“Σέβομαι τους ασθενείς μου οι οποίοι με γνωρίζουν 25-30 χρόνια και έχω όλη τη διάθεση να βοηθήσω παρακολουθώντας περιστατικά σε χώρο της Διοίκησης Υγειονομικής Περιφέρειας Κρήτης όπως μου προτάθηκε από τη διοικήτρια και μετά την πρόωρη συνταξιοδότησή μου από το Βενιζέλειο”.
Αυτό είπε στην “Π” η συντονίστρια διευθύντρια του τμήματος Αιμοδοσίας του Βενιζελείου κα Κατερίνα Σφυριδάκη, η οποία συνταξιοδοτήθηκε πριν λίγες ημέρες και τώρα κινδυνεύει με αναστολή η λειτουργία του Τμήματος Πήξης και της Μονάδας Πρόληψης Μεσογειακής Αναιμίας του Βενιζελείου, τμήματα μοναδικά σε δημόσιες δομές της Κρήτης.
Το σοβαρό θέμα έχει αναδείξει με σειρά δημοσιευμάτων η “Π” ενώ παρενέβη και η Ένωση Νοσοκομειακών Γιατρών Ηρακλείου επισημαίνοντας μεταξύ άλλων ότι η κα Σφυριδάκη ουσιαστικά εξαναγκάστηκε να φύγει μη ανεχόμενη τη συνεχή απαξίωση του τμήματος από τη Διοίκηση του νοσοκομείου.
Η κα Σφυριδάκη μάς είπε: “Έχω ενημερώσει εδώ και πάρα πολύ καιρό την Διοίκηση και τα αρμόδια όργανα του νοσοκομείου ότι πρόκειται να φύγω και μαθαίνω ότι άνθρωποι της Διοίκησης λένε στους ασθενείς ότι ξαφνικά, ένα πρωί, αποφάσισα να φύγω να πάω στον ιδιωτικό τομέα και να πλουτίσω. Δεν θέλω “μπράβο” για τη δουλειά μου αλλά δεν άντεξα και τη συνεχή υποτίμηση και τις τρικλοποδιές που μου έβαζαν.
Έφυγα πρόωρα από ένα νοσοκομείο που υπηρέτησα 33 χρόνια, αν και θα ήθελα να ολοκληρώσω την καριέρα μου στο ΕΣΥ, γιατί βρέθηκα σε αδιέξοδο γιατί οι διοικητές μου έδειξαν ότι είμαι ανεπθύμητη. Γιατί έτσι νιώθεις όταν δεν σε ακούνε, αγνοούν τα αιτήματά σου, δεν σου προσφέρουν καμία βοήθεια. Τώρα που έφυγα το μόνο που θέλω από εκείνους είναι να μην σπιλώσουν το όνομά μου μετά από 33 χρόνια σε αυτό το νοσοκομείο”.
Σύμφωνα με την κα Κατερίνα Σφυριδάκη, η Διοίκηση της ΥΠΕ Κρήτης δεν γνώριζε τι είχε συμβεί και όταν η διοικήτρια Λένα Μπορμπουδάκη την κάλεσε στα τέλη Φεβρουαρίου στο γραφείο της και μίλησαν, της είπε ότι θα ενημερώσει το Υπουργείο Υγείας και θα αναζητήσει τρόπους ώστε να μπορεί να συενχίσει να παρακολουθεί ασθενείς συνεργαζόμενη με την 7η ΥΠΕ.
“Θα το κάνω πολύ ευχαρίστως” σχολίασε η κα Σφυριδάκη.
Όπως έχει γράψει η “Π”, το τμήμα Αιμόστασης και Αντιπηκτικής Αγωγής του Βενιζελείου, που είναι το μοναδικό το οποίο υπάρχει σε δημόσιο νοσοκομείο της Κρήτης και παρακολουθεί ετησίως 6.000 ασθενείς που ακολουθούν αντιπηκτική αγωγή, πρέπει πάση θυσία να συνεχίσει να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον κόσμο και μετά τη συνταξιοδότηση της συντονίστριας διευθύντριας του τμήματος Αιμοδοσίας του Βενιζελείου, αιματολόγου κ. Κατερίνας Σφυριδάκη.
Στα δημοσιεύματα της “Π” στις αναφορές ότι οι διοικούντες αν και ενήμεροι δεν έχουν λύσει το πρόβλημα, η Διοίκηση του νοσοκομείου είχε απαντήσει: “Σας ενημερώνουμε ότι από πολλών μηνών γίνονται συναντήσεις και διαβουλεύσεις με υπηρεσιακούς παράγοντες στο Νοσοκομείο καθώς και με επιστημονικούς φορείς για την ομαλή διευθέτηση των εκκρεμοτήτων, που ενδεχομένως προκύπτουν από την επικείμενη αποχώρηση της ιατρού, με τελικό στόχο την συνέχιση της απρόσκοπτης επιτέλεσης των εξετάσεων των ενδιαφερομένων ασθενών”.
Ένωση Γιατρών ΕΣΥ: Ένα προμελετημένο έγκλημα
Σε σχετική ανακοίνωσή της η Ένωση Γιατρών ΕΣΥ ν. Ηρακλείου αναφέρει:
“Κινδυνεύει με αναστολή η λειτουργία του τμήματος πήξης και της μονάδας πρόληψης μεσογειακής αναιμίας του Βενιζελείου, τμήματα μοναδικά στην Κρήτη, λόγω της τραγικής υποστελέχωσής τους.
