πρατήριο βενζίνης

Προσπάθειες για πλήρη διάλυση των μικρών και μικρομεσαίων πρατηριούχων καταγγέλλουν οι επαγγελματίες του κλάδου, με φόντο τη νέα υποχρέωση τους να προχωρήσουν σε απογραφή των πρατηρίων τους.

Τη στιγμή που πάνω από τα μισά πρατήρια έχουν περάσει στα χέρια μεγάλων εταιρειών και που οι περιορισμοί των περιθωρίων κερδών έχουν φθάσει στα όρια τους, οι πρατηριούχοι καλούνται να καλύψουν μία ακόμα συμβατική υποχρέωση του κράτους, αλλά και να επιβαρυνθούν με επιπλέον κόστη για τις επιχειρήσεις τους.

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι από το 2016 ισχύει νόμος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με τον οποίο η ευθύνη απογραφής των πρατηρίων καυσίμων ανήκει στο αρμόδιο Υπουργείο, μέσω των κατά τόπους Διευθύνσεων Μεταφορών των Περιφερειών, οι οποίες είναι και οι μόνες υπηρεσίες που υποχρεούνται να έχουν πλήρη φάκελο για όλα τα πρατήρια από την ημέρα ίδρυσης τους.

Όπως καταγγέλλουν ωστόσο οι πρατηριούχοι, το Υπουργείο για μία ακόμα φορά, μη μπορώντας να ανταποκριθεί στις συμβατικές υποχρεώσεις που το ίδιο θέσπισε, μετακυλά το κόστος για την κατάθεση στοιχείων που έχει στην κατοχή του, στους πρατηριούχους.

Το όλο θέμα έχει προκαλέσει την οργή και αγανάκτηση των επαγγελματιών του κλάδου, που τονίζουν ότι δεν μπορεί να υπάρχει τέτοιος ερασιτεχνισμός χειρισμών από πλευράς Υπουργείου, εκτός και αν η όλη διαδικασία γίνεται σκόπιμα, με στόχο να εξυπηρετηθούν οι μεγάλες εταιρίες που μπορούν να ανταπεξέλθουν στα κόστη και να καταστραφούν τα μικρά πρατήρια.

Ο Λυκούργος Σαμόλης
Ο Λυκούργος Σαμόλης

«Πρόκειται για μία ακόμα ενέργεια που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε και φαίνεται πως έχει απλά και μόνο εισπρακτικό χαρακτήρα» αναφέρει ο πρόεδρος του Συλλόγου Πρατηριούχων Ηρακλείου Λυκούργος Σαμόλης και προσθέτει:

«Τα στοιχεία που το Υπουργείο μας ζητά να συλλέξουμε, είναι τα στοιχεία που μόνο το Υπουργείο έχει στους φακέλους μας συγκεντρωμένα, ενώ εμείς οφείλουμε να τα συλλέξουμε ξανά από την αρχή, πληρώνοντας ειδικούς μηχανικούς μάλιστα γι’ αυτό.

Αυτή η ενέργεια μονάχα παράλογη μπορεί να χαρακτηριστεί, αφού αφενός μας υποβάλει σε μια νέα ταλαιπωρία και σε νέα έξοδα, ενώ δείχνει και την προχειρότητα με την οποία φυλάσσει ένα υπουργείο στοιχεία, τα οποία ζητά ως υποχρεωτικά και κρίνονται αναγκαία για τη λειτουργία ενός πρατηρίου».

Ο κ. Σαμόλης επισημαίνει επίσης πως αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που το Υπουργείο επιβάλλει στην ουσία έξοδα προς τους πρατηριούχους, αφού ήδη έχει προχωρήσει σε αντίστοιχα μέτρα με την επιβάρυνση για το σύστημα εισροών εκροών, με την υποχρέωση που επέβαλε στους πρατηριούχους για τα 12 σημεία σφράγισης αντλιών, αλλά και για το σύστημα interlock το οποίο δεν εφαρμόζεται σε καμία άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Για το θέμα έχει πραγματοποιήσει παρέμβαση και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πρατηριούχων, η οποία μεταξύ άλλων σημειώνει:

«-Η τήρηση ψηφιακού µητρώου πρατηρίων καυσίµων προβλέπεται σε νόμο που ψηφίστηκε το 2016 (4439/2016, άρθρο 21 παρ. 5).

-Την 1η Μαρτίου 2017 με Εγκύκλιο του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών καλούνται οι Γενικοί Διευθυντές Μεταφορών και Επικοινωνιών των Περιφερειών της χώρας, να ενημερώσουν όλες τις Υπηρεσίες Μεταφορών και Επικοινωνιών των Περιφερειών, προκειμένου το μητρώο να συμπληρωθεί από κάθε αδειοδοτούσα Υπηρεσία, µέχρι 31/5/2017.

-Στις 6 Φεβρουαρίου του 2018 διαπιστώνεται καθυστέρηση στην υλοποίηση του μέτρου και καλούνται οι περιφερειακές Υπηρεσίες Μεταφορών και Επικοινωνιών, με νέα εγκύκλιο που φέρει την υπογραφή του

Γεν. Γραμματέα του Υπουργείου κ. Θάνου Βούρδα να συμπληρώσουν, έως τις 28-2-2018, όλα τα υποχρεωτικά πεδία του πίνακα καταχώρησης δεδομένων των πρατηρίων.

– Τελικά με νεότερη απόφαση αφού διαπιστώθηκε η αδυναμία, ή η αδιαφορία των αρμοδίων υπηρεσιών να κάνουν τη δουλειά τους, μεταφέρεται η ευθύνη της συμπλήρωσης των πινάκων του ψηφιακού μητρώου στους πρατηριούχους και υπό την απειλή μάλιστα ανάκλησης των αδειών λειτουργίας.

Αυτό σημαίνει ότι οι τελευταίοι θα πρέπει να αναζητήσουν τα στοιχεία που ήδη διαθέτουν οι αρμόδιες διευθύνσεις (αλλά αρνούνται να ψάξουν να τα βρουν στα αρχεία τους) για να τα υποβάλουν ηλεκτρονικά».

Η Πανελλήνια Ομοσπονδία καταγγέλλει τη συγκεκριμένη πρακτική, ενώ τονίζει πως μοναδική λύση είναι οι Περιφερειακές Υπηρεσίες Μεταφορών να εκπληρώσουν τη συμβατική υποχρέωση τους, έτσι όπως καταγράφτηκε στο νομοθετικό πλαίσιο του 2016.