
«Είναι ένα θέμα που, για άγνωστο λόγο, δεν έχει μελετηθεί μέχρι σήμερα, παρ’ όλο που είναι βαθιά κοινωνικό και με πολλές παραμέτρους» είπε ο αρχιτέκτονας-μηχανικός Ηρακλής Πυργιανάκης ο οποίος μίλησε σε εκδήλωση που οργάνωσε το Λύκειο των Ελληνίδων την ημέρα της γυναίκας, ξεδιπλώνοντας πολλές ιστορίες απαγωγών, που διαδραματίστηκαν στο νησί.
«Σκέφτομαι όλες αυτές τις γυναίκες που βιάστηκαν, ταλαιπωρήθηκαν, έσβησαν τα όνειρά τους, σημαδεύτηκε η ζωή τους από άνανδρους που έμοιαζαν με ανθρώπους, αλλά ήταν χειρότεροι από τα χειρότερα θηρία. Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι, εάν σταμάτησαν αυτές οι κλεψιές στην Κρήτη, αυτό οφείλεται πρωτίστως στις γυναίκες. Οι γυναίκες μόνες τους έκαναν και την μεγάλη επανάσταση, κατακτώντας το δικαίωμα στην εργασία και την ισότητα στην κοινωνία», υπογράμμισε ο ομιλητής.
Mέσα από την ”Π” καταγράφουμε τις περισσότερες, μεταφέροντας στοιχεία της έρευνάς που έκανε για να τα παρουσιάσει.
«Είναι πολύ δύσκολο ,είπε,να βρει κανείς χωριό στην Κρήτη όπου δεν υπάρχει περιστατικό απαγωγής γυναικών από ντόπιους αγάδες, για να
κάνουν έρωτα μαζί τους είτε για να τις πουλήσουν ως σκλάβες.
Η αρπαγή της Καλλίτσας που πουλήθηκε σκλάβα
Υπάρχουν πάμπολλες καταγεγραμμένες περιπτώσεις όπου οι πασάδες ήθελαν να περάσουν την πρώτη νύχτα του γάμου με ντόπιες, νιόπαντρες γυναίκες ή να κλέβουν κορίτσια για να τα πουλήσουν στα χαρέμια ή στον σουλτάνο. Θυμόμαστε, επίσης, τη Βαλιδέ Σουλτάνα, τη βιογραφία της οποίας έγραψε ο Νίκος Σταυρινίδης, ή ακόμα την Καλλίτσα από τον Αποδούλου Ρεθύμνου, η οποία αρπάχθηκε το 1823 και πουλήθηκε ως σκλάβα σε ηλικία 11 ετών στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Τελικά, αγοράστηκε ως υπηρέτρια από έναν Άγγλο αρχαιολόγο, μεταφέρθηκε στο Λονδίνο και παντρεύτηκε τον γιο ενός ναυάρχου και αρχηγού του Αγγλικού στόλου. Αργότερα, επέστρεψε στο χωριό της στο Αποδούλου και έχτισε ένα υπέροχο πυργόσπιτο για τις θερινές της διακοπές, το οποίο στέκει ακόμη και σήμερα.
Οι γονείς, για να προστατεύσουν τις κόρες τους, αναγκάζονταν να παραμορφώνουν τα πρόσωπά τους με εγκαύματα, να τις κλειδώνουν στα σπίτια για χρόνια ή να τις παντρεύουν από μικρή ηλικία μήπως και τις γλιτώσουν από την αρπαγή.
Μετά το 1821, η κατάσταση στην Κρήτη ήταν τραγική. Οι γυναίκες καταδικάζονταν να χορεύουν ημίγυμνες πάνω σε ρόβι, σε σκάγια ή σε λαδωμένα σανίδια των οντάδων, ώστε να μην μπορούν να σταθούν όρθιες. Πολλές κοπέλες βιάζονταν μπροστά στους γονείς τους, ενώ άλλες έβγαιναν με κομμένα στήθη από τα κονάκια των αγάδων, επειδή δεν υπέκυπταν στις ορέξεις τους, και πέθαιναν από αιμορραγία.
Άλλες υποχρεώνονταν να τοποθετήσουν τα στήθη τους στην κόψη μιας κασέλας και να υποστούν το βασανιστήριο ενός αράπη που χόρευε
πάνω στο καπάκι, μέχρι να κοπούν. Πολλές πουλήθηκαν σαν ζώα στα σκλαβοπάζαρα, έναντι 100 γροσιών ή 3 λιρών, δηλαδή όσο κόστιζε ένα
άλογο.
Οι απαγωγές γυναικών στην Κρήτη γινόταν για διάφορους λόγους:
1. Ερωτικές σχέσεις: Όταν η οικογένεια της νύφης αντιδρούσε στη σχέση, ο άνδρας, με τη σύμφωνη γνώμη της γυναίκας, προχωρούσε στην απαγωγή.