Η κ. Σφυριδάκη (συντονίστρια διευθύντρια του τμήματος) είχε προειδοποιήσει τις διοικήσεις του νοσοκομείου και της 7ης ΥΠΕ ότι, στο πολύ άμεσο μέλλον (σε ορίζοντα τριετίας), το τμήμα δεν θα μπορεί να λειτουργήσει λόγω έλλειψης προσωπικού, αφού τόσο η ίδια όσο και άλλοι τρείς γιατροί του «κέντρου αίματος» θα συνταξιοδοτηθούν, γι’ αυτό είχε ζητήσει την άμεση προκήρυξη μόνιμων θέσεων αιματολόγου για την πλήρωση των κενών που θα προκύψουν.
Η απάντηση της διοίκησης του Βενιζελείου ήταν, όχι μόνο να αγνοήσει το αίτημά της, αλλά και να μετατρέψει μια θέση αιματολόγου σε αναισθησιολόγου παρά τη διαφωνία του επιστημονικού συμβουλίου.
Η απόφαση αυτή αποτέλεσε και το αποκορύφωμα μιας σειράς ενεργειών πλήρους υποτίμησης και υποβάθμισης ενός τμήματος του νοσοκομείου, που αποτελεί κέντρο αναφοράς για την Κρήτη, και οδήγησε την διευθύντρια του κέντρου στην απόφασή της για πρόωρη συνταξιοδότηση, μη ανεχόμενη πλέον την απαξίωση του τμήματός της (και έργο ζωής της) από την διοίκηση του νοσοκομείου.
Οι επιπτώσεις από το κλείσιμο του τμήματος αυτού θα είναι δυσμενέστατες, αφού πλήθος ασθενών με προδιάθεση σε αιμορραγικά ή θρομβωτικά επεισόδια, ασθενείς με θαλασσαιμία, δρεπανοκυτταρική αναιμία κ.α. δεν θα μπορούν να υποβάλλονται δωρεάν σε πλήρη ειδικό διαγνωστικό έλεγχο και να αξιολογούνται από εξειδικευμένο προσωπικό σε δημόσιο νοσοκομείο του νησιού και θα αναγκαστούν να πληρώσουν αδρά από την τσέπη τους καταφεύγοντας στον ιδιωτικό τομέα υγείας.
Να σημειωθεί ότι η ίδια πρακτική επιχειρείται αυτές τις μέρες και για το υποστελεχωμένο «κοινοτικό κέντρο ψυχικής υγείας παιδιών και εφήβων» του Βενιζελείου. Αντί το τμήμα να ενισχυθεί, σε μια περίοδο που η παγκόσμια ιατρική κοινότητα κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις επιπτώσεις της πανδημίας στον παιδικό ψυχισμό, η διοίκηση του Βενιζελείου επιχειρεί να το αποδυναμώσει, μετατρέποντας μια θέση παιδοψυχιάτρου σε θέση λοιμωξιολόγου (και πάλι σε αντίθεση με την γνωμοδότηση του επιστημονικού συμβουλίου).
Θεωρούμε πως οι παραπάνω κινήσεις είναι προσχεδιασμένες και αποτελούν οδηγό για το “νέο ΕΣΥ” που έχει προαναγγείλει η κυβέρνηση. Όταν ένα νοσοκομείο είναι απαξιωμένο χωρίς σύγχρονες υπηρεσίες είναι πολύ πιο εύκολο να μετατραπεί σε κέντρο υγείας και να μεταφερθούν οι δραστηριότητές του στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι επιλέγουν να εξαφανίσουν δυο τμήματα του Βενιζελείου που είναι μοναδικά στην υγειονομική μας περιφέρεια και αποτελούν φιλέτα για τα ιδιωτικά συμφέροντα.
Οι υπεύθυνοι για αυτές τις ενέργειες δεν είναι άλλοι από τα σημερινά Διοικητικά όργανα του Βενιζελείου (διοικητής, υποδιοικήτρια, διευθυντής ιατρικής υπηρεσίας) που δεν διστάζουν να γράψουν με τα μελανότερα χρώματα το όνομα τους στην υγειονομική ιστορία του νομού μας, υλοποιώντας την κυβερνητική πολιτική της κρατικής υποχρηματοδότησης και ιδιωτικοποίησης των δημόσιων δομών υγείας”.
Και καταλήγει:
“Εμείς οι νοσοκομειακοί γιατροί εκφράζουμε την κατηγορηματική αντίθεσή μας στην πολιτική αυτή και στο δυσοίωνο «μέλλον» που ετοιμάζεται για το ΕΣΥ και καλούμε την τοπική κοινωνία να αντιδράσει στην συνεχή λεηλάτηση και υποβάθμιση του Βενιζελείου και να συμμετέχει ενεργά στο συλλογικό αγώνα για την ουσιαστική ενίσχυση των δημόσιων μονάδων υγείας του νομού μας, ιδίως σε μια εποχή που τις έχει πιο πολύ ανάγκη από ποτέ.
Ο πρόεδρος της ΕΓΕΣΥΝΗ Αλ. Καφετζάκης
Η Γραμματέας της ΕΓΕΣΥΝΗ Γρ. Μπέτση”.