει πολλές φορές στη διαδρομή μου…».