Ραγδαίες είναι οι εξελίξεις και σε τοπικό επίπεδο μετά την εξάρθρωση της μεγάλης εγκληματικής οργάνωσης που θησαύριζε πουλώντας πλαστές ταυτότητες και διαβατήρια σε κακοποιούς, ενώ όπως αποκαλύφθηκε στην οργάνωση αυτή συμμετείχαν και αστυνομικοί.
Ήδη με διαταγή του Αρχηγείου του Σώματος τέθηκαν σε διαθεσιμότητα τρεις αστυνομικοί που υπηρετούσαν στη Διεύθυνση Αστυνομίας στα Χανιά και σημειώνεται ότι το διάστημα κατά το οποίο δρούσε το κύκλωμα, οι τρεις ένστολοι υπηρετούσαν σε περιφερειακά τμήματα του νομού Χανίων.
Σύμφωνα με τη δικογραφία, οι αστυνομικοί κατηγορούνται ότι προέβαιναν στην έκδοση δελτίων ταυτότητας ή διαβατηρίων, πραγματοποιούσαν πληκτρολογήσεις – αναζητήσεις σε ηλεκτρονικές εφαρμογές και εκμεταλλευόμενοι την ιδιότητΆ τους παρείχαν ουσιαστικές πληροφορίες και συνδρομή στην εγκληματική οργάνωση κατ’ εξακολούθηση, ενώ κατηγορούνται επίσης για «Συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση» και «Δωροληψία υπαλλήλου», «ψευδής βεβαίωση», τελεσθείσες κατ’ εξακολούθηση.
Στο διαβιβαστικό της Αστυνομίας αναφέρεται επίσης μια πολιτική υπάλληλος από το νομό Λασιθίου για την έκδοση ενός παράνομου δελτίου ταυτότητας
Πώς έφτασαν στην άκρη του νήματος
Το κουβάρι της υπόθεσης άρχισε να ξετυλίγει όταν στις 26 Ιανουαρίου προσήχθη στο Τμήμα Ασφαλείας Χαλανδρίου άνδρας, ο οποίος επέδειξε ως έγγραφο ταυτοπροσωπίας του δελτίο ταυτότητας, με αναγραφόμενα στοιχεία: Τ. Α. γεν. 23-05-1984 στη Γεωργία, το οποίο είχε εκδοθεί στις 07-02-2020 από το Τμήμα Ασφαλείας Ασπροπύργου. Από τη δακτυλοσκοπική του εξέταση όμως προέκυψε ότι επρόκειτο για έναν υπήκοο Αλβανίας. Κατόπιν αυτού, συνελήφθη για παράβαση του άρθρου 242 § 4 Π.Κ. «Ψευδής βεβαίωση, νόθευση κ.λπ.».
Επιπλέον, στις 25-2-2021 περιήλθε στους «Αδιάφθορους» της Αστυνομίας και άνευ ημερομηνίας επιστολή – καταγγελία, η οποία περιείχε πληροφορίες για την ύπαρξη εγκληματικής οργάνωσης, αποτελούμενη από τους Ε. Δημήτρη, Μ. Παναγιώτη και Κ. Κώστα, οι οποίοι, μαζί με το σχετικό δίκτυο που είχαν αναπτύξει σε Αστυνομικές Υπηρεσίες και Δήμους, προέβαιναν συστηματικά στην «κατά παραγγελία» έκδοση δελτίων ταυτότητας, διαβατηρίων σε αλλοδαπούς, κυρίως Αλβανούς και Ρώσους υπηκόους, σε βάρος των οποίων εκκρεμούσαν καταδικαστικές αποφάσεις και εντάλματα για διακίνηση ναρκωτικών, καθώς και σε αλλοδαπές γυναίκες που εργάζονται σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης.
Το χρηματικό όφελος που αποκόμιζε η οργάνωση για κάθε έκδοση, σύμφωνα με τα καταγγελλόμενα, ανερχόταν σε τριάντα χιλιάδες έως τριάντα πέντε χιλιάδες ευρώ.
Επιπρόσθετα, στις 16-04-2021 και στις 12-07-2021, περιήλθαν στην Υπηρεσία νέες ανώνυμες επιστολές από άγνωστο αποστολέα, οι οποίες περιέγραφαν με λεπτομέρειες τον τρόπο δράσης της οργάνωσης, ανέφεραν ονοματεπώνυμα αστυνομικών και άλλων μελών που συμμετείχαν σε αυτή, τα τηλέφωνα που χρησιμοποιούν, ενώ περιέγραφαν και συγκεκριμένες περιπτώσεις έκδοσης ταυτότητας, διαβατηρίου ή άδειας οδήγησης.Επειδή τα άτομα που αναφέρονταν στις καταγγελίες είχαν κατηγορηθεί κατά το παρελθόν για αδικήματα παρόμοια με τα καταγγελλόμενα, ενώ επιπλέον κατονομάζονταν αστυνομικοί ως εμπλεκόμενοι και ο καταγγέλλων παρείχε σημαντικές λεπτομέρειες αναφορικά με τη δράση τους.