2. Απαγωγή ανήλικης: Σε αυτή την περίπτωση, ακόμα και αν η ανήλικη φεύγει με τη θέλησή της, η πολιτεία αντιδρά, καθώς δεν επιτρέπει τον γάμο. Συχνά, παρεμβαίνει η αστυνομία και η εκκλησία αρνείται να τελέσει το μυστήριο.
3. Βίαιη απαγωγή για οικονομικούς λόγους: Ο απαγωγέας επιδιώκει τον γάμο για να εξασφαλίσει οικονομική αποκατάσταση. Αν η γυναίκα συνεχίσει να αρνείται τον γάμο και
επιστρέψει στο πατρικό της, αντιμετωπίζει κοινωνική κατακραυγή και πολλές φορές εξαναγκάζεται να παντρευτεί τον απαγωγέα της.
4. Πολιτικοί λόγοι: Ο γαμπρός επιδιώκει την απαγωγή μιας γυναίκας από επιφανές σόι για να εκμεταλλευτεί την πολιτική επιρροή της οικογένειάς της. Αν η απαγωγή δεν ευοδωθεί, οι
επιπτώσεις μπορεί να είναι κοινωνικά δράματα ή ακόμα και πολιτικές συγκρούσεις.
Το φαινόμενο της απαγωγής γυναικών στην Κρήτη είναι ένα βαθιά ριζωμένο κοινωνικό πρόβλημα, το οποίο άφησε ανεξίτηλα σημάδια στην ιστορία και την κουλτούρα του νησιού.”
Ιστορίες που ντροπιάζουν
“Θα σας αναφέρω, σημείωσε, διάφορες περιπτώσεις απαγωγών από όλη την Κρήτη, που σίγουρα δεν τιμούν την ιστορία του νησιού.
Αντίθετα, την ντροπιάζουν. Όμως, συνέβησαν. Έχω στην κατοχή μου ονόματα, τοποθεσίες και χρονολογίες.
Ο Γεωργ. Ψιχουντάκης, στο βιβλίο του «Αετοφωλιά στην Κρήτη», κοντά στα 1920, περιγράφει….. Ό γαμπρός λοιπόν κι ἡ νύφη ἦταν ἀπό τό ἴδιο χωριό…… Ὁ λεβέντης εἶχε
συγγενεῖς στό χωριό μας κι ἦρθενε καί τῶν εἶπενε γιά τὴν ἀγάπη ντου και τῶν ἐγύρεψεν τήν βοήθειά τους.. Έμαζωχτήκανε κιά᾽ πεντέξε ἄτομα, γιά δέν ἑχρειγιάζουντανε καί πολλοί, ᾿Εφτάξανε στό σπίτι καί δίδουνε μιά τσῆ πόρτας καί πάει μέσα. Ἀρποῦνε τήν κοπελιά ἀπού τήν κοιμητέ τζη ἐτσά, μεσόγδυμνη ὄπως ἤτανε, καί τήνε σηκώνει. ἕνας στή ράχη ντου. Αὐτή προσπάθησε νά βάλει τσί φωνές καί τσῆ γεμίσανε τό στόμα τζη μαντηλάκια, κι ἑδέσασίν τζη τήν μπούκα τζη πού δέν ἐμπόρειεν ὄι νά φωνιάξει, μά μούδε τήν ἀναπνοή τζη νά πάρει. .
. Ἐκείνη δὲν τὸν ἤθελεν τόν γαμπρό, γιατί, ὅπως τῶν ἔλεγε, ἤτανε ὁ ἑλεεινότερος ἄνθρωπος τοῦ χωριοῦ τους. Ώστε νά βγοῦνε στό βουνό, πολλές φορές ἐκείνη ἔμπαινεν ὀμπρός τωνε, ἔβγαινεν ἀπάνω σέ μιάν πέτρα καί τσ᾽ ἔφτυνεν οὕλους καί τῶν έξεστόμιζε τά πλιά ἄσκημα προσβλητικά λόγια. Ἄσκημα λόγια μά στήν περίπτωσή τζη τῶν
έπηαίνανε Θαυμάσια. Μεταξὺ τῶν ἄλλων τῶν ἔλεγε:
-Μωρέ, δέν κατέτε πῶς ἐγὼ δὲν παίρνω ἐτοῦτο τὸν ἄνθρωπο γι᾿ ἄντρα μου ἂν ἀπομείνομεν ἐγώ κι αὐτός μόνοι σέ τοῦτον τόν κόσμο; Θαρρεῖτε πώς ἐγὼ εἶμαι κιαμιάν πλούσια καί θά τόνε κάμετε νοικοκύρης Ἐκάμετε λάθος! M’ ἑκατόν έλαιόδεντρα πού ”χω δὲν γίνεται νοικοκύρης. Αὐτά ᾽νιαι τά μόνα μου νοικοκυριά. Ἐσεῖς οὗλοι σας εἶστε ζωοκλέφτες καί
κατσικο- κλέφτες. Γιάντα δέν πᾶτε νὰ τοῦ κλέψετε δέκα εἴκοσι προβατίνες ὁ κάθ’ ἕνας νὰ τόνε νοικοκυρέψετε; ᾿Εγώ προβατίνα καί κατσίκα δέν εἶμαι! φτοῦ σας!.. καί δῶσ’ του καί τσ᾽ ἔφτυνεν
κατάμουτρα…….
Σάν ἐβγῆκανε πάνω στσί βουνοκορφές τοῦ χωριοῦ μας, ἀφήκανε σέ μιά γωνιά τό ζευγάρι γιά νὰ τὰ κουβεντιάσουνε οἱ δυό τους μέσα στή
νύχτα. Ὅμως ἐκείνη σάν τσ’ ἀφήνανε μοναχούς κι ἐκάνανε λίγο παρέκει, ἀρχινοῦσε στό ξύλο τόν ἐραστή πού ’θελε μὲ τὸ ζόρι νὰ τοῦ χαρίσει τά
φι- λιά καί τά χάδια τζη. Ἐκεῖνος Τί ντροπή! Ἔβανε τσί φωνές καί πηαίνανε οἱ γι ἄλλοι νά τόνε γλιτώσουνε ἀποὺ τὰ χέρια τζη νά μήν τόνε πνίξει. Μιά δυό τρεῖς φορές τὰ ἴδια, καί τελικά τσῆ ξεκαθαρίσανε ένα πράμα. Ἄν δέν τοῦ σταθεῖ μέ τή θέλησή τζη, θ’ ἀναγκαστοῦνε νὰ τοῦ τήνε βαστοῦνε καί ξιά τση! Ὅ,τι θέλει νὰ διαλέξει. Ἀπελπισμένη ἐκείνη κι ἀπογοητευμένη.
«Καλύτερα, σκοτώστε με..»
-Μέσα σ᾽ ἐσᾶς, βρέ παιδιά, δὲν ὑπάρχει ἕνας ἄνθρωπος; Μή μέ βιά-ζετε νά δεχτῶ στήν ἀγκαλιά μου ἐκεῖνο τὸ κτῆνος! Δὲν μπορῶ νά τόν
πα- ντρευτῶ. Δέν μπορῶ νά ζήσω μαζί του! Ἔχω μόνον νὰ σᾶσε κάνω μιάν πρόταση. Δέχομαι νά παντρευτῶ καί νά γίνει ἄντρας μου ἕνας ἀπὸ σᾶς τσί Γ ωνιῶτες! Στό κάτω κάτω ὅποιος σας κι ἄν Θέλει νὰ μὲ πάρει, ὅποιος κι ἄν εἶναι κι ὅ,τι κι ἄν εἰναι, ἐγώ θά τόν παντρευτῶ ἐν ἀγνοία μου. Ἑτοῦτο πού τόνε κατέω δέν τόνε θέλω, δέν τόνε παίρνω, καί
σκοτώσετέ με!Ἑτοῦτα τά φρόνιμα λόγια τσῆ κοπελιᾶς ἐφέρανε πάλι ἐτούτους σέ μεγάλη δυσκολία. Ἐκάμανε σάν τήν σύσκεψη καί τό μιλήσανε μεταξύ ντωνε, μά καταλήξανε πώς δέν ἐμποροῦσε νὰ τὴν πάρει ἄλλος άπ’αὐτόν πού γιά κεῖνον τήν κλέψανε…..
Τά παρακάτω ἑδά πῶς νὰ σᾶς τά πῶ πού τό λογικό μου σαλεύει καί θά σαλέψει καί τό δικό σας πού θά τά μάθετε, κι ἡ πένα µου σάν νά μήν θέλει νά τά γράψει.
Ἀνάμεσα σέ δυό πέτρες ἐβάλανε τήν κεφαλή τσῆ κοπελιᾶς κι ἕνας τσῆπέτρωνεν τά μαλλιά τζη έτσά πού νά μήν μπορεῖ νά ταράσει καθόλους τήν κεφαλή τζη. Δυό ἄλλοι σέ σχῆμα Χριστοῦ τοῦ Ἐσταυρωμένου τσῆ πλακώ- νανε τά χέρια τζη δεξιά ζερβά. Οί γι ἄλλοι δυό παραλάβανε τά πόδια τζη' ἕνας ἐβάστανε τόν ἕναν τζη πόδα μέ τή χέρα ντου καί τόν
ἔσερνε ν᾽ ἀνοίγει σέ μιά μεριά κι ἄλλος τά ἴδια ντου μέ τόν ἄλλον τζη πόδα, μόνον πῶς ὁ δεύτερος ἐτοῦτος εἶναι ὁ ἴδιος πού μοῦ τά δηγἄται
Σέ τούτη τὴν στάση μέ τούτη τὴν κατάσταση, κολλημένη ἡ ράχη τζη στό χῶμα, βγῆκεν ἀπάνω τζη τ᾽ ἀθρωπόμορφο κτῆνος κι ἐξετέλεσεν την κατάκτησή τζη μπροστά στά μάτια τῶν άλλωνῶν πού τοῦτοι τουλάχιστον δὲν ἤτανε κτήνη ἥ κάτι χειρότερο! Ἑτοῦτοι ἤσανε ἄνθρωποι! Λίγες μέρες τήν κρατήξανε έτσά στο βουνό, μετά τήν
κατεβάσανε στο χωριό κι ἦρθεν ἡ μάνα τζη πού µήν θέλοντας νά βασανίζουνε ἄλλο το μονάκριβό τζη παιδί έδωκενε τήν ἄδεια καί τσί στεφανώσανε ἑπίτόπου. Έφύγανε μετά στό χωριό ντωνε κι εἷνιαι λίγοι χρόνοι ἀπὸ τότες, μά. θαρρῶ πώς ἄκουσα κανέναν κι εἰπενε πώς δέν τά βρήκανε, καί δέν τά πηγαίνουνε καλά μεταξύ τους. Μπορεῖ νά
συνεχίζεται καί τό ξυλοφόρτωμα, μά τοῦτα τά λέω μ᾽ έπιφύλαξη.Ἄκουσα…
Χτύπησε τον απαγωγέα της με ένα μπουκάλι
Στα 1930, σε ορεινό χωριό της Κρήτης, η κοπέλα 18 ετών ανήλικη, ο γαμπρός 45. Δεν τον ήθελε η νύφη, την απήγαγε με το ζόρι με άλλους δύο, την πήγαν σε άλλο χωριό, στο Φαράζου (μετόχι πάνω από το Γαράζο, απέναντι από τα Απλαδιανά). Η νύφη αρχικά είπε ότι δέχεται να τον παντρευτεί αφού φοβόταν για τη ζωή της. Όταν έμειναν μόνοι τους, τον χτύπησε με ένα μπουκάλι. Ο γαμπρός λιποθύμησε και το έσκασε από ένα φεγγίτη, σε ύψος 3.5 μέτρα από το έδαφος και εξαφανίστηκε. Την έψαξαν, αλλά είχε γίνει καπνός… Επέστρεψε στο χωριό της, έγινε μήνυση και δικάστηκαν τέσσερα χρόνια φυλακή ο καθένας από τους απαγωγείς. Στο εφετείο αθωώθηκαν.
Η απαγωγή της Στασούλας από την Πόμπια
Αμέσως μετά την κατοχή υπήρξε η απαγωγή της Στασούλας από την Πόμπια. Η Αναστασία Συγγελάκη, 20 ετών, κόρη πλούσιου μεγαλέμπορα και πρώτου
ξαδέλφου του στρατηγού Κατεχάκη, έπεσε θύμα απαγωγής στις 22 Αυγούστου 1946. Σύμφωνα με ιδιόχειρες σημειώσεις της, την ημέρα εκείνη μάζευαν σταφύλια από το αμπέλι τους στην Πόμπια. Είχαν εργάτες, και γύρω στις 10 το βράδυ εμφανίστηκαν τρεις παλληκαράδες,
αδέλφια από τα Σφακιά. Ο μεγαλύτερος, 40 ετών, είχε μόλις αποφυλακιστεί για φόνο. Με την απειλή όπλου ανάγκασαν τον πατέρα της να τους παραδώσει την Αναστασία, την έβαλαν πάνω σε ένα άλογο και την μετέφεραν στα Σκούρβουλα, πάνω από τη Γαλιά, σε φιλικό τους σπίτι.
Η αστυνομία κινητοποιήθηκε αμέσως. Σύμφωνα με τις σημειώσεις της, το πρώτο βράδυ κοιμήθηκε μόνη της στα Σκούρβουλα. Στη συνέχεια, την οδήγησαν μέσα από τα βουνά μέχρι τις 25 Αυγούστου,
ημέρα Κυριακή, όπου τη βίασε σε ένα ρυάκι. Εκεί τραυματίστηκε στο πόδι και την πήγαν σε έναν γιατρό στη Γέργερη, ο οποίος την
περιέθαλψε υπό απειλή να μην μιλήσει.
Οι απαγωγείς κατέφυγαν στο δάσος του Ρούβα, ενώ η αστυνομία, έχοντας πληροφορηθεί τη διαδρομή τους, συνέχισε τις έρευνες. Συνελήφθησαν συγγενείς των δραστών, οι οποίοι κρατήθηκαν ως
διαπραγματευτικό μέσο. Τελικά, στις 13 Σεπτεμβρίου 1946, η αστυνομία επέστρεψε την Αναστασία στο σπίτι του στρατηγού Κατεχάκη στο Ηράκλειο. Ο πατέρας της την παρέλαβε, αφού πρώτα
εξετάστηκε από γυναικολόγο για επιβεβαίωση του βιασμού. Στην Πόμπια χτύπησε η καμπάνα του Αγίου Γεωργίου, και η Αναστασία βγήκε στο μπαλκόνι για να ευχαριστήσει τους χωριανούς της.
Το δικαστήριο πραγματοποιήθηκε στα Χανιά στις 13 Μαΐου 1947. Συμπαραστάτης της οικογένειας, εκτός των άλλων, ήταν και ο Μητροπολίτης Ειρηναίος Γαλανάκης. Ο απαγωγέας καταδικάστηκε σε
δύο χρόνια φυλάκιση. Ωστόσο, ο πατέρας της Αναστασίας δέχθηκε συνεχείς απειλές για τη ζωή του και αναγκάστηκε να αποσύρει την
αγωγή.
Η Αναστασία έφυγε από την Κρήτη για τέσσερα χρόνια και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Το 1954 παντρεύτηκε τον Ρούσο Αλιφιεράκη, αντισυνταγματάρχη, και απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Σήμερα, τα παιδιά της είναι εδώ μαζί μας, και ευχαριστώ ιδιαίτερα την κόρη της, ιατρό Πολύμνια, που μου εμπιστεύτηκε την ιστορία της μητέρας της.
Η απαγωγή της Τασούλας
Θυμηθείτε την απαγωγή της Τασούλας Πετρακογιώργη κόρη του αρχηγού της Εθνικής Αντίστασης Κρήτης και βουλευτή της Φιλελεύθερης παράταξης Γεωργίου Πετρακογιώργη από τον Κουντόκωστα (Κωνσταντίνο Κεφαλογιάννη) αδελφό του βουλευτού Εμμανουήλ Κεφαλογιάννη του Λαϊκού κόμματος, τον Αύγουστο του 1950 .
Η απαγωγή έγινε όταν η Τασούλα έβγαινε από τον κινηματογράφο ΟΑΣΗ του Ηρακλείου και την μετέφερε στον Ψηλορείτη.
Έγινε άρση 9 άρθρων του συντάγματος ,επιβολή στρατιωτικού νόμου σε δύο νομούς Ηρακλείου και Ρεθύμνου ,παρέμβαση Αρχιεπισκόπων Ελλάδος και Κρήτης ,προληπτική λογοκρισία, κήρυξη του Ψηλορείτη σε “νεκρή ζώνη” και στρατιωτική κινητοποίηση για να αποφευχθεί η αιματοχυσία.
Ο γάμος έγινε στην μονή Δισκουρίου ο γαμπρός συνελήφθη έμεινε δυο μήνες φυλακή. Η προσωπική μου άποψη μετά από έρευνα είναι ότι η απαγωγή ήταν ακούσια, άλλωστε ο γάμος
κράτησε μόλις τρεις μήνες και το δικαστήριο τον ακύρωσε με την αιτιολογία ότι η νύφη ήταν ανήλικη. Στην συνέχεια και οι δύο παντρεύτηκαν και έκαναν τις δικές τους οικογένειες με πολύ αξιόλογα παιδιά .
Την πυροβόλησε έξω από την εκκλησία
Στη δεκαετία του 1950 περίπου, σε χωριό της Μεσαράς, νεαρός με καταγωγή από ορεινό χωριό του Ρεθύμνου, ζήτησε σε γάμο μία κοπέλα
όμορφη και δυναμική. Οι γονείς της κοπέλας αρνήθηκαν, οπότε ο νεαρός πλήρωσε μία ομάδα νεαρών από την ορεινή Κρήτη και πήγαν
στο χωριό. Μπήκαν στο σπίτι από την ανηφορά (καμινάδα) και έκλεψαν την κοπέλα, η οποία αρνιόταν και φώναζε. Τη μετέφεραν στα ορεινά της Κρήτης, όπου τη βίασε ο γαμπρός, ενώ της κρατούσαν τα χέρια και τα πόδια δύο από την ομάδα.
Στη συνέχεια, και αφού είχαν περάσει έξι μήνες, θεωρήθηκε ότι είχαν ηρεμήσει τα πνεύματα. Κατέβηκε το ζευγάρι στο Ηράκλειο μαζί με τους
γονείς του γαμπρού για να της ψωνίσουν χρυσαφικά και ρούχα. Κάποια στιγμή, καθόντουσαν σε ένα καφενείο για καφέ και η κοπέλα ζήτησε να πάει στην τουαλέτα. Κατάφερε να διαφύγει από το φεγγίτη του WC.
Επιστρέφει πίσω στο χωριό της. Ο γαμπρός επανέρχεται στο χωριό της νύφης. Ήταν Κυριακή πρωί και την περίμενε να βγει από την εκκλησία,
την πυροβόλησε. Δύο σφαίρες την βρήκαν στην πλάτη. Ευτυχώς επέζησε και ο ίδιος καταδικάστηκε σε 15 χρόνια φυλάκισης. Όταν
αποφυλακίστηκε, αυτοεξορίστηκε στη Σητεία. Η κοπέλα παντρεύτηκε από άλλο χωριό, αφού οι δικοί της πλήρωσαν πολλές χρυσές λίρες τον
γαμπρό και σήμερα έχει φτιάξει μία πολύ όμορφη οικογένεια.
Η αρπαγή της “πιο όμορφης γυναίκας των Ανωγείων”
Άλλη περίπτωση, και εδώ θα ήθελα να ευχαριστήσω τον τέως Δήμαρχο του Ρούβα, Φανούρη Οικονομάκη, που μου την εμπιστεύθηκε και
αφορά την πεθερά του. Την καταγραφή έχει κάνει ο γιος του Φανούρη, Λεωνίδας “Θυμάμαι ότι δεν ξαφνιάστηκα, μου φάνηκε σχεδόν φυσιολογικό το ότι η Ελένη υπήρξε όχι μόνο η πιο όμορφη αλλά και η πιο γλυκιά γυναίκα των Ανωγείων. Εγώ έτσι την έβλεπα άλλωστε και έτσι θα την θυμάμαι. Την θέλανε διάφοροι στο χωριό, αλλά η οικογένειά της είχε άλλα σχέδια. Ήθελαν να την στείλουν να παντρευτεί στην Αμερική, όπου υπήρχε ένας μακρινός συγγενής με χρήματα και ανάλογες διασυνδέσεις. Την ήθελε και ο Γιαννακόκωστας, μάλιστα είχε πέψει να την ζητήσουνε κιόλας, χωρίς να λάβει απάντηση. Ήταν πάμπτωχος και κοιλιάρφανος και καμιά δεκαπενταριά χρόνια μεγαλύτερος επίσης. Μια μέρα, που η Ελένη πήγαινε στην αδελφή της τη Μπεμπέκα να φέρει νερό από τα Δανούζα, την πηγή έξω από το χωριό, ο Γιαννακόκωστας την παραφύλαξε και την έκλεψε, την απήγαγε δηλαδή.Την παντρεύτηκε σε ένα άλλο χωριό όπου βρήκε καταφύγιο και μετά από κινηματογραφική καταδίωξη το ζευγάρι συνελήφθη τελικώς από τις αρχές, οπότε και η Ελένη έπρεπε να πει το μεγάλο “ναι” ή το μεγάλο “όχι” όταν σημαδεύοντας τον Γιαννακόκωστα με το όπλο, οι διώκτες τους τη ρώτησαν εάν είχε πάει με τη θέλησή της. Τη ρώτησα και εγώ μετά από χρόνια. Με κοίταξε και μου είπε: ”Μικρή ήμουνα για παντρειά, αλλά τονε σημαδεύανε με τα όπλα, ίντα θέλα πω". Λέγεται
ότι όταν μαθεύτηκε η κλεψιά στο χωριό, δύο άλλοι νεαροί της εποχής, οι οποίοι επίσης υπήρξαν ερωτευμένοι με την Ελένη, άρα και αντίζηλοι,
συναντήθηκαν τυχαία στο δρόμο και ο ένας είπε στον άλλο την εξής μαντινάδα: "Έχασα εγώ, έχασες εσύ, ε χάσαμε και οι δυο μας, επήρε ο Γιαννακόκωστας το φως των αμαθιών μας”.
Η οικογένεια της για καιρό δεν την συγχωρούσε το ”άμάρτημά”της και είχε κόψει κάθε επικοινωνία μαζί της, παρότι ζούσε λίγα σπίτια
παραπάνω. Την ”συγχώρεσαν” για το ”άμάρτημα” που δεν διέπραξε, μόνο όταν γεννήθηκε το πρώτο παιδί του Γιαννακόκωστα και της Κοζολένης η μάνα μου.
Ο γαμπρός που «κουκούβιζε» και ο παπάς που σημάδευαν με τα όπλα
Άλλη περίπτωση από την Πάνω Ρίζα, μου την εξιστορεί ιερέας από τους πλέον δραστήριους και σοβαρούς που έχουμε στην Κρήτη. Ο πατέρας έπιασε την κόρη του με έναν νεαρό και ζήτησε από τον ιερέα να τους παντρέψει. Ο ιερέας αρνήθηκε και αυτός απευθύνθηκε σε άλλον παπά από άλλο χωριό, που και αυτός αρνήθηκε, αλλά με την απειλή του όπλου, τέλεσε, τελικά, το μυστήριο. Ο γαμπρός, ωστόσο, είχε μετανιώσει και δεν ήθελε τον γάμο. Ο γάμος έγινε, ενώ δύο άντρες κρατούσαν τον γαμπρό και αυτός κουκούβιζε για να μην του βάλουν τα
στέφανα. Σήμερα του έχει μείνει το παρατσούκλι "Κούβος" επειδή
κοκούβιζε την ώρα του γάμου!
Σε άλλη παρόμοια περίπτωση, όπου ο παπάς αρχικά αρνήθηκε να τελέσει το μυστήριο, τελικά αναγκάστηκε, αφού σημαδευόταν με όπλα καθ’ όλη τη διάρκεια τέλεσης του μυστηρίου από συγγενείς του
γαμπρού και, μάλιστα, του ζητούσαν να τελειώνει γρήγορα το μυστήριο.
Καπετανιανά : Ο βοσκός έκλεψε το φουστάνι της και θεωρήθηκε «ατιμασμένη»
Μια άλλη ακραία περίπτωση στα Καπετανιανά μου την διηγείται ο Γιώργης Σταματάκης .
