Με δυναμική παρέμβασή του το ΤΕΕ ΤΑΚ προς τη Λότζια ανοίγει το μεγάλο κεφάλαιο της υπόθεσης της ανάπλασης της παλιάς πόλης στην οποία η δημοτική αρχή έχει γυρίσει την πλάτη της, αφήνοντας στο έλεος της εγκατάλειψης και της κατάρρευσης όλο το σπουδαίο ιστορικό απόθεμα του ιστού του Ηρακλείου.
Με ομόφωνη απόφασή της η διοίκηση του Τμήματος Ανατολικής Κρήτης του Τεχνικού Επιμελητηρίου ζητά συνάντηση με τη δημοτική αρχή με σκοπό να ανοίξει ο φάκελος της μελέτης ανάπλασης της παλιάς πόλης, αποδεικνύοντας ότι αφενός το σημερινό καθεστώς που επικρατεί αποτελεί τροχοπέδη της οικοδομικής δραστηριότητας (και μάλιστα σε εποχή οικονομικής κρίσης) και αφετέρου ότι βιώνουμε την οριστική απώλεια της πλούσιας αρχιτεκτονικής ιστορικής διαδρομής της πόλης.
Η παρέμβαση αυτή του Επιμελητηρίου έρχεται στον απόηχο των αντιδράσεων που πυροδότησαν οι νέες διανοίξεις που σημειώθηκαν δίπλα από το Πολιτιστικό Κέντρο, με συνέπεια να καταστραφεί ένα ακόμα τμήμα του ιστορικού ιστού, αφού η σημερινή δημοτική αρχή ουσιαστικά προεκτείνει την πολιτική πρακτική των προκατόχων της, που έβαλαν «στον πάγο» τη μελέτη ανάπλασης, η οποία θεμελιώνει συνθήκες για να αναδειχτούν τα ακίνητα του ιστορικού κέντρου μέσα από ένα συγκεκριμένο πλαίσιο και προϋποθέσεις.
Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα το γεγονός ότι η σημερινή δημοτική αρχή αποφεύγει επιμελώς να ανακοινώσει τι ακριβώς σχεδιάζει να κάνει για την πολύκροτη υπόθεση της μελέτης που παραμένει στα χαρτιά με το προκάλυμμα της γραφειοκρατίας. Την ίδια ώρα, ο ιστορικός ιστός της παλιάς πόλης βαραίνει επικίνδυνα και καταρρέει με συνέπεια να καταστρέφεται η πλούσια ιστορική κληρονομιά του τόπου μας, όπως αυτή επιβιώνει μέχρι σήμερα, μέσα από τα παλιά κτίσματα του κέντρου του Ηρακλείου.
Το Τεχνικό Επιμελητήριο τεκμηριώνει ότι στο Ηράκλειο ξεκίνησε εδώ και είκοσι χρόνια μια πρωτοποριακή διαδικασία, η πρώτη μελέτη ανάπλασης σε εφαρμογή του Ν. 2508/97. Η μελέτη ανάπλασης είναι μια πολεοδομική μελέτη που στόχο έχει να αναθεωρήσει το ισχύον σχέδιο πόλης του 1936 – 58.
Το σχέδιο αυτό ανήκει σε μια εποχή που οι πολεοδομικές μελέτες ήταν απλά ρυμοτομικά σχέδια που δεν λάμβαναν υπόψη μια σειρά από παραμέτρους, οικονομικές, κοινωνικές, ιστορικές, πολιτιστικές, περιβαλλοντικές, όπως αυτές γίνονται αντιληπτές σήμερα.
Όπως περιγράφει το Τεχνικό Επιμελητήριο, στην εγκεκριμένη προκαταρκτική πρόταση ανάπλασης περιλαμβάνεται ένα ολοκληρωμένο σχέδιο μέσα από το οποίο αναδεικνύεται ο ιστορικός ιστός του κέντρου του Ηρακλείου, με προϋποθέσεις που συμβάλλουν στη μετεξέλιξή του σε χώρο ανάδειξης των γραμμάτων και του πολιτισμού. Βασικός στόχος της παλιάς πόλης είναι η διατήρηση του χαρακτήρα της «γειτονιάς» και η ποιοτική αναβάθμιση των λειτουργιών της.
Το Επιμελητήριο υπογραμμίζει ένα ακόμα κρίσιμο στοιχείο που αφορά το γεγονός ότι «εδώ και πάρα πολλά χρόνια στο Ηράκλειο γίνονται έργα, για τα οποία η εκάστοτε δημοτική αρχή ισχυρίζεται ότι εκτελούνται σε εφαρμογή της μελέτης της παλιάς πόλης, ενώ στην πραγματικότητα η πολεοδομική μελέτη που αναρτήθηκε από το 2009 παραμένει στην πράξη ανενεργή.
Η περίεργη αυτή κατάσταση έχει προκαλέσει σύγχυση στην κοινωνία, σχετικά με τον στόχο αυτής της μελέτης ανάπλασης, ακόμα και στην περιοχή της Αγίας Τριάδας όπου κατ’ αποκλειστικότητα προωθήθηκε η έγκριση της πολεοδομικής μελέτης. Ένας από τους βασικούς παράγοντες της σύγχυσης είναι ότι οι παρεμβάσεις γίνονται από πολεοδομική άποψη είτε σε χώρο «πολεοδομικού κενού», όσο δεν υπάρχει εγκεκριμένη μελέτη ανάπλασης, είτε σε εφαρμογή του υπό αναθεώρηση σχεδίου πόλης του 1936-58, με σύνταξη και εκτέλεση πράξεων αναλογισμού. Παράλληλα το ιστορικό κέντρο έχει γεμίσει από «κενά» που δεν μπορούν να δομηθούν ως απόρροια της δέσμευσης των μικρών ακινήτων που δεν είναι δυνατόν να δομηθούν με το ισχύον σχέδιο πόλης, αλλά πιθανά θα μπορούσαν να δομηθούν με την δρομολογημένη τροποποίησή του.
Αποτέλεσμα αυτής της δέσμευσης είναι τα «προβληματικά» ακίνητα υπό το ισχύον πολεοδομικό καθεστώς να μην μπορούν ούτε να ανακατασκευαστούν, ούτε να συντηρηθούν και να ενισχυθούν στατικά, ούτε να επωφεληθούν από προγράμματα όπως το αναμενόμενο πρόγραμμα εξοικονόμησης ενέργειας, ενώ στην πράξη οι ιδιοκτήτες τους τελούν υπό καθεστώς ανασφάλειας και αβεβαιότητας για την πραγματική αξία της περιουσίας τους. Όλα τα παραπάνω αποτελούν επιπλέον τροχοπέδη της οικοδομικής δραστηριότητας, σε εποχή οικονομικής κρίσης».
Το Τεχνικό Επιμελητήριο ζητά την προσωπική παρέμβαση του Δημάρχου για το όλο θέμα τονίζοντας την ανάγκη να γίνει ένας ουσιαστικός διάλογος για την αντιμετώπιση και επίλυση του χρονίζοντος προβλήματος.