Τα χρόνια της 10ετίας του ‘60 και του ’70, όταν στο Ηράκλειο οι κατεδαφίσεις διατηρητέων μνημείων και αξιόλογων αρχιτεκτονικά κτισμάτων γίνονταν με συνοπτικές διαδικασίες, η αναστήλωση του καμπαναριού του Αγίου Μηνά, που είχε υποστεί βαρύτατα πλήγματα ως προς τη στατικότητα του, αποτέλεσε ένα θαύμα!
Όχι μόνο επειδή η αποκατάσταση έγινε χωρίς το κωδωνοστάσιο να κατεδαφιστεί, όπως αρχικά είχε αποφασιστεί, αλλά και γιατί το εξαιρετικά σύνθετο και υψηλού ρίσκου επικινδυνότητας εγχείρημα έγινε χειρωνακτικά σε ύψος 32 μέτρων και στηρίχθηκε σε μια συγκροτημένη μελέτη που με τα ελάχιστα τεχνικά μέσα της εποχής κατάφερε να προφυλάξει το μνημείο.
Η μεγάλη αυτή παρέμβαση φέρει τη σφραγίδα δύο σπουδαίων συμπολιτών μας του πολιτικού μηχανικού Μανόλη Βασιλάκη, που έχει προσφέρει με όλες του τις δυνάμεις στο Ηράκλειο από διαφορετικά μετερίζια, και του αείμνηστου και αξέχαστου σε όλους μας αρχιτέκτονα Γιάννη Περτσελάκη, που σε όλη τη διαδρομή της ζωής του απέδειξε την ανεξάντλητη αγάπη του για την πόλη μέσα από την πλούσια και πολυεπίπεδη δράση του.
Η απόφαση των δύο πολύ σημαντικών αυτών ανθρώπων να μην συμβιβαστούν στην επιλογή της κατεδάφισης, αλλά να επιλέξουν τη βασανιστική διαδρομή της διατήρησης του καμπαναριού του Μητροπολιτικού Ναού, και της αποκατάστασής του αποκτά έναν ιδιαίτερο συμβολισμό στις μέρες μας που με περίσσια ευκολία σπουδαία μνημεία και κτίρια ισοπεδώνονται…
Ο Μητροπολιτικός Ναός του Αγίου Μηνά που αποτελεί ένα εμβληματικό μνημείο για την πόλη, είχε υποστεί βαρύτατες φθορές από δύο ισχυρότατους σεισμούς που είχαν χτυπήσει το Ηράκλειο, το 1926 και το 1935. Τα πλήγματα αυτά ισχυροποιήθηκαν από τις καιρικές συνθήκες συνδυαστικά με τους ισχυρούς ανέμους και τα άλατα που ερχόντουσαν από τη θάλασσα είχαν σαν αποτέλεσμα τη συνεχή διάβρωση των δομικών του στοιχείων. Κάποιες από τις πέτρες που στήριζαν το κωδωνοστάσιο είχαν πάρει στροφή και είχαν μετατοπιστεί, άλλες είχαν αποκολληθεί, και άλλες είχαν ραγίσει.
Οι σιδερένιοι σύνδεσμοι που ένωναν τις πέτρες σε πολλά σημεία είχαν αποκαλυφθεί, με αποτέλεσμα να διαστέλλονται από την οξείδωση του σιδήρου… Ο τότε πρωτοπρεσβύτερος του ναού, αείμνηστος πατήρ Αντώνιος, αποφάσισε να δώσει λύση και με απόφαση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, δρομολόγησε τις διαδικασίες για την αποκατάσταση του, αφού εξασφάλισε τα σχετικά κονδύλια.
Όπως περιγράφει με δηλώσεις του στην «Π» ο Μανόλης Βασιλάκης, «τα δύο κωδωνοστάσια παρουσίαζαν μεγαλύτερες φθορές από κάθε άλλο τμήμα του Ναού. Τον Μάρτιο του 1974 το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο δημοσίευσε πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την εκπόνηση της μελέτης «Καθαίρεση και ανακατασκευή των κωδωνοστασίων από το Α’ γείσωμα και άνω». Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι είχε αποφασιστεί να καθαιρεθεί και να φτιαχτεί από την αρχή όλο το κωδωνοστάσιο, ώστε να αποκατασταθεί η λειτουργία του.
Το μοναδικό μελετητικό γραφείο που ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση ήταν αυτό που αποτελούσαν ο αείμνηστος αρχιτέκτων Γιάννης Περτσελάκης και οι πολιτικοί μηχανικοί Μανόλης Βασιλάκης και Νίκος Βασιλάκης».
Σύμφωνα με τον κ. Μ. Βασιλάκη, επειδή στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο δεν υπήρχε παρέμβαση από την Αρχαιολογία, γιατί το κτίσμα ήταν μετά το 1830, η επιλογή της καθαίρεσης ή όχι εξαρτιόταν από τον «πατριωτισμό» των μελετητών. Στο πλαίσιο αυτό συντάχθηκε μια μελέτη στην οποία είχε ουσιαστική συνδρομή ο καθηγητής ΕΜΠ Θ. Τάσσιος από τον οποίο δεχτήκαμε έναν καταιγισμό πληροφοριών και ιδεών όταν για πρώτη φορά ανεβήκαμε μαζί στο κωδωνοστάσιο για να εκτιμήσουμε την κατάσταση. Επίσης στη σύνταξη της μελέτης βοήθησαν και άλλοι παλαιοί μηχανικοί, όπως ο Νίκος Μεταξάκης, ο Γιώργος Κασιμάτης και ο Χαρίτος Παπαδάκης.
Αντίστοιχα ο Γιάννης Περτσελάκης με τη βοήθεια του Μανόλη Κατζηλάκη έκαναν αποτύπωση πέτρα πέτρα καταγράφοντας με χειρουργική ακρίβεια κάθε πρόβλημα του κωδωνοστασίου, το οποίο μελετήθηκε ενδελεχώς. “Στο πλαίσιο αυτό δομήθηκε η πρότασή μας να μην κατεδαφιστούν τα κωδωνοστάσια αλλά να αντικατασταθούν και να συμπληρωθούν όλες οι πλάκες και να τοποθετηθούν νέοι σύνδεσμοι ανοξείδωτου χάλυβα σε αντικατάσταση των σιδερένιων. Ήταν μια πρωτότυπη λύση, που προφύλασσε το μνημείο από την καθαίρεση, δεν επηρέαζε καθόλου την εξωτερική του εικόνα και παράλληλα ικανοποιούσε όλες τις απαιτήσεις του αντισεισμικού υπολογισμού.
Η μελέτη ολοκληρώθηκε το 1978 και οι εργασίες στα κωδωνοστάσια έγιναν στο διάστημα 1979-82 από την κοινοπραξία των μηχανικών Ευ. Φωτεινάκη, Μ. Κουμπενάκη, Μ. Μαραγκάκη και του εμπειροτέχνη εργολάβου Γ. Καστρινάκη αλλά και έμπειρων τεχνητών λιθοξόων της εποχής” αναφέρει ο κ. Μ. Βασιλάκης.