Η κ. Μαρία Παναγιωτάκη
Η κ. Μαρία Παναγιωτάκη

Ήταν πάντα ένας πρόθυμος ώμος για να ακουμπήσει όποιος το χρειαζόταν. Το πρόσωπο- κλειδί όποτε ένα σχολείο περνούσε κρίση, σε υποθέσεις εκφοβισμού, προβληματισμούς εφήβων, εθισμούς ακόμα και απόπειρες αυτοκτονίας, ήταν η ψυχολόγος-κοινωνιολόγος, υπεύθυνη του Συμβουλευτικού Σταθμού Νέων Ν. Ηρακλείου, κ. Μαρία Παναγιωτάκη.

Τις επόμενες βδομάδες, όμως, αναμένεται το πρόσωπο αυτό να «εκδιωχθεί» από τις δομές εκπαίδευσης αφού με την εφαρμογή του θεσμού των Κέντρων Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης καταργούνται οι Συμβουλευτικοί Σταθμοί Νέων.

Η κ. Παναγιωτάκη αναφέρει στην «Π» πως δεν προβλέπεται να υπάρξει ανάλογη δομή και δε θα γίνονται παρεμβάσεις και συνεδρίες σε σχολεία ή με μαθητές.

Για τις υπάρχουσες δομές έχει δοθεί μία παράταξη έξι μηνών, όμως, αναμένεται να χαθούν από το προσκήνιο μέχρι το τέλος Νοεμβρίου ή στις αρχές Δεκεμβρίου.

Σε μήνυμά της, η κ. Παναγιωτάκη αναφέρει μεταξύ άλλων πως «δίχως ποτέ να γίνει μια ουσιαστική, ποιοτική αξιολόγηση των Συμβουλευτικών Σταθμών Νέων (είναι άγνωστη η τύχη των μακροσκελών, λεπτομερών και πολυσύνθετων απολογιστικών στοιχείων που οι Υπεύθυνοι κατέθεταν ετησίως), η πολιτεία κατέφυγε σε μια ανορθόδοξη, οριζόντια περικοπή, ακρωτηριάζοντας το βασικό μοχλό της δημόσιας εκπαίδευσης για την αντιμετώπιση των ψυχολογικών και κοινωνικών προβλημάτων που επέφερε η πολυεπίπεδη κρίση.

Ο εκμηδενισμός της δομής ολοκληρώθηκε με την αφομοίωσή της στο νέο σχήμα, το υδροκέφαλο ΚΕΣΥ (Κέντρο Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης). Πρώτιστο ωστόσο μέλημά του θα είναι αφενός μεν η διάγνωση των μαθησιακών δυσκολιών και οι  εκδόσεις των σχετικών γνωματεύσεων (βλ. ΚΕΔΔΥ), αφετέρου δε ο επαγγελματικός προσανατολισμός.

Και  η  κάλυψη των ψυχοκοινωνικών αναγκών της μαθητικής κοινότητας; Η προαγωγή της ψυχικής υγείας και ανθεκτικότητας; Η στήριξη εκπαιδευτικών και γονέων; Οι παρεμβάσεις στην κοινότητα;

Φαίνεται ότι η Πολιτεία θεωρεί στην καλύτερη περίπτωση ότι η νέα δομή μπορεί να διαχειριστεί τα πάντα και στη χειρότερη ότι οι παραπάνω ανάγκες – που μέχρι πρότινος κάλυπταν οι Συμβουλευτικοί Σταθμοί Νέων – έπαψαν ξάφνου να αποτελούν προτεραιότητα.  Κι αν ισχύει η πρώτη εκδοχή, τότε θα έπρεπε η επιλογή των προϊσταμένων της νέας δομής να γίνει με ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή και όχι πρόχειρα και αίολα όπως τελικά αποδείχτηκε».

Παραθέτει, ακόμα, τα εξής ερωτήματα:

«- Γιατί η Πολιτεία δεν αξιοποιεί στη γενική και ειδική αγωγή τους εκπαιδευτικούς που διαθέτουν επιπρόσθετο τίτλο ψυχολογίας, παρά τις δικές τους σχετικές προτάσεις, δίχως μάλιστα καμία επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού;

Η διττή ιδιότητα του εκπαιδευτικού-ψυχολόγου, δύναται να συγκεράσει την απαραίτητη κλινική εμπειρία για τη διαχείριση μειζόνων περιστατικών εντός της σχολικής κοινότητας και παράλληλα τη θεώρηση των περιστατικών αυτών βάσει των προτεραιοτήτων του σχολικού περιβάλλοντος.

– Πώς μπορούν να παρακάμπτονται αγκυλώσεις όπως «δεν υπάρχει ΠΕ23-ψυχολόγων στη Γενική Αγωγή» (αιτία άρνησης απόδοσης Β΄ ειδικότητας ΠΕ23 σε εκπαιδευτικούς), όταν πρόκειται να εισαχθούν ψυχολόγοι στα ΕΠΑΛ;

– Με ποια λογική η εξειδίκευση των εκπαιδευτικών α) στη συμβουλευτική και β) στον επαγγελματικό προσανατολισμό  αποδεικνύεται μεταξύ άλλων (166516/ ΓΔ4 Υπουργική Απόφαση, ΦΕΚ Β 4518/16-10-18, που εκδόθηκε δύο μόλις μέρες πριν την ανακοίνωση των πινάκων των υποψηφίων!) από την τριετή τουλάχιστον προϋπηρεσία σε δομές επαγγελματικού προσανατολισμού του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων (ΚΕΣΥΠ, ΓΡΑΣΕΠ, ΓΡΑΣΥ) και όχι κι από την προϋπηρεσία στην κατεξοχήν δομή συμβουλευτικής, τους Συμβουλευτικούς Σταθμούς Νέων;

– Γιατί προτάσσεται ο επαγγελματικός προσανατολισμός – ως τομέας εξίσου σημαντικός με την ειδική αγωγή – σε μια δομή ψυχικής υγείας όπου θα ήταν απολύτως λογικό και απαραίτητο να δίδεται χώρος πρωτίστως στην Ψυχολογία και τη Συμβουλευτική;

Αναζητούνται απαντήσεις κι ένα αδειανό πουκάμισο».