Από την πολύμηνη έρευνα της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ (άρσεις απορρήτου των επικοινωνιών, εξετάσεις μαρτύρων, ειδικές ανακριτικές τεχνικές), προέκυψε ότι τουλάχιστον από το 2013 και έπειτα, είχε συγκροτηθεί εγκληματική οργάνωση αποτελούμενη κυρίως από Έλληνες, παλιννοστούντες πρώην χωρών Ε.Σ.Σ.Δ., αστυνομικούς και άλλους δημόσιους υπαλλήλους, η οποία είχε αναπτύξει δίκτυο συνεργατών και δραστηριοποιούταν στην έκδοση δελτίων ταυτότητας και διαβατηρίων σε αλλοδαπούς.
Με τις ενέργειες τους αυτές τα μέλη του κυκλώματος, αποκόμιζαν ιδιαιτέρως υψηλά χρηματικά οφέλη, ενώ ταυτόχρονα αλλοδαποί υπήκοοι τρίτων χωρών, αποκτούσαν ταυτότητα Έλληνα πολίτη, με όλα τα δικαιώματα που αυτή συνεπάγεται, όπως ελευθερία κίνησης σε χώρες εντός και εκτός ζώνης Schengen, διπλώματος οδήγησης, αριθμό μητρώου κοινωνικής ασφάλισης, έκδοση αριθμού φορολογικού μητρώου, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ίδρυαν ή συμμετείχαν σε επιχειρήσεις και γενικότερα παραπλανούσαν δημόσιες Αρχές και Υπηρεσίες.
Ιδιαίτερα σημαντικό και ενδεικτικό της απαξίας των εμπλεκόμενων αστυνομικών έναντι της Υπηρεσίας τους, είναι το γεγονός ότι η πλειοψηφία των «πελατών» (για τους οποίους κατέστη δυνατή η εξακρίβωση των πραγματικών στοιχείων ταυτότητάς τους) που αποτάθηκε στα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης για να εξασφαλίσουν την έκδοση δελτίου ταυτότητας, αποτελούν μέλη διεθνών κυκλωμάτων διακίνησης ναρκωτικών, ενώ ορισμένοι εξ αυτών «αγόρασαν» έγγραφα ταυτοπροσωπίας καθώς διώκονταν για διάφορα αδικήματα και εκκρεμούσαν σε βάρος τους καταδικαστικές αποφάσεις ή εντάλματα σύλληψης.
Ιδιαίτερος είναι ο ρόλος των μαρτύρων ταυτοπροσωπίας, οι οποίοι επιβεβαίωναν ψευδώς την ταυτότητα του «πελάτη», ενώ σε αρκετές περιπτώσεις οι ίδιοι μάρτυρες είχαν παραστεί σε πλήθος εκδόσεων· ακόμη και με χρονική απόκλιση αρκετών ετών.
Τα ταξίδια στην Κρήτη
Ένας εκ των πρωταγωνιστών του κυκλώματος, τουλάχιστον μέχρι το 2019, πραγματοποιούσε ταξιδια στην Κρητη, όπου φαίνεται να είχε επαφές με αστυνομικούς μέλη του κυκλώματος. Στη δικογραφία, όπως γράψαμε χθες αναφέρεται: «Προκύπτει, η έντονη δραστηριοποίηση και παρουσία του στην Κρήτη και δη στον νομό Χανίων και η σύνδεσή του με αστυνομικούς και με περιπτώσεις αντικανονικής έκδοσης ταυτοτήτων, μεταβαίνοντας ο ίδιος από την Αθήνα στην Κρήτη, ώστε να συντονίζει τη δράση της οργάνωσης, έχοντας φυσική παρουσία, αλλά και εποπτεύοντας επί τόπου την εγκληματική δραστηριότητα των μελών».
Ο ίδιος προκύπτει ότι το 2007 συνελήφθη, δυνάμει εντάλματος σύλληψης του 22ου Ανακριτή Πρωτοδικών Χανίων για τη συμμετοχή του σε εγκληματική οργάνωση εμπορίας ανθρώπων (trafficking).
Σημειώνεται τέλος ότι συλληφθέντες ως μέλη της εγκληματικής οργάνωσης είναι δύο ιδιώτες, που θεωρούνται ηγετικά στελέχη του κυκλώματος, εννέα αστυνομικοί, πολιτικός υπάλληλος, δικηγόρος, υπάλληλος ληξιαρχείου και ακόμα πέντε ιδιώτες ως απλά μέλη. Συνελήφθη και αλλοδαπός ως πελάτης του κυκλώματος, για δωροδοκία υπαλλήλου, ψευδή βεβαίωση και χρήση ψευδούς βεβαίωσης. Πέρα από τους 20 αυτούς που συνελήφθησαν, στη δικογραφία περιλαμβάνονται ακόμη 195 άτομα, μεταξύ των οποίων 21 αστυνομικοί, δύο απόστρατοι, πολιτική υπάλληλος και 171 ιδιώτες.