Ένας ήθελε μία κοπελιά που και η κοπέλα ήθελε, αλλά οι γονείς αρνιόταν. Δεν ήταν δυνατό να γίνει κλεψιά, είχε και πολλά αδέλφια που την φύλαγαν. Τότε, ο νεαρός που την είχε βάλει στο μάτι, πήγε και της έκλεψε το φουστάνι από τον απλωτό. Το πήγε στο βουνό και γλέντησε το φουστάνι. Έγινε γνωστό, αφού και άλλοι βοσκοί είδαν το φουστάνι.
Έγιναν φασαρίες, αλλά το φουστάνι δεν το επέστρεψε ο βοσκός. Η κοπέλα αυτή δεν παντρεύτηκε ποτέ, διότι θεωρούνταν ατιμασμένη, οι βοσκοί έλεγαν ότι δεν έμεινε βοσκός να μη δει το φουστάνι της στα όρη και ότι το φουστάνι της είναι ακόμα στα όρη και αυτή θέλει παντρειά!
Από τον Κρουσώνα στα Καλέσα με στολές χωροφυλάκων
Σε άλλη περίπτωση, στο Μαλεβίζι, ένας νεαρός από τον Κρουσώνα που ήταν κοντός και όχι εμφανίσιμος, είχε βάλει στο μάτι μία όμορφη κοπέλα από το διπλανό χωριό, τα Καλέσα. Απευθύνθηκε, λοιπόν, σε πέντε γεροδεμένους συγχωριανούς του, με λίγο μυαλό όμως, ώστε να κάνουν την απαγωγή για λογαριασμό του. Οι νεαροί διέρρηξαν τον
σταθμό Χωροφυλακής Κρουσώνα και πήραν τις στολές των χωροφυλάκων τις οποίες και φόρεσαν. Μεταμφιεσμένοι έφτασαν στα Καλέσα και στο σπίτι της κοπέλας. Ο πατέρας της κοπέλας, στη θέα των χωροφυλάκων, και αφού αυτοί του ανέφεραν ότι πρόκειται για έρευνα, άνοιξε την πόρτα και αυτοί έκλεψαν την νύφη και τη μετέφεραν στην τοποθεσία Μαγγαφούρι, στα Κρουσανιώτικα βουνά. Εκείνη φώναζε, αρνιόταν και στην απελπισία της ζήτησε από έναν από τους απαγωγείς της να την πάρει αυτός, καθώς ο άλλος δεν ήταν εμφανίσιμος και δεν τον ήθελε. Όμως, αυτός αρνήθηκε και μπροστά στην απειλή του θανάτου ότι θα την έριχναν σε παρακείμενο τάφο, η κοπέλα ενέδωσε να παντρευτεί και σήμερα έχει μία όμορφη οικογένεια. Ένας από τους απαγωγείς αυτής της ιστορίας, οργάνωσε και την απαγωγή της δικής του γυναίκας.
Οι οπλοφόροι την έκλεψαν μπροστά στον αρραβωνιαστικό της
Η κοπέλα από το Ασήμι, όμορφη και ευκατάστατη, ο πατέρας της αναγκάστηκε να την εγκαταστήσει στο Λουτράκι Μαλεβιζίου, σε
συγγενικό του σπίτι, καθώς φοβόταν ότι θα την κλέψουν από το Ασήμι .
Στο Λουτράκι όμως την είδε ένας νεαρός Κρουσανιώτης του άρεσε και τη ζήτησε σε γάμο. Ο πατέρας της αρνήθηκε, και την πήρε αμέσως πίσω στο Ασήμι και την αρραβώνιασε, φοβούμενος ότι θα την απαγάγουν.
Ο νεαρός Κρουσανιώτης οργάνωσε ομάδα και, με οπλοφόρους, έφτασαν στο Ασήμι, όπου έκλεψαν την κοπέλα ενώ ήταν στο σπίτι της όλη η οικογένειά της και ο αρραβωνιστικός της. Την μετέφεραν στον Κρουσώνα και την παντρεύτηκε χωρίς τη θέλησή της. Έκαναν δύο παιδιά και, ενώ ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδί, ο άντρας της
σκοτώθηκε και την άφησε χήρα με δύο παιδιά, τα οποία ανάθρεψε μόνη της. Σήμερα, έχουν και τα δύο παιδιά τις δικές τους οικογένειες .
Έπεσαν πυροβολισμοί αλλά η απαγωγή απέτυχε
Άλλη περίπτωση ,στα μέσα του 1950 και στη βάπτιση του αδερφού μου, η νονά του ήταν ωραία γυναίκα, από εύπορη οικογένεια και αρραβωνιασμένη από γειτονικό χωριό. Κατά τη διάρκεια της βάπτισης, έγινε απόπειρα να απαγάγουν την νονά . Βγήκαν τα όπλα, έπεσαν πιστολιές και έγινε σύρραξη.
Ευτυχώς, χωρίς σκοτωμούς, η απαγωγή απέτυχε.
Στο Μαλεβίζι, ένας νεαρός έκλεψε ανήλικη κοπέλα παρά τη θέλησή της, τη μετέφερε στα Χανιά στο σπίτι μίας θείας του. Η θεία
πληροφορήθηκε ότι η νύφη δεν ήθελε τον γαμπρό. Ειδοποίησε τον πατέρα της νύφης, ο οποίος πήγε στα Χανιά με ομάδα οπλοφόρων. Εν
τω μεταξύ, ενημερώθηκε ο γαμπρός, ο οποίος είχε τη δική του ομάδα
και αυτή με όπλα. Για να αποφευχθεί η σύγκρουση, ο πατέρας ζήτησε
να μιλήσει με την κόρη του και, αν αυτή του έλεγε ότι τον θέλει, θα την
άφηναν και θα έφευγαν. Η κοπέλα δήλωσε ότι δεν τον θέλει και,
ευτυχώς, όλα έληξαν ομαλά, παίρνοντας ο πατέρας την κόρη του στο
Ηράκλειο.
Η ιστορία μιας κοπελιάς που έκλεψε τον άνδρα
Έχουμε και μία ιδιαίτερη κλεψιά, μόνο που αυτή τη φορά η κοπελιά
έκλεψε τον άντρα. Αυτήν την περίπτωση μου τη διηγείται η ίδια η νύφη στα Καπετανιανά. Τυχαίνει να είναι και αδερφή του Γιώργου Σταματάκη.
Το 1988, η Ασπασία (Σούλα) Σταματάκη, αδελφή του Γιώργη 18 χρόνων , η οικογένεια του γαμπρού δεν την ήθελαν για νύφη γιατί δεν ήταν πλούσια, ενώ ο γαμπρός ήταν πλούσιος και το ζευγάρι ήταν τρελά ερωτευμένο. Ο γαμπρός άνω των 20, καταγόταν από το γειτονικό χωριό Λούκια. Κινητά τηλέφωνα εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν, υπήρχε όμως το κοινοτικό τηλέφωνο που ήταν, όμως, στο καφενείο του χωριού.
Μιλούσαν στον τηλέφωνο του χωριού, και τα νέα του ζευγαριού ήταν γνωστά αμέσως όχι μόνο στο χωριό αλλά και σε όλα τα χωριά της περιοχής. Η οικογένεια της νύφης ζήτησε σε γάμο τον γαμπρό, του οποίου η οικογένεια αρνήθηκε. Η οικογένεια της νύφης τον ήθελε, διότι ήταν καλό παιδί και είχε και περιουσία. Ο πατέρας της νύφης θίχτηκε,
το θεώρησε προσβολή ,θύμωσε και απαγόρευσε στην κόρη του οποιαδήποτε επικοινωνία με τον νεαρό . Η μητέρα της και τα αδέρφια
της συμφώνησαν για την απαγωγή του γαμπρού. Η απαγωγή έγινε με πρωταγωνιστικό ρόλο να παίζει ο Γιώργος Σταματάκης, που απήγαγε το ζευγάρι και το μετέφερε στο μετόχι τους στον Αγ. Ιωάννη για έναν μήνα περίπου και, μετά από έξι μήνες, έγινε ο γάμος! Παρά λίγο να γίνει και επεισόδιο από συγγενείς της νύφης, επειδή αρχικά διαδόθηκε ότι έκλεψε την νύφη ο γαμπρός και δεν ήξεραν που την έχει.
«Έκλεψε» τον πρώτο του έρωτα από το Ζαρό σε ηλικία 85 χρονών
Στον Κρουσώνα, αρχές του 2000, έχουμε μία ιδιαίτερη περίπτωση κλεψιάς. Λόγω έρωτα, ο γαμπρός περίπου 85 ετών και η νύφη
αντίστοιχης ηλικίας από τον Ζαρό. Ο γαμπρός είχε ξαναπαντρευτεί και είχε κάνει και εφτά παιδιά. Μετά τον θάνατο της γυναίκας του ήθελε να ξαναπαντρευτεί, αλλά τα παιδιά του αντιδρούσαν. Αποφάσισε λοιπόν να κλέψει τη γυναίκα των ονείρων του που ήταν κοντά στα 85 χρονών .
Για την ιστορία, να πούμε ότι πριν παντρευτεί τη γυναίκα του, που έκανε και τα εφτά παιδιά, είχε σχέση με μια κοπέλα που, για άγνωστους λόγους, δεν παντρεύτηκαν. Αυτός στη συνέχεια παντρεύτηκε, αυτή, όμως, όχι. Είχε μείνει πιστή στον πρώτο της έρωτα και ήλθε η ώρα, αφού η γυναίκα του πέθανε, να την ζητήσει σε γάμο. Τα παιδιά του αρνήθηκαν και, αφού δεν είχε άλλη επιλογή, έκλεψε την πρώτη του αγάπη και την παντρεύτηκε. Να σημειώσουμε ότι στα νιάτα του ήταν αντάρτης και δεν λογάριαζε και πολλά, ούτε έπαιρνε από λόγια.
Λέγεται, μάλιστα, ότι πριν τον γάμο πήγε στον τάφο της γυναίκας του και της ζήτησε συγγνώμη